Υιοθεσία: Λόγω αγάπης…

Μία κοινωνική λειτουργός και μία θετή μαμά μιλούν στο In2life για την διαδικασία της υιοθεσίας, για τις σχέσεις που χτίζονται σε μία μη βιολογική οικογένεια και συμφωνούν στο ότι «υιοθετείς για να προσφέρεις στο παιδί, όχι σε εσένα».
Υιοθεσία: Λόγω αγάπης…
της Έλενας Μπούλια

Η διαδικασία από την οποία περνά κάποιος μέχρι να γίνει επίσημα γονιός ενός υιοθετημένου παιδιού είναι τόσο έντονη, συχνά επίπονη αλλά και με στιγμές ευτυχίας, που κάνει την απόφαση μιας ολοκληρωμένης οικογένειας πολύ πιο συνειδητή από αυτήν που παίρνουν κάποια ζευγάρια όταν ξαφνικά προκύψει μια εγκυμοσύνη.

Για τις διαδικασίες που απαιτούνται προκειμένου να ολοκληρωθεί μία υιοθεσία, αλλά και μετά από αυτήν, καθώς και για τις συναισθηματικές και ψυχικές επιπτώσεις που επιφέρει μία τέτοια κατάσταση τόσο στους θετούς γονείς όσο και στο παιδί μας μίλησαν η Βάσω, που υιοθέτησε πριν 9 χρόνια, και η κοινωνική λειτουργός κ. Σταυρούλα Παναγοπούλου.

«Μαμά, τώρα που δε με γέννησες μ’αγαπάς;», ρώτησε πριν λίγο καιρό η 9χρονη Αγγελική την Βάσω. «Αγγελική, εσύ, που δεν σε γέννησα, δε μ’αγαπάς;», της απαντά. Κάπως έτσι δίνει σαφείς απαντήσεις σε κάθε αμφιβολία που μπορεί να έχει η Αγγελική, η οποία γνωρίζει ότι μεγαλώνει σε μία οικογένεια θετών γονιών και ότι μπορεί, μόλις συμπληρώσει τα 18 της χρόνια, να πάει με την μαμά και τον μπαμπά και να γνωρίσει «την κυρία που την γέννησε».

Η Βάσω περιγράφει αναλυτικά την διαδικασία υιοθεσίας της Αγγελικής. «Αποφάσισα να υιοθετήσω μετά από 10 χρόνια γάμου, ήμουν γύρω στα 40, όταν με τον άνδρα μου, επιστρέφοντας από ένα ταξίδι συζητούσαμε πόσο καλά περνάμε, πόσο ευτυχισμένοι ήμαστε, πώς δεν μας λείπει τίποτα στην ζωή μας… Δεν θα μπορούσαμε να μεγαλώσουμε και ένα παιδί; Μέχρι τότε δεν είχα καταφέρει να μείνω έγκυος –αλλά ούτε και με απασχολούσε ιδιαίτερα. Δεν είχαν ‘ξυπνήσει μητρικά φίλτρα’ μέσα μου και δεν είχα σκοπό να μπω στην διαδικασία των εξωσωματικών.

Κάπως έτσι βρεθήκαμε στον Άγιο Στυλιανό. (Ήθελα εξ αρχής παιδί από ίδρυμα και όχι από ιδιωτική υιοθεσία, γιατί θα μου ήταν πιο εύκολο να διαχειριστώ αργότερα με το παιδί μία τέτοια ιστορία.) Καταθέσαμε την αίτηση με όλα τα απαραίτητα δικαιολογητικά και η ανταπόκριση ήταν αρκετά γρήγορη. Ένα πρωί, έξι μήνες μετά, μας κάλεσαν να περάσουμε συνέντευξη, η οποία διήρκησε δύο-δυόμιση ώρες, και ήταν κοινή αλλά και στον καθένα ξεχωριστά. Μας ρώτησαν τα πάντα, εμένα π.χ. αν έχω περιουσιακά στοιχεία που δεν γνωρίζει ο σύζυγος κ.λ.π. Λίγες ημέρες μετά ήρθε στο σπίτι μας μία κοινωνική λειτουργός, η οποία κάθισε τέσσερις ώρες για να παρακολουθήσει πώς κινούμαστε στον χώρο και τι άνθρωποι είμαστε. Φεύγοντας μας άφησε ένα πολυσέλιδο ερωτηματολόγιο για να απαντήσει ο κάθε ένας χωριστά.

Όλη αυτή η παρουσία μας, από το πρώτο ραντεβού στο βρεφοκομείο, μέχρι τις απαντήσεις στο ερωτηματολόγιο, βαθμολογήθηκε από κοινωνικούς λειτουργούς. Έμαθα εκ των υστέρων ότι, στον Άγιο Στυλιανό τουλάχιστον, τα παιδιά δίνονται ανάλογα με την βαθμολογία. Όσο πιο χαμηλά βαθμολογηθείς, τόσο μειώνονται οι πιθανότητες να υιοθετήσεις το πρώτο παιδάκι που θα «απελευθερωθεί». Γι’αυτό και γενικά δεν υπάρχουν μεγάλες καθυστερήσεις εδώ –εγώ ήμουν πολύ τυχερή. Εξυπηρετήθηκα σε ενάμιση χρόνο, περίπου. Ούτε καν το πίστευα ότι θα γίνονταν όλα τόσο γρήγορα.

Είδαμε πρώτη φορά την κόρη μου όταν ήταν οκτώ μηνών –χάσαμε τον μπούσουλα. Στην αρχική αίτηση που είχα κάνει είχα ζητήσει ένα παιδάκι ούτε πολύ μικρό ούτε πολύ μεγάλο –έτσι κι αλλιώς τα παιδιά στα ιδρύματα είναι μέχρι πεντέμισι ετών, μετά τα στέλνουν στα Παιδικά Χωριά SOS για να πάνε και σχολείο. Κατά τα άλλα δεν είχα βάλει άλλα όρια –ούτε στην καταγωγή, ούτε στην φυλή. Στα θέματα υγείας είχα ζητήσει, αν υπάρχουν, να είναι αντιμετωπίσιμα. Τώρα, βέβαια, το βλέπω διαφορετικά. Δεν θα με πείραζε να έχει θέματα υγείας. Είναι κρίμα τα παιδάκια αυτά να μένουν στα ιδρύματα αβοήθητα.

Τελικά μου έφεραν ένα υγιέστατο κοριτσάκι, για το οποίο μου εξήγησαν τα πάντα, για το background της, αν έχει προβλήματα, ποιοι είναι οι γονείς κ.λ.π. Δεν την πήρα, όμως, αμέσως σπίτι. Ακολούθησε ένα διάστημα 15 ημερών κατά το οποίο επισκεπτόμουν εγώ το ίδρυμα για να προσαρμοστούμε με το μωρό –οι νοσοκόμες σε παρακολουθούν αυτό το διάστημα διακριτικά –για το πώς θα πιάσεις το μωρό, αν σε θέλει ή αν ουρλιάζει μόλις σε βλέπει κ.λ.π. Με εμάς, φαντάσου, την πρώτη φορά που την πήρε ο άνδρας μου αγκαλιά, την πήρε ο ύπνος. Μετά από αυτές τις μέρες πήραμε την Αγγελική στο σπίτι. Η υιοθεσία, βέβαια, δεν είχε γίνει ακόμα. Την πήραμε Δεκέμβριο, το δικαστήριο έγινε τον Μάρτιο και η τελική απόφαση βγήκε τον Αύγουστο. Κάποια στιγμή, μετά την υιοθεσία, ήρθε και μία κοινωνική λειτουργός στο σπίτι. Είδε τη μικρή για 5-10 λεπτά, θαύμασε το πόσο είχε αλλάξει, και έφυγε. Δεν μας ξαναεπισκέφθηκε ποτέ κανείς από το ίδρυμα».

Ρωτάω την Βάσω αν σκέφτηκε κάποια στιγμή να υιοθετήσει και ένα δεύτερο παιδί. «Τον πρώτο καιρό δεν το σκεφτόμουν –είχα την Αγγελική, δε με ένοιαζε τίποτα. Άλλωστε, και να ήθελα, από το ίδρυμα δεν θα μπορούσα να υιοθετήσω άλλο παιδί, εκτός αν ήταν βιολογικό αδερφάκι της. Τώρα που το ξανασκέφτομαι, αν ήξερα τότε ότι υπήρχε κάποιο βιολογικό αδερφάκι μπορεί και να το έπαιρνα, γιατί η μικρή τώρα ζητάει αδελφάκι.

Πότε έμαθε η Αγγελική ότι είναι υιοθετημένη; «Από την πρώτη μέρα που ήρθε στο σπίτι. Της έδινα την κρέμα και της έλεγα ότι ήταν ένα κοριτσάκι σε ένα σπίτι με άλλα παιδάκια, και πήγε η μαμά και ο μπαμπάς και ρώτησαν ‘ποιο είναι το πιο όμορφο και το πιο έξυπνο παιδάκι εδώ;’ και όλοι είπαν ‘η Αγγελική’ και έτσι την διάλεξαν. Όλες οι απορίες, με την πάροδο των ετών έχουν έρθει φυσιολογικά. Έχει ρωτήσει και για τους δικούς της, αλλά δεν έχει τόσο καημό για αυτούς όσο για αδέλφια –γενικά τα υιοθετημένα παιδιά ρωτάνε περισσότερο για τα αδέλφια τους».

Και πώς αντέδρασε ο κοινωνικός περίγυρος με τον ερχομό της Αγγελικής; Υπήρξε κάποιο σχόλιο που την ενόχλησε; «Όλοι αντέδρασαν με πολύ μεγάλο ενθουσιασμό, ακόμα και η γειτονιά, με την οποία δεν είχα ιδιαίτερες σχέσεις, κατενθουσιάστηκε. Ήρθαν όλοι στο σπίτι, έφεραν δώρα, η μικρή υπήρξε για χρόνια η μασκότ της γειτονιάς. Στην δουλειά μου έκλαιγαν από συγκίνηση και τον άνδρα μου τον σήκωσαν στον αέρα στο δικό του γραφείο. Μόνο μία γνωστή μου είπε κάποια στιγμή ‘αν είχες προσπαθήσει με εξωσωματική θα είχες δικό σου παιδί’ –δε με άγγιξαν καν τα λόγια της».

Στο σχολείο της Αγγελικής το ξέρουν; «Το λέω μόνο στην δασκάλα, κάθε χρόνο, για να προσέχει λίγο παραπάνω τι λέει στα παιδιά. Η Αγγελική μέχρι πέρσι το έλεγε, αλλά φέτος μου είπε ότι δεν θα το πει –θέλει, λέει, να είναι το δικό μας μυστικό. Τα παιδιά σ’αυτή την ηλικία δεν θέλουν να ξεχωρίζουν, αργότερα, στην εφηβεία, πιστεύω θα το λέει».

Τι συμβουλεύει η Βάσω τους γονείς που σκέφτονται να υιοθετήσουν; «Ο κάθε άνθρωπος δεν πρέπει να κάνει παιδί, είτε βιολογικό είτε θετό, παρά μόνο επειδή αισθάνεται την ανάγκη να προσφέρει σε αυτό το παιδί. Έπειτα, όταν υιοθετήσεις, ξεχνάς πώς ήρθε αυτό το παιδί στο σπίτι σου. Εγώ πλέον έχω ξεχάσει ότι δεν έχω γεννήσει, όπως έχω ξεχάσει πώς ήταν ο άνδρας μου με μαλλιά. Μία τελευταία συμβουλή είναι να μην ξεκινούν από θέση ηττοπάθειας και να ψάξουν να βρουν τα ‘κουμπιά’ της κοινωνικής λειτουργού που θα τους εξυπηρετήσει».

Η γραφειοκρατία μιας υιοθεσίας
Η κ. Σταυρούλα Παναγοπούλου, κοινωνική λειτουργός στο τμήμα κοινωνικής αλληλεγγύης της γενικής διεύθυνσης δημόσιας υγείας και κοινωνικής μέριμνας περιφέρειας Αττικής, μας ενημερώνει για την διαδικασία της υιοθεσίας, από τη στιγμή που ένα ζευγάρι θα θελήσει να υιοθετήσει. Το πρώτο βήμα που πρέπει να κάνουν οι ενδιαφερόμενοι είναι να απευθυνθούν και να κάνουν σχετική αίτηση σε κάποιο από τα τέσσερα ιδρύματα που υπάρχουν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα, από τα οποία μπορεί κάποιος να υιοθετήσει: Το Κέντρο Βρεφών «Η Μητέρα», το Δημοτικό Βρεφοκομείο Θεσσαλονίκης «Άγιος Στυλιανός», η παιδόπολη «Άγιος Ανδρέας» και το Αναρρωτήριο Πεντέλης – Μονάδα Κοινωνικής Φροντίδας Παιδιού (πρώην ΠΙΚΠΑ).

Ωστόσο, υιοθεσίες μπορούν να γίνουν και ιδιωτικά, στην Ελλάδα, όταν οι θετοί γονείς βρίσκουν μόνοι τους φυσικούς γονείς, από το ιδιωτικό τους περιβάλλον. Αυτή η διαδικασία κρίνεται παράνομη αν δεν υπάρξει δικηγόρος, παρουσία του οποίου θα γίνουν οι απαραίτητες συμβολαιογραφικές πράξεις που θα κατοχυρώνουν τον θετό γονέα. Στη συνέχεια οι θετοί γονείς καταθέτουν αίτηση στην Διεύθυνση Κοινωνικής Μέριμνας, στην Περιφέρεια όπου υπάγονται, ζητώντας την επίσημα υιοθεσία του παιδιού. «Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, συμβαίνει όλα αυτά να γίνονται εν τη απουσία του κράτους και μάλιστα με το αζημίωτο –και αυτό, βέβαια, είναι παράνομο».

Τέλος, από το 2009, οπότε υπογράφηκε η Σύμβαση της Χάγης, σχετικά με την προστασία των παιδιών και την διακρατική υιοθεσία, κάποιος μπορεί να υιοθετήσει παιδί από οποιαδήποτε χώρα υπάγεται στην εν λόγω Σύμβαση. Οι διακρατικές υιοθεσίες γίνονται μέσω του Υπουργείου Υγείας, ωστόσο πληροφορίες μπορεί κανείς να ζητήσει από τα κατά τόπους Τμήματα Κοινωνικής Αλληλεγγύης.

Η κ. Παναγοπούλου μας ενημερώνει ότι και στην περίπτωση των διακρατικών υιοθεσιών υπάρχει η «παράνομη» οδός. «Κάποιοι αποφασίζουν να επισκεφθούν μια χώρα και να υιοθετήσουν από εκεί κάποιο παιδί, ερχόμενοι σε επαφή με γραφεία που έχουν παιδιά προς υιοθεσία. Εκεί, βέβαια, θα πρέπει να πληρώσουν για να υιοθετήσουν το παιδί (έχω ακούσει ότι στην Βουλγαρία το κόστος είναι περί τις 8.000 ευρώ), ενώ στην Ελλάδα, φυσικά, οι υιοθεσίες γίνονται δωρεάν –πληρώνει κανείς μόνο τα έξοδα του δικηγόρου».

Αναφέρει, μάλιστα, με σκεπτικισμό και τις περιπτώσεις πολλών αλλοδαπών που έρχονται στην Ελλάδα ως οικονομικοί μετανάστες, προκειμένου να δουλέψουν, και, κατά τις δηλώσεις τους, έχουν προβλήματα και δε μπορούν να κρατήσουν τα παιδιά τους, οπότε τα δίνουν, δια της ιδιωτικής οδού, για υιοθεσία. Κανείς, όμως, δε μπορεί να γνωρίζει αν έχουν ζητήσει και χρήματα από τους θετούς γονείς.

Γιατί, όμως, να μην προτιμήσει να υιοθετήσει κανείς ένα παιδί από την Ελλάδα;
Η κ. Παναγοπούλου εξηγεί ότι τα αιτήματα για υιοθεσίες στην Ελλάδα είναι πολλά και τα ιδρύματα αφενός δεν έχουν πολλά παιδιά προς υιοθεσία και αφετέρου, εξαιτίας γραφειοκρατικών κωλυμάτων, κάνουν την διαδικασία πολύ χρονοβόρα. Το «Μητέρα», ενδεικτικά, θέλει γύρω στα 3-4 χρόνια για να εξετάσει το αίτημα για υιοθεσία, ενώ στην ιδιωτική υιοθεσία, που το παιδί είναι ήδη στο σπίτι των θετών γονιών, χρειάζονται 6 μήνες για να γίνει νόμιμη.

«Μη νομίζετε ότι και τα ίδια τα ιδρύματα θέλουν να δώσουν τα παιδιά με την πρώτη ευκαιρία. Στόχος μας πάντα είναι το παιδί να παραμείνει στο θετό του περιβάλλον, οπότε αυτό πρέπει να ελεγχθεί πολύ προσεκτικά. Άλλωστε, για εμάς δεν προέχει η ανάγκη του ζευγαριού να αποκτήσει ένα παιδί αλλά η ανάγκη του παιδιού να αποκτήσει ένα οικογενειακό περιβάλλον», τονίζει η ίδια.

Ποιες είναι οι προϋποθέσεις για να αποκτήσει κάποιος παιδί;
Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί ο θετός γονέας είναι κατά κύριο λόγο ηλικιακές και περιγράφονται αναλυτικά στον Νόμο 2447 / 96, στο ΦΕΚ – Τεύχος Ά. Αυτό που έχει αλλάξει τελευταία στον νόμο είναι ότι η μέγιστη ηλικία του θετού γονιού έχει φτάσει τα 50 έτη (του ενός από τους δύο, ο δεύτερος μπορεί να είναι και μεγαλύτερος). Από τα 50 έτη και μετά ο χρόνος του γονιού προστίθεται στην ηλικία του παιδιού, δηλαδή ένας γονιός 52 ετών δε μπορεί να υιοθετήσει παιδί κάτω των 2 ετών. Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι παιδιά δίνονται και σε μονογονεϊκές οικογένειες.

Έχει αυξηθεί ο αριθμός των υιοθεσιών τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα; Ενδεικτικά πόσες υιοθεσίες γίνονται;
Οι υιοθεσίες τα τελευταία χρόνια είναι πολύ λιγότερες σε σχέση με το παρελθόν, γιατί δεν υπάρχουν πλέον πολλά παιδιά για υιοθεσία. «Στον τομέα μου, συγκεκριμένα, το 2011 έγιναν 47 υιοθεσίες, εκ των οποίων οι 28 ήταν ιδιωτικές και οι άλλες διακρατικές. Κάποιες από τις διακρατικές είναι ακόμα σε εκκρεμότητα και κάποιες έχουν ολοκληρωθεί –δηλαδή τα παιδιά έχουν έρθει στα νέα τους σπίτια», λέει η κ. Παναγοπούλου. Οι χώρες από τις οποίες επιλέγουν οι Έλληνες να υιοθετήσουν παιδιά είναι συνήθως αυτές στις οποίες έχουν εύκολη πρόσβαση, όπως η Βουλγαρία, η Αρμενία, η Ουκρανία, η Τσεχία. Ωστόσο, έχουν έρθει παιδιά και από την Λιθουανία, την Ταϋλάνδη, την Ονδούρα, την Κολομβία και το Αζερμπαϊτζάν. Πολλοί δεν έχουν αντίρρηση να υιοθετήσουν παιδιά από την Ασία, ωστόσο όχι από μουσουλμανικές χώρες, καθώς οι Μουσουλμάνοι απαγορεύουν την υιοθεσία.

Θέτουν οι μέλλοντες γονείς κάποια κριτήρια για το παιδί που θέλουν να υιοθετήσουν;
Σύμφωνα με την κοινωνική λειτουργό, πολλοί γονείς σκέφτονται αν το παιδί θα είναι καταρχήν υγιές ή αν θα έχει κάποιες ειδικές ανάγκες. «Θα πρέπει να καταλάβουν, όμως, ότι όταν πάμε να κάνουμε μία υιοθεσία θα πρέπει να δεχθούμε το παιδί ως έχει. Δεν θα πρέπει να είναι αρνητικοί με ένα παιδί με ειδικές ανάγκες –άλλωστε, υπάρχουν προβλήματα που με μία καλή ιατρική βοήθεια αντιμετωπίζονται, π.χ. στραβισμός». Επίσης, πολλοί θέλουν να ξέρουν αν οι βιολογικοί γονείς του παιδιού είναι τοξικομανείς ή αν πάσχουν από κάποια ασθένεια. Ως προς τις ηλικίες των παιδιών, στις ιδιωτικές υιοθεσίες τα μωρά δίδονται από ημερών, ενώ στις κρατικές και διακρατικές μπορεί να είναι και μεγαλύτερα, π.χ. 3, 4 ή 5 ετών. Φυσικά, υιοθεσία μπορεί να γίνει μέχρι τα 18 χρόνια του παιδιού.

Το παιδί ως μέλος μιας κανονικής οικογένειας
Από την στιγμή που το παιδί θα γίνει και επίσημα μέλος της θετής οικογένειας για τουλάχιστον τρία χρόνια παρακολουθείται από κοινωνικούς λειτουργούς, προκειμένου να επιβεβαιωθεί ότι ζει σε περιβάλλον αγάπης και ασφάλειας. «Εμείς, βέβαια, κρατάμε επαφή με τα παιδιά και τους γονείς περισσότερα χρόνια, ακόμα και σε μεγάλες ηλικίες, κυρίως επειδή οι ίδιες οι γονείς μας το ζητούν», λέει η κ. Παναγοπούλου.

Και όσο το παιδί μεγαλώνει πλησιάζει η ώρα που πρέπει να μάθει την αλήθεια για το οικογενειακό του παρελθόν. «Το παιδί από την στιγμή που νιώθει ότι ανήκει σε αυτή την οικογένεια, που είναι αρκετά ώριμο για να καταλάβει, είναι έτοιμο να ενημερωθεί για την προσωπική του ιστορία. Συνήθως αυτό μπορεί να γίνει από τα 3 και μετά και μέχρι να πάει στο σχολείο», λέει η ειδικός. Συμβουλεύει, μάλιστα, τους γονείς ότι δεν υπάρχει λόγος να πουν κάτι, ούτε εκείνοι ούτε το παιδί, στο σχολείο για το παιδί –άλλωστε, και οι ίδιοι οι δάσκαλοι δεν είναι συχνά κατάλληλα εκπαιδευμένοι για να αντιμετωπίσουν τέτοιες καταστάσεις. Αν, ωστόσο, αποκαλυφθεί κάποια στιγμή ότι το παιδί είναι υιοθετημένο, οι γονείς θα πρέπει αφενός να έχουν θωρακίσει κατάλληλα το παιδί για να μπορεί να ανταπεξέλθει σε σχόλια από συμμαθητές που πιθανώς το ενοχλήσουν και αφετέρου να έρθουν σε επαφή με ανθρώπους μέσα στο σχολείο που μπορούν να βοηθήσουν.

Πώς νιώθει το παιδί όταν μάθει ότι είναι υιοθετημένο και τι στάση πρέπει να κρατήσει ο γονιός;
Το πρώτο αίσθημα που νιώθει το παιδί όταν ενημερώνεται είναι έντονη ανασφάλεια. «Χάνουν την γη κάτω από τα πόδια τους, όμως υπάρχουν τεχνικές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να τα βοηθήσουν», λέει η κ. Παναγοπούλου και εξηγεί: Τα παιδιά πρέπει να ενημερωθούν για την υιοθεσία τους γιατί η σχέση τους με τους γονείς τους πρέπει να βασίζεται στην ειλικρίνεια και την αλήθεια, προκειμένου να δημιουργηθεί σωστά η προσωπική και οικογενειακή τους ταυτότητα. Εφόσον έχει στηθεί και δημιουργηθεί γονεϊκή σχέση, ο γονείς μπορούν να κερδίσουν την εμπιστοσύνη του παιδιού και να του εξηγήσουν ότι διάλεξαν αυτό και μόνο αυτό επειδή το αγάπησαν και το ήθελαν στην οικογένειά τους.

Τα πράγματα είναι πιο δύσκολα όταν το παιδί πλησιάζει στην εφηβεία, οπότε περνά έτσι κι αλλιώς από φάσεις αμφισβήτησης προς τους γονείς. Μπορεί να χρεώσουν στους γονείς ότι δεν ζει με τους βιολογικούς του γονείς και να θελήσει να τους αναζητήσει. Σαφώς έχει δικαίωμα να το κάνει –το αντίθετο απαγορεύεται, δηλαδή ο βιολογικός γονιός δεν έχει δικαίωμα ούτε να αναζητήσει ούτε να ζητήσει το παιδί. Σε κάθε περίπτωση, όποια συναισθηματική επιβάρυνση προκύψει αντιμετωπίζεται με την βοήθεια των ειδικών.

Επιστροφές δεν γίνονται
«Έχει συμβεί θετοί γονείς να έρθουν στην υπηρεσία και να ζητήσουν να δώσουν πίσω το παιδί», μας λέει η κ. Παναγοπούλου. «Αυτή είναι μία εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση, τόσο για εμάς όσο και για το παιδί. Οι γονείς αυτοί δεν αντιλήφθηκαν, όταν υιοθέτησαν το παιδί, ότι κάποτε θα γίνει έφηβος και μετά ενήλικας. Ότι το υιοθέτησαν προκειμένου να σταθούν δίπλα του στην πορεία της ζωής τους, να το βοηθήσουν να αναπτυχθεί και να εξελιχθεί. Να του δώσουν δυνατότητες που το βιολογικό περιβάλλον δε μπορούσε να τους δώσει». Όλα αυτά πρέπει να τα γνωρίζει κάποιος πριν ακόμα πάρει την απόφαση να υιοθετήσει ένα παιδί.









Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v