Δουλειά στο εξωτερικό: Εμπειρίες δέκα Ελλήνων

Η «γενιά των 700 ευρώ» αφού σπούδασε, απογοητεύτηκε, φώναξε για το δίκιο της, τώρα τα μαζεύει και φεύγει. Δέκα εκπρόσωποί της, που έκαναν ήδη το μεγάλο βήμα, εξηγούν... τι υπάρχει εκεί έξω –εκτός από την αλήθεια ενός καλύτερου μέλλοντος.
Δουλειά στο εξωτερικό: Εμπειρίες δέκα Ελλήνων
της Ηρώς Κουνάδη

Πτυχίο, μεταπτυχιακό, ενίοτε και διδακτορικό. Δεύτερη, τρίτη, τέταρτη ξένη γλώσσα. Υπολογιστές, διπλώματα, πιστοποιητικά, εγκυκλοπαιδικές γνώσεις επί παντός επιστητού. Και η ανεργία στο 12%. Ξυπνάς μια μέρα, εκεί προς το τέλος της τρίτης δεκαετίας της ζωής σου, και σου λένε –οι ειλικρινείς– ότι δεν μπορούν να σε απορροφήσουν, εκτός εάν δε σε πειράζει να αμειφθείς σαν να τελείωσες μόλις το Λύκειο και –οι υπόλοιποι– ότι συγχαρητήρια, είσαι ο άνθρωπος που έψαχναν, ξεκινάς αύριο και βλέπουμε, γιατί οι καιροί είναι δύσκολοι, αλλά κάτι θα κάνουμε.

Ξαναξυπνάς δυο χρόνια αργότερα, και ο λογαριασμός στην τράπεζα έχει μέσα 800 ευρώ. Όχι επειδή έφαγες τα υπόλοιπα, αλλά επειδή αυτά είναι όλα. Και να λες κι ευχαριστώ, σου υπενθυμίζουν οι πάντες με την πρώτη ευκαιρία, γιατί άλλοι παίρνουν 500€, άλλοι δουλεύουν απλήρωτοι κι άλλοι είναι χρόνια άνεργοι. Τα μαζεύεις να φύγεις, ή δεν τα μαζεύεις;

Πού πας με τόσα πτυχία;
«Ήθελα να βρω μια δουλειά με καλό μισθό και νορμάλ ωράρια, κάπου όπου θα αναγνωρίζονταν οι γνώσεις μου και όχι το πολιτικό μέσο» λέει η Ζωή, 26 ετών (φωτό, αριστερά) που εργάζεται εδώ και δύο χρόνια ως lobbyist και μεταφράστρια στις Βρυξέλλες. Αν διαβάζοντας αυτές τις δύο γραμμές σκεφτήκατε ότι η Ζωή ζητούσε πολλά, συγχαρητήρια, έχετε καταφέρει να αποδεχτείτε την ελληνική εργασιακή πραγματικότητα ως μη αναστρέψιμη παγκόσμια συνθήκη. Δεν είναι. «Ο ελληνικός τρόπος ζωής, ο υπερκαταναλωτισμός, οι φρενήρεις ρυθμοί, ο εξευτελισμός του πολιτικού συστήματος, η υποτίμηση της νοημοσύνης μας, η αναξιοκρατία ήταν επίσης από τους βασικούς λόγους για τους οποίους αποφάσισα να φύγω» προσθέτει η Ζωή.

«Όταν ολοκλήρωσα τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στο Τμήμα Επιστημών της Θάλασσας του Πανεπιστημίου Αιγαίου, αποφάσισα πως ήθελα ξεκινήσω το διδακτορικό μου» λέει η Ιωάννα, 26 ετών, που ζει εδώ και τρία χρόνια στο Ελσίνκι της Φιλανδίας. «Έφυγα από την Ελλάδα γιατί δεν είχα τη δυνατότητα να ασχοληθώ με το αντικείμενο που επιθυμούσα, τις γεωφυσικές σπουδές σε θάλασσες με παγοκάλυψη. Ακόμη, όμως, και αν έβρισκα μία θέση διδακτορικού σε ένα διαφορετικό αντικείμενο στην Ελλάδα, δεν θα μπορούσα να την υποστηρίξω οικονομικά χωρίς παράλληλη εξωπανεπιστημιακή εργασία», προσθέτει, δηλώνοντας πολύ ικανοποιημένη από τον μισθό που της εξασφαλίζει η υποτροφία του διδακτορικού της.

Η Ράνια, 28 ετών, που δούλεψε για τρία χρόνια στο Παρίσι, συμφωνεί ότι ο βασικότερος λόγος για να αναζητήσει δουλειά στο εξωτερικό, ήταν για εκείνη η επιθυμία να κάνει καριέρα σε μια χώρα ανεπτυγμένη στον τομέα που την ενδιέφερε: τις πολιτικές επιστήμες, το marketing και τη διαχείριση μη κυβερνητικών οργανισμών. Ο Αρτέμης, 28 ετών, που έζησε πέντε χρόνια στην Νέα Υόρκη, και τώρα ετοιμάζει βαλίτσες για Στρασβούργο, για να συμμετέχει στα πειράματα του CERN, εξηγεί ότι «λόγω της φύσης των σπουδών μου (Πειραματική Φυσική) επιθυμούσα να λάβω μέρος στη παγκόσμια κοινότητα ερευνητών», χωρίς να προσθέτει ότι κάτι τέτοιο δεν θα ήταν εφικτό αν έμενε στην Ελλάδα. Εννοείται, μάλλον.

Κάθε αρχή και εύκολη
Ως γνήσιοι εκπρόσωποι μιας γενιάς που πρωτοσυζήτησε για ανεργία πολύ πριν αρθρώσει τη λέξη «πτυχίο», εκπλαγήκαμε πρωτίστως με το γεγονός ότι εννέα στους δέκα συμμετέχοντες στην έρευνά μας δεν χρειάστηκε να ψάξουν περισσότερο από ένα μήνα για να βρει δουλειά.

Κάποιοι, μάλιστα, δεν έψαξαν καν: «Παρακολουθούσα ένα master δημοσιογραφίας και παράλληλα κάναμε πρακτική σε ραδιόφωνο, τηλεόραση και εφημερίδα. Αν και ήμουν ο μοναδικός ξένος απ’ όλο μου το τμήμα, μου πρότειναν να εργασθώ μαζί τους μετά το πέρας του master» αναφέρει ο Νίκος, 27 ετών (φωτό, αριστερά) που έμεινε επτά χρόνια στη Ρώμη, εκ των οποίων τα τέσσερα τελευταία εργαζόταν ως δημοσιογράφος. «Η πρακτική άσκηση ήταν υποχρεωτική για το μεταπτυχιακό τμήμα που παρακολουθούσα. Μετά το πέρας του εξαμήνου, απλά άλλαξε όνομα: εξελίχθηκε σε εργασία» λέει η Ράνια. Τόσο απλά. Η Ελίνα, 32 ετών, που εργάζεται ως δικηγόρος στο Λονδίνο, βρέθηκε, όπως λέει, εκεί πριν από έξι χρόνια, «με υποτροφία από το Βρετανικό Συμβούλιο για νέους δικηγόρους, η οποία περιλάμβανε και άσκηση σε κάποια δικηγορική εταιρεία».

Η Ζωή αναζήτησε δουλειά στις Βρυξέλλες χωρίς να φύγει από την Ελλάδα, και τη βρήκε, όπως σημειώνει, «πολύ εύκολα. Έψαξα σε ευρωπαϊκές ιστοσελίδες που επικεντρώνονται μόνο στην αγορά εργασίας των Βρυξελλών (π.χ. EurActiv, Public Affairs Links), καθώς και στις ίδιες τις ιστοσελίδες εταιρειών lobbying, ΜΚΟ και φυσικά της ΕΕ (EPSO). Συμμετείχα, επίσης, σε virtual job fairs: εκθέσεις εύρεσης εργασίας στο διαδίκτυο, όπου περνάς συνεντεύξεις από το σπίτι σου μέσω chat με τις εταιρείες που έχουν εικονικό πάγκο και που σε ενδιαφέρουν. Το διαδίκτυο είναι ο πιο εύκολος τρόπος. Από το ένα link στο άλλο και τελικά κάτι βρίσκεις» καταλήγει. Ο Αρτέμης, η Ιωάννα και η Εύα, η οποία δούλευε ως data analyst στο Λονδίνο όταν ήταν μόλις 24 ετών, βρήκαν επίσης τη δουλειά των ονείρων τους ψάχνοντας στο internet. «Είναι πολύ σύνηθες να πηγαίνεις σε κάποιον agent ή recruiting office να σου βρει δουλειά, αλλά γενικά οι αγγελίες στο internet είναι πολλές για πρώτη φάση. Ήμουν τυχερή και βρήκα στην δεύτερη συνέντευξη που πήγα» εξηγεί η Εύα.

Ο μόνος που έψαχνε επί έξι μήνες –που και πάλι φαίνεται ελάχιστο, αν συγκριθεί με τα χρόνια αναζήτησης της ελληνικής πραγματικότητας– είναι ο Ανδρέας, 31 ετών (φωτό, δεξιά) που ζει και εργάζεται τα τελευταία επτά χρόνια στο Λονδίνο και το Χονγκ Κονγκ. «Βρήκα δουλειά δύσκολα, ψάχνοντας μέσω διαδικτύου, αγγελιών, γραφείων εύρεσης εργασίας, μετά από αναζήτηση 6 μηνών και εργασίας part-time» εξηγεί ο ίδιος, δηλώνοντας πολύ ικανοποιημένος από την ζωή και τον μισθό του στο Χονγκ Κονγκ. Το καλό πράγμα αργεί να γίνει.

Ζηλεύουμε
Τους μισθούς, τα ωράρια, την κοινωνική ασφάλιση, τις ημέρες άδειας… Να συνεχίσουμε; Η Ιωάννα μετρά έξι εβδομάδες τον χρόνο κανονική άδεια –χωρίς τις αργίες– από το φιλανδικό πανεπιστήμιο στο οποίο δουλεύει, και δεν είναι μόνο αυτό: «Ο μισθός εξασφαλίζει στους Φιλανδούς κάτι παραπάνω από μια αξιοπρεπή καθημερινότητα» λέει, και συνεχίζει, «στη δική μου περίπτωση, όπου ο μισθός προέρχεται από υποτροφία, υπάρχουν ελεύθερες ημέρες εργασίας. Μπορώ δηλαδή, να κατανέμω το ωράριο μου όπως θέλω και να εργάζομαι από όπου επιθυμώ, αρκεί να βρίσκομαι εντός χρονικού ορίου όσον αφορά τα παραδοτέα. Τα χρονικά όρια αποφασίζονται από εμένα και τον υπεύθυνο καθηγητή μου».

Η Ζωή στις Βρυξέλλες δικαιούται το κλασικό για τα ελληνικά δεδομένα 24ήμερο της άδειας, με μία διαφορά: ότι η εταιρεία της παραμένει κλειστή κατά τις διακοπές των Χριστουγέννων, οι οποίες, φυσικά, δεν συμψηφίζονται με την κανονική άδειά της. Θέλετε να ακούσετε και το καλύτερο; «Το επίσημο ωράριο είναι 8 ώρες, συν μια ώρα διάλειμμα για φαγητό. Συνήθως όμως, εξαρτάται από τον φόρτο εργασίας. Αν κάποιο θέμα επείγει, μπορεί να μείνεις και μέχρι τις 21:00 ή 22:00 το βράδυ. Επίσης, πολλές φορές οφείλω να παρίσταμαι σε επίσημες επιχειρηματικές εξόδους, debates ή δείπνα. Ο χρόνος και ο κόπος, όμως, ανταμείβεται με επιπλέον μέρες άδειας ή λιγότερες ώρες εργασίας την επομένη». «Η κοινωνική ασφάλιση είναι πολύ καλή, δεδομένου ότι οι κρατήσεις αγγίζουν και το 50% του μισθού. Αν φοροδιαφεύγεις, μην απαιτείς να έχεις και κοινωνικό κράτος με πολυτελή νοσοκομεία. Όλα συνδέονται και αλληλεξαρτώνται» καταλήγει η Ζωή.

Σχεδόν όλοι δηλώνουν αρκετά έως πολύ ικανοποιημένοι με τον μισθό τους, σε σχέση με το κόστος ζωής στην πόλη τους. «Το κόστος ζωής, αν εξαιρέσουμε τα ενοίκια που είναι πολύ ακριβά, είναι πολύ χαμηλότερο από εκείνο της Αθήνας» λέει η Λίζα, 27 ετών, που ζει εδώ και τρία χρόνια στη Βαρκελώνη, ενώ ο Αρτέμης μας εκπλήσσει, επισημαίνοντας το ίδιο και για τη Νέα Υόρκη: «Το κόστος των καθημερινών εξόδων είναι πολύ μικρότερο από το αντίστοιχο της πατρίδας» αναφέρει χαρακτηριστικά. «Το κόστος ζωής είναι σίγουρα πολύ υψηλό. Τα πάντα είναι πιο ακριβά, όμως υπάρχει καλύτερη οργάνωση και καλύτερες παροχές. Κι αυτό το διαμορφώνουμε εμείς. Το ενοίκιό μας, για παράδειγμα, είναι τρεις με τέσσερις φορές ο βασικός μισθός στην Ελλάδα, όμως αυτό είναι επιλογή μας» λέει η Φιλία, 30 ετών, που ζει εδώ και τέσσερα χρόνια στο Λονδίνο, μαζί με τον επίσης Έλληνα φίλο της, και εργάζεται σε επενδυτική τράπεζα.

Μην υπερβάλλουμε κιόλας
«Η ασφάλεια υγείας είναι υποχρεωτική και μόνο ιδιωτική στην Ολλανδία, άρα πρέπει να την πληρώνω από τον μισθό μου. Τα ωράρια είναι σχετικά φυσιολογικά, αλλά οι υπερωρίες δεν πληρώνονται. Προστίθενται, όμως, σε μέρες άδειας» λέει η Μαρία, 29 ετών, καλλιτέχνης (φωτό, αριστερά) που ζει τα τελευταία τέσσερα χρόνια στο Άμστερνταμ. Η Φιλία έχει επίσης παράπονα από το Λονδίνο: «Το μετρό είναι πανάκριβο χωρίς ανάλογο αντίκρισμα: η υπηρεσία τραγική, γεμάτη καθυστερήσεις, τρένα που βράζουν το καλοκαίρι, ποντικάκια που κάνουν βόλτα στις πλατφόρμες και τσίχλες κολλημένες στα παμπάλαια καθίσματα. Και το αγγλικό δημόσιο μπορεί άνετα να συναγωνιστεί το ελληνικό όσον αφορά τη γραφειοκρατία, τις καθυστερήσεις και αυτήν την μοναδική επιθυμία που σου δημιουργεί να χειροδικήσεις».

«Ο μισθός μου ήταν 1200 ευρώ» λέει ο Νίκος, δημοσιογράφος επί τέσσερα χρόνια στη Ρώμη. «Μπορεί εδώ να φαίνονται πολλά –και είναι– αλλά το πρόβλημα με την Ρώμη και γενικότερα με τις μεγάλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες είναι ότι έχουν υψηλά ενοίκια, τα οποία στην περίπτωσή μου δεν έπεφταν κάτω από τα 700 ευρώ, ακόμα και για γκαρσονιέρες. Όπως καταλαβαίνετε δεν με έφταναν στο τέλος του μήνα για να ζω ανεξάρτητα». Σε αυτό συμφωνεί και η Ράνια: «Το Παρίσι έχει πανάκριβα ενοίκια και υψηλούς λογαριασμούς» λέει.

Μην μιλάς, παιδί μου, σε αγνώστους
Όλα καλά κι ωραία στον εργασιακό τομέα. Να είναι, άραγε, έτσι και η καθημερινότητα; Δεν είναι δύσκολο να ενσωματωθείς σε μια ολοκαίνουρια κουλτούρα, και να κάνεις φίλους από το μηδέν –και μάλιστα μιλώντας μια άλλη γλώσσα; «Καθόλου» σπεύδει να μας επισημάνει η Ζωή, με την άνεση που της εξασφαλίζουν οι έξι (!) γλώσσες που μιλά με τους νέους φίλους της στις Βρυξέλλες. «Όλα εξαρτήθηκαν από εμένα και τη δική μου στάση απέναντι στον εγχώριο πληθυσμό» εξηγεί. «Από τη στιγμή που προτίμησα να ξανοιχτώ σε ξένες παρέες και να σεβαστώ τις συνήθειές τους, όλα ήρθαν πολύ εύκολα. Μιλάω μόνο τη γλώσσα τους (μου μένει ακόμα να μάθω τη δεύτερη επίσημη γλώσσα της χώρας, τα φλαμανδικά) και δεν απαιτώ από τους Βέλγους να μου απαντήσουν στα αγγλικά, επειδή έτσι με βολεύει. Ξέρω ότι η ελληνική κουζίνα εκτιμάται ιδιαίτερα στο εξωτερικό, οπότε με δυο-τρία τραπέζια με ελληνικές λιχουδιές και άφθονο κρασί έφερα πολύ κόσμο πιο κοντά μου».

«Οφείλει ο καθένας μας να κατανοήσει ότι είμαστε φιλοξενούμενοι μιας άλλης χώρας και συνεπώς δεν μπορούμε να συμπεριφερόμαστε με τον ίδιο τρόπο που συμπεριφερόμαστε στη δική μας χώρα. Επέλεξα να έρθω εδώ. Με ανάγκασαν ίσως οι συνθήκες, αλλά όχι οι Βέλγοι. Συνεπώς είναι δική μου ευθύνη και υποχρέωση να προσαρμοστώ και να σταματήσω να συγκρίνω τα πάντα και τους πάντες με την Ελλάδα. Αυτό δεν απαιτούμε στο κάτω-κάτω κι εμείς από τους μετανάστες στην Ελλάδα;» καταλήγει.

Στο ίδιο πνεύμα, η Ράνια λέει ότι ενσωματώθηκε στην κουλτούρα των Γάλλων και κοινωνικοποιήθηκε «πολύ εύκολα. Ήταν κουλτούρα που ήδη θαύμαζα και αυτό μάλλον έβγαινε προς τα έξω και εκτιμήθηκε πολύ». Κανένα πρόβλημα δεν αντιμετώπισε ούτε ο Νίκος: «γενικά με τους Ιταλούς όπως λέμε είμαστε Una faccia una razza, οπότε καταλαβαίνετε με τι ανθρώπους είχα να κάνω».

Η Μαρία από το Άμστερνταμ λέει ότι, στη δική της περίπτωση, ήταν «ευκολότερο να κοινωνικοποιηθεί με τους υπόλοιπους ξένους, δύσκολο, όμως, με τους Ολλανδούς». Σε παρόμοιο τόνο, η Λίζα επισημαίνει ότι «η καταλανική κουλτούρα είναι αρκετά κλειστή και δεν επιτρέπει τη γρήγορη ενσωμάτωση. Από την άλλη πλευρά, ο τρόπος ζωής που είναι αρκετά εύκολος και η πληθώρα ατόμων από άλλες περιοχές της Ισπανίας και της Ευρώπης διευκολύνει πολύ ώστε να νιώσει κανείς μέρος της πόλης».

Αν, όμως, κάποιος θα περιμέναμε να παραπονιέται για «κλειστή» κουλτούρα, αυτή είναι η Ιωάννα, η οποία μας διαψεύδει πανηγυρικά. «Βοήθησε το γεγονός ότι είμαι αρκετά κοινωνική από τη φύση μου και ένα μεγάλο κομμάτι της προσέγγισης γινόταν από μέρους μου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να διευρύνω έναν κύκλο κοινωνικών επαφών με Φινλανδούς, ποσοτικά όχι μεγάλο, ποιοτικά όμως αρκετά. Όσο για την ενσωμάτωση θεωρώ πως η γνώση της φιλανδικής γλώσσας αποτελεί μεγάλο πλεονέκτημα (παρότι μπορείς να επικοινωνήσεις στα αγγλικά σχεδόν με τον καθένα) αλλά δυστυχώς δεν έχω κάνει προσπάθειες να τη μάθω. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως δε νιώθω ενσωματωμένη. Θεωρώ όμως πως έτσι θα ένιωθα πολύ περισσότερο».

Η νέα (πόλη) είναι ωραία
«Τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν οι υπηρεσίες» απαντούν ομόφωνα όλοι όταν τους ρωτάμε τι αγαπάνε περισσότερο στη νέα τους πόλη
. «Βέβαια Ιταλία είμαστε όχι Σουηδία, αλλά και πάλι είναι καλύτερα από την Ελλάδα» επισημαίνει ο Νίκος. Τα οικονομικά ταξίδια στις γύρω χώρες –τα οποία μπορείς να κάνεις όχι μόνο με αεροπλάνο αλλά και με γρήγορα τραίνα, όπως επισημαίνουν η Εύα και η Ζωή– έρχονται στο νούμερο δύο των δημοφιλέστερων απαντήσεων. Ακολουθεί ο κοσμοπολιτισμός και οι ευκαιρίες συναναστροφής με πολλές διαφορετικές εθνικότητες και τις κουλτούρες τους.

«Τη νοοτροπία εργασίας, την αξιοκρατία, το ενδιαφέρον του κόσμου για τα κοινά, την ευγένεια και το σεβασμό προς τον συμπολίτη, την αρχιτεκτονική, την κουζίνα, τον τρόπο που φλερτάρει το άλλο φύλο» προσθέτει στην ήδη μεγάλη λίστα η Ράνια. «Την ποιότητα ζωής» αγαπά περισσότερο η Λίζα στη Βαρκελώνη, όπου «οι κάτοικοι προσέχουν και σέβονται την πόλη τους». «Τον σεβασμό στη φύση και τη δυνατότητα να αποτελεί κομμάτι της καθημερινότητας μας χωρίς να ψάχνουμε να τη βρούμε, την ηρεμία, την αίσθηση ασφάλειας, τις κρατικές παροχές και ευκαιρίες χωρίς φυλετικές διακρίσεις» επαυξάνει η Ιωάννα. «Το ότι εδώ αξία έχεις εσύ ως άτομο και όχι η μάρκα ρούχων που φοράς ή τα αυτοκίνητα που έχεις και τα λεφτά που βγάζεις» λέει η Ζωή. «Όλες τις τρέλες που κάνεις σε μία ξένη χώρα γιατί απλά είσαι πιο ελεύθερος» κλείνει εύστοχα την συζήτηση η Εύα.

Η μαμά (όμως είναι στην) πατρίδα
Ο ήλιος, η θάλασσα, η οικογένεια και οι φίλοι λείπουν σε όλους. Το περιμέναμε. Κάτι άλλο;
«Η ευκολότερη κοινωνικοποίηση και κάποιες φορές η αίσθηση αναρχίας, με την έννοια της μη αυτόματης υπακοής σε οτιδήποτε μας επιβληθεί» λέει η Ιωάννα. «Το αυτοκίνητό μου», χαμογελά η Εύα. «Ο Ολυμπιακός» απαντά στο ίδιο πνεύμα ο Ανδρέας. «Το γέλιο σε δημόσιους χώρους και γενικά οι εκδηλωτικοί άνθρωποι, τα σουβλάκια, τα μπαράκια που κλείνουν το πρωί» προσθέτει η Ράνια. «Η μεγάλη χαοτική Αθήνα» θα μπορούσε να πει μόνο κάποιος που ζει σε μικρότερη πόλη –κι αυτή είναι η Μαρία από το Άμστερνταμ.

«Απολαμβάνουμε καλύτερη ποιότητα ζωής από πλευράς ανέσεων, οργάνωσης, καθαριότητας, βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων που αναγνωρίζονται και προστατεύονται, ευκαιριών για θέατρο, συναυλίες, ταξίδια και να πίνεις καφέ δίπλα στην Annie Lennox και τον Collin Farrel. Είμαστε, όμως, πάντα Έλληνες και μας λείπει η χώρα μας. Τις Κυριακές μαγειρεύουμε γεμιστά και τα καλοκαίρια επιστρέφουμε στα ελληνικά νησιά» λέει η Φιλία.

Επιστροφές – καταστροφές
Κάποιοι επέστρεψαν και ετοιμάζονται να ξαναφύγουν, κάποιοι ήρθαν για να μείνουν και κάποιοι είναι ακόμα… εκεί έξω και δεν το κουνάνε ρούπι. «Αν δεν αλλάξει η απελπιστική κατάσταση στην Ελλάδα και δε βγει ο Έλληνας από αυτήν την κρίση πιο σοφός, σίγουρα δε θα βάλω τα χεράκια μου να βγάλω τα ματάκια μου. Πάντα ήμουν αντίθετη προς τα βίσματα και τις «γνωριμίες» και οτιδήποτε σχετικό. Κι επειδή, δυστυχώς, μόνο έτσι λειτουργούν τα πράγματα εδώ και εκατονταετίες, δε θέλω να αποτελώ μέλος αυτού του συστήματος. ΑΝ προσληφθώ αξιοκρατικά, ΑΝ ο μισθός μου ανταποκρίνεται στον κόπο και τα λεφτά που επένδυσα για να μάθω ό,τι έμαθα και να γίνω αυτή που είμαι, ΑΝ ο Έλληνας εντοπίσει την ουσία του πράγματος: είμαστε εις το «εμείς» κι όχι εις το «εγώ», όπως είπε πολύ σοφά ο Μακρυγιάννης, τότε ευχαρίστως να επιστρέψω. Διαφορετικά… όταν συνταξιοδοτηθώ» λέει η Ζωή.

«Ίσως να επέστρεφα κάποια στιγμή» εμφανίζεται σκεπτική η Ιωάννα. «Η απόφαση θα εξαρτιόταν από τις προτεραιότητες οι οποίες ανά χρονικές περιόδους αναθεωρούνται. Αυτή την περίοδο προτεραιότητα είναι η ισορροπημένη καθημερινότητα και η αίσθηση ότι στον απολογισμό της νιώθεις πως έζησες ποιοτικό χρόνο σε πολλά επίπεδα». Για «σοβαρούς οικογενειακούς ή προσωπικούς λόγους και μόνο» συμφωνούν ότι θα επέστρεφαν όσοι εκ των υπολοίπων δεν το έχουν κάνει. «Ο βασικός λόγος θα ήταν για να μεγαλώσω οικογένεια σε οικείο περιβάλλον. Αν, βέβαια, έβρισκα επαγγελματικές ευκαιρίες ανάλογες με αυτές που υφίστανται στο εξωτερικό και κοινωνική ισορροπία» λέει ο Ανδρέας.

Η Εύα, που επέστρεψε μετά από δύο χρόνια στο Λονδίνο, εξηγεί τους λόγους της: «Συνολικά ήμουν αρκετά ευχαριστημένη από την ζωή στο εξωτερικό. Αλλά πάντα νιώθεις ότι είναι μία προσωρινή κατάσταση, και σου λείπουν πολλά πράγματα από την Ελλάδα. Νομίζω ότι εκτίμησα περισσότερο την ζωή μου εκεί γυρνώντας, και βλέποντας πώς λειτουργούν τα πράγματα στην Ελλάδα. Επέστρεψα γιατί είχα προσφορά για δουλειά από μία από τις μεγαλύτερες συμβουλευτικές εταιρίες του κόσμου σε θέση ακριβώς του αντικειμένου των σπουδών μου. Ήταν ένα βήμα παραπέρα η δουλειά εδώ, που δεν μπορούσα και δεν ήθελα να αρνηθώ. Το ποσό εύκολη απόφαση ήταν εξαρτάται από τι/ποιους αφήνεις πίσω σου ή σε τι/ποιους έρχεσαι».

«Τελικά η αγάπη μου για την Ελλάδα και η νοσταλγία για την οικογένειά μου και τους φίλους μου ήταν μεγαλύτερη από την αγάπη μου για την Ιταλία. Πάντως δεν αποκλείω κάποια στιγμή να ξαναφύγω αν εμφανιστεί κάποια πραγματικά καλή πρόταση» λέει ο Νίκος, που γύρισε μετά από εφτά χρόνια στη Ρώμη. Ο Αρτέμης (φωτό, δεξιά) που έχει τις λιγότερες πιθανότητες απ’ όλους να πραγματοποιήσει τα επαγγελματικά του όνειρα στην Ελλάδα ως ερευνητής φυσικός, λέει, παρ’ όλα αυτά ότι θα επέστρεφε «σίγουρα. Αν έβλεπα έστω και μια αλλαγή στην νοοτροπία των συμπολιτών μου, μία στροφή προς την κριτική σκέψη και την κατά κεφαλή καλλιέργεια».

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v