Δουλειά στο εξωτερικό: Εμπειρίες δέκα Ελλήνων
Η «γενιά των 700 ευρώ» αφού σπούδασε, απογοητεύτηκε, φώναξε για το δίκιο της, τώρα τα μαζεύει και φεύγει. Δέκα εκπρόσωποί της, που έκαναν ήδη το μεγάλο βήμα, εξηγούν... τι υπάρχει εκεί έξω –εκτός από την αλήθεια ενός καλύτερου μέλλοντος.

«Ήθελα να βρω μια δουλειά με καλό μισθό και νορμάλ ωράρια, κάπου όπου θα αναγνωρίζονταν οι γνώσεις μου και όχι το πολιτικό μέσο» λέει η Ζωή, 26 ετών (φωτό, αριστερά) που εργάζεται εδώ και δύο χρόνια ως lobbyist και μεταφράστρια στις Βρυξέλλες. Αν διαβάζοντας αυτές τις δύο γραμμές σκεφτήκατε ότι η Ζωή ζητούσε πολλά, συγχαρητήρια, έχετε καταφέρει να αποδεχτείτε την ελληνική εργασιακή πραγματικότητα ως μη αναστρέψιμη παγκόσμια συνθήκη. Δεν είναι. «Ο ελληνικός τρόπος ζωής, ο υπερκαταναλωτισμός, οι φρενήρεις ρυθμοί, ο εξευτελισμός του πολιτικού συστήματος, η υποτίμηση της νοημοσύνης μας, η αναξιοκρατία ήταν επίσης από τους βασικούς λόγους για τους οποίους αποφάσισα να φύγω» προσθέτει η Ζωή.
Κάποιοι, μάλιστα, δεν έψαξαν καν: «Παρακολουθούσα ένα master δημοσιογραφίας και παράλληλα κάναμε πρακτική σε ραδιόφωνο, τηλεόραση και εφημερίδα. Αν και ήμουν ο μοναδικός ξένος απ’ όλο μου το τμήμα, μου πρότειναν να εργασθώ μαζί τους μετά το πέρας του master» αναφέρει ο Νίκος, 27 ετών (φωτό, αριστερά) που έμεινε επτά χρόνια στη Ρώμη, εκ των οποίων τα τέσσερα τελευταία εργαζόταν ως δημοσιογράφος. «Η πρακτική άσκηση ήταν υποχρεωτική για το μεταπτυχιακό τμήμα που παρακολουθούσα. Μετά το πέρας του εξαμήνου, απλά άλλαξε όνομα: εξελίχθηκε σε εργασία» λέει η Ράνια. Τόσο απλά. Η Ελίνα, 32 ετών, που εργάζεται ως δικηγόρος στο Λονδίνο, βρέθηκε, όπως λέει, εκεί πριν από έξι χρόνια, «με υποτροφία από το Βρετανικό Συμβούλιο για νέους δικηγόρους, η οποία περιλάμβανε και άσκηση σε κάποια δικηγορική εταιρεία».
Ο μόνος που έψαχνε επί έξι μήνες –που και πάλι φαίνεται ελάχιστο, αν συγκριθεί με τα χρόνια αναζήτησης της ελληνικής πραγματικότητας– είναι ο Ανδρέας, 31 ετών (φωτό, δεξιά) που ζει και εργάζεται τα τελευταία επτά χρόνια στο Λονδίνο και το Χονγκ Κονγκ. «Βρήκα δουλειά δύσκολα, ψάχνοντας μέσω διαδικτύου, αγγελιών, γραφείων εύρεσης εργασίας, μετά από αναζήτηση 6 μηνών και εργασίας part-time» εξηγεί ο ίδιος, δηλώνοντας πολύ ικανοποιημένος από την ζωή και τον μισθό του στο Χονγκ Κονγκ. Το καλό πράγμα αργεί να γίνει.
«Η ασφάλεια υγείας είναι υποχρεωτική και μόνο ιδιωτική στην Ολλανδία, άρα πρέπει να την πληρώνω από τον μισθό μου. Τα ωράρια είναι σχετικά φυσιολογικά, αλλά οι υπερωρίες δεν πληρώνονται. Προστίθενται, όμως, σε μέρες άδειας» λέει η Μαρία, 29 ετών, καλλιτέχνης (φωτό, αριστερά) που ζει τα τελευταία τέσσερα χρόνια στο Άμστερνταμ. Η Φιλία έχει επίσης παράπονα από το Λονδίνο: «Το μετρό είναι πανάκριβο χωρίς ανάλογο αντίκρισμα: η υπηρεσία τραγική, γεμάτη καθυστερήσεις, τρένα που βράζουν το καλοκαίρι, ποντικάκια που κάνουν βόλτα στις πλατφόρμες και τσίχλες κολλημένες στα παμπάλαια καθίσματα. Και το αγγλικό δημόσιο μπορεί άνετα να συναγωνιστεί το ελληνικό όσον αφορά τη γραφειοκρατία, τις καθυστερήσεις και αυτήν την μοναδική επιθυμία που σου δημιουργεί να χειροδικήσεις».
«Τελικά η αγάπη μου για την Ελλάδα και η νοσταλγία για την οικογένειά μου και τους φίλους μου ήταν μεγαλύτερη από την αγάπη μου για την Ιταλία. Πάντως δεν αποκλείω κάποια στιγμή να ξαναφύγω αν εμφανιστεί κάποια πραγματικά καλή πρόταση» λέει ο Νίκος, που γύρισε μετά από εφτά χρόνια στη Ρώμη. Ο Αρτέμης (φωτό, δεξιά) που έχει τις λιγότερες πιθανότητες απ’ όλους να πραγματοποιήσει τα επαγγελματικά του όνειρα στην Ελλάδα ως ερευνητής φυσικός, λέει, παρ’ όλα αυτά ότι θα επέστρεφε «σίγουρα. Αν έβλεπα έστω και μια αλλαγή στην νοοτροπία των συμπολιτών μου, μία στροφή προς την κριτική σκέψη και την κατά κεφαλή καλλιέργεια». 


