Ζωή στην επαρχία: Τα υπέρ και τα κατά

Πώς είναι η καθημερινότητα μακριά από την Αθήνα; Ποια είναι τα προβλήματα, και τι θα έπρεπε να ζηλεύουμε; Επτά μόνιμοι κάτοικοι επαρχίας διηγούνται, παραπονιούνται και συμφωνούν… διαφωνώντας, ότι δεν θα έφευγαν πάρα μόνο για να βρουν δουλειά.
Ζωή στην επαρχία: Τα υπέρ και τα κατά
της Ηρώς Κουνάδη 

Πόση ώρα θα κάναμε να πάμε στη δουλειά αν μέναμε σε μια πόλη χωρίς κίνηση; Από την άλλη, βέβαια, τι θα κάναμε τα βράδια; Πόσο ωραία θα ήταν να μην έπρεπε να κλείσουμε ραντεβού με τους φίλους μας πέντε μέρες πριν, για να συγχρονίσουμε τα προγράμματά μας; Πώς θα αντιμετωπίζαμε την ανεργία, που είναι ακόμα χειρότερη από εκείνη της Αθήνας; Πόσο καλύτερα θα νιώθαμε αναπνέοντας καθαρό αέρα; Ερωτήσεις σαν κι αυτές γεμίζουν τις συζητήσεις κάθε παρέας που έχει βρεθεί τουλάχιστον μία φορά σε ένα αθηναϊκό μπαράκι να διαφωνεί για το αν είναι καλύτερα να ζει κανείς στην επαρχία.

Αυτή τη φορά, αποφασίσαμε να θέσουμε τα ερωτήματα στους ειδικούς: Σε επτά νέους που ζουν –ή έζησαν– μόνιμα σε πόλεις και χωριά της ελληνικής επαρχίας, κι έχουν τις insider πληροφορίες οι οποίες λείπουν από τις εν λόγω συζητήσεις. Τους ρωτήσαμε τα πάντα, από το τι ώρα ξυπνάνε το πρωί και πόση ώρα κάνουν για να πάνε στη δουλειά μέχρι το πώς αντιμετωπίζεται το κουτσομπολιό κι η έλλειψη επιλογών στη διασκέδαση. Έξι στους επτά συμφώνησαν πως, παρά τα όποια προβλήματα, δεν θα έφευγαν παρά μόνο αν χρειαζόταν να αναζητήσουν αλλού δουλειά. Τα συμπεράσματα δικά σας.

Η καθημερινότητα
Πείτε σε έναν κάτοικο της επαρχίας ότι κάνετε μία ώρα να φτάσετε στη γραφείο όταν έχει κίνηση, και θα εισπράξετε βλέμμα που κινείται μεταξύ οίκτου και απορίας. Κανείς από τους συμμετέχοντες στο ρεπορτάζ μας δεν κάνει περισσότερα από δεκαπέντε λεπτά για να πάει στη δουλειά. «Μια κλασική μέρα ξεκινάει στις 9.00, φεύγοντας από το σπίτι ώστε σε 5 λεπτά να είμαι στο γραφείο. Συνήθως τελειώνω στις 2.00 κι επιστρέφω στο σπίτι την ίδια ώρα» λέει η Μαρίνα, 25 ετών, από την Αλεξανδρούπολη, κάνοντάς μας να υποπτευθούμε πως ξέρει κάτι που εμείς δεν ξέρουμε για την τέχνη του διακτινισμού.

«Ξεκουράζομαι το μεσημέρι και το απόγευμα βγαίνω για καφέ ή καμία βόλτα. Τα βράδια συνήθως, τώρα το χειμώνα, στο σπίτι με φίλους ή DVD. Αυτό που μου αρέσει περισσότερο είναι ότι δε χρειάζεται να προγραμματίσω να συναντήσω κάποιον μέρες πριν. Είναι πολύ πιθανό να τον πετύχω ακόμη και στο δρόμο και να το κανονίσουμε επί τόπου» συνεχίζει η Μαρίνα, η οποία ζει από παιδί κι εργάζεται ως δικηγόρος στην Αλεξανδρούπολη. "Ένα ακόμη θετικό είναι ότι, λόγω του μικρού πληθυσμού, είναι πολύ εύκολο να κάνει φίλους εδώ" συμπληρώνει ο Βασίλης, 23 ετών (φωτό, δεξιά) φοιτητής στο Αγρίνιο.

«Το ξυπνητήρι χτυπά κατά τις 7.00 για να είμαι σε λίγα λεπτά στο γραφείο» λέει ο Χρήστος, 35 ετών, υπάλληλος του Υπουργείου Πολιτισμού στην Καρδίτσα. «Το μεσημέρι, αραλίκι και ο απαραίτητος ύπνος, μετά από ένα καλό φαγοπότι. Γενικότερα ο περισσότερος χρόνος της ημέρας «σπαταλιέται» με την οικογένεια. Τα βράδια είτε παίζοντας με την μικρή, είτε βλέποντας καμιά ταινία στο DVD (προς Θεού, εγώ ΔΕΝ κατεβάζω ταινίες πειρατικά), είτε σε καμιά ταβέρνα με καλή παρέα» συνεχίζει.

«Σε ένα τέταρτο το πολύ είμαι στη δουλειά» ξεκινά να διηγείται την ημέρα της η Έλενα, 28 ετών (φωτό αριστερά) η οποία είναι επικοινωνιολόγος και σχεδιάστρια μόδας στα Γιάννενα. «Το μεσημέρι σπιτικό φαγητό με έναν ελαφρύ υπνάκο και το απόγευμα επιστροφή στο κατάστημα. Κάποια βράδια μετά τη δουλειά συνάντηση με φίλους για φαγητό ή ποτό και τα ελεύθερα απογεύματα περπάτημα, γυμναστική ή χορό». Η Γεωργία, 26 ετών, χρειαζόταν «πέντε με επτά λεπτά» για να πάει από το σπίτι στη δουλειά, στην Καλαμάτα όπου γεννήθηκε και επέστρεψε μετά τις σπουδές της στην Αθήνα. «Με τα πόδια!» μας δίνει το τελειωτικό χτύπημα.

Κυριακή, γιορτή και σχόλη
«Βόλτες, καφεδάκια, ψώνια, σινεμά, εκδρομές είναι πάντα στο πρόγραμμα» λέει η Έλενα. «Τα Γιάννενα, άλλωστε, είναι μια μεγάλη πόλη, που έχει ζωή όλον τον χρόνο. Συγκεντρώσεις στο σπίτι με φίλους, ταινίες, έξοδοι για καφέ ή φαγητό καταλαμβάνουν κατά κύριο λόγο την ημέρα όλων, όταν η δουλειά ή τα μαθήματα στη σχολή τελειώνουν.

Κι αν θέλετε πραγματικά να ζηλέψετε, η Μαρίνα λέει ότι στην Αλεξανδρούπολη «το καλοκαίρι τα πάντα -γραφεία, καταστήματα, υπηρεσίες- στις 2.00 το μεσημέρι κλείνουν! Ως παραθαλάσσια πόλη, είναι πολύ όμορφη. Όλος ο κόσμος είναι έξω. Παραλία, βόλτες το βράδυ, οι δρόμοι και τα μαγαζιά γεμάτα. Είναι σαν έχεις καλοκαιρινές διακοπές τέσσερις μήνες. Το χειμώνα δυστυχώς είναι πολύ διαφορετικά, ήσυχα και μετά από κάποια ώρα το βράδυ νεκρά». Πουθενά δεν μπορείς να τα έχεις όλα…

Τα προβλήματα
Οι περιορισμένες –έως ανύπαρκτες– ευκαιρίες εργασίας είναι, όπως θα μαντέψατε, το βασικό παράπονο όλων. Ελλείψεις όπως οι συγκοινωνίες και η μάλλον περιορισμένη αγορά έρχονται δεύτερες στη λίστα παραπόνων. «Υπάρχει έλλειψη ποικιλίας, σε προϊόντα όλων των ειδών: τρόφιμα, συσκευές, ρούχα…» λέει η Μαρία, 28 ετών, εκπαιδευτικός στις Ροβιές Ευβοίας, και η Γεωργία τη συμπληρώνει «ως γυναίκα, από την Αθήνα νοσταλγούσα τις τεράστιες ευκαιρίες αγορών όταν ήμουν στην Καλαμάτα. Στην επαρχία υπάρχει ένας μικρός περιορισμός στην αγορά».

«Η ελευθερία κινήσεων, ο πλούτος κάθε τύπου δραστηριοτήτων, η ανεξάντλητη περιήγηση μιας πόλης που δεν κοιμάται ποτέ» είναι πράγματα που ζηλεύει η Δήμητρα, 23 ετών (φωτό, δεξιά) στην Αθήνα. Η Δήμητρα σπουδάζει στη Λάρισα, όπου και γεννήθηκε. Μαζί της συμφωνεί και ο συνομήλικος της Βασίλης, φοιτητής στο Αγρίνιο: «αν εξαιρέσεις τις επιλογές για βραδινές εξόδους, που βέβαια έχουν βελτιωθεί τα τελευταία χρόνια, το Αγρίνιο δεν έχει κάτι να ζηλέψει από τις μεγαλύτερες πόλεις». Ο Χρήστος λέει ότι στην Καρδίτσα του λείπει «ο πλουραλισμός στη διασκέδαση. Τρως ό,τι σου σερβίρουν και διανύεις απόσταση 120 χιλιομέτρων πήγαινε-έλα για να δεις μια συναυλία του Θανάση Παπακωνσταντίνου».

Κι αν πιστεύετε πως το… εθνικό σπορ της επαρχίας έχει εκλείψει στις αρχές του 21ου αιώνα, η Δήμητρα θα σας διαψεύσει. «Το τι θα πει η γειτονιά είναι μάλλον η σημαντικότερη από τις καθημερινές δυσκολίες» λέει, κι ο Χρήστος συμπληρώνει «η νοοτροπία χωριού που επικρατεί και θα συνεχίσει να επικρατεί σημαίνει ότι κουτσομπολιό και μισαλλοδοξία είναι στην ημερήσια διάταξη. Εδώ ό,τι και να κάνεις έχεις ονοματεπώνυμο. Στις μεγαλουπόλεις χάνεσαι στην ανωνυμία».

Τέλος, η Μαρία, που είναι και η μόνη της παρέας που ζει σε χωριό, τις Ροβιές της Εύβοιας, αναφέρει πρώτα απ’ όλα ως πρόβλημα την έλλειψη ιατρικής περίθαλψης.

(Δεν) πάμε για άλλες πολιτείες;
Η Γεωργία (φωτό, αριστερά) έφυγε ήδη από την Καλαμάτα για να αναζητήσει δουλειά στην Αθήνα. «σκοπεύω όμως να τα καταφέρω και να επιστρέψω στην αγαπημένη μου επαρχιακή πόλη, κι αν όχι σε αυτή τη συγκεκριμένη, οπουδήποτε μακριά από την Αθήνα» λέει χαρακτηριστικά. Η Δήμητρα, από την άλλη, το σκέφτεται. «Από τη μία η ασφάλεια που σου χαρίζει ο συνηθισμένος τρόπος ζωής και από την άλλη η γοητεία του καινούργιου» εξηγεί. «Θα ρίσκαρα να χάσω τη σιγουριά, για λόγους εύρεσης εργασίας γιατί εδώ στην επαρχία τα πράγματα είναι λίγο πιο δύσκολα, αλλά και για να γνωρίσω νέους ανθρώπους, διαφορετικές συμπεριφορές και τρόπο ζωής» καταλήγει χαμογελώντας.

Για τους υπόλοιπους, ειδικά για όσους έχουν ήδη δουλειά στην επαρχία, δεν τίθεται θέμα. «Εκτός απροόπτου κι εξαιρετικού λόγου, δεν σκοπεύω να φύγω» λέει η Μαρίνα. «Έχω όλους τους δικούς μου εδώ και για τη δουλειά μου ενδείκνυται η παραμονή. Άλλωστε, δε μου αρέσουν οι αγωνιώδεις ρυθμοί και απαιτήσεις των μεγάλων πόλεων». «Δεν σκοπεύω να φύγω από την πόλη μου, γιατί εδώ μπορώ να ζω ήρεμα, ανθρώπινα και ποιοτικά» συμπληρώνει η Έλενα, ενώ ο Χρήστος καταλήγει ότι «είναι δύσκολο για κάποιον που έφτασε σε αυτή την ηλικία, και που έχει οικογένεια να αλλάξει τους ρυθμούς του».

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v