Γιατί θέλουμε τόσο πολύ να προβλέψουμε το μέλλον;

Ποια σκοτεινή ανάγκη μας σπρώχνει, στην εποχή της επιστήμης, να αναζητάμε προβλέψεις στα άστρα, τους καφέδες και τα όνειρα;
Γιατί θέλουμε τόσο πολύ να προβλέψουμε το μέλλον;

της Ηρώς Κουνάδη

Τρεις χιλιάδες χρόνια επιστημονικής προόδου, κι ακόμα συζητάμε αν το μέλλον μπορεί να προβλεφθεί. Θα ήταν παράλογο, αν δεν ήταν βαθύτατα ανθρώπινο.

Στα δύο δισεκατομμύρια δολάρια τον χρόνο εκτιμάται συνολικά η βιομηχανία της μελλοντολογίας, κι αυτό μόνο στις ΗΠΑ. Αν βιάστηκες να καγχάσεις για τους απατεώνες που τρώνε τα λεφτά του αφελή κοσμάκη, η Guardian έχει εδώ μια πολύ ωραία ιστορία για έναν 27χρονο Τούρκο στη Βρετανία, ο οποίος δικαιώθηκε πρόσφατα στο δικαστήριο για την υπόθεση μιας λοταρίας που κέρδισε μαζί με το αφεντικό του. Ο νεαρός είχε δει στον ύπνο του πως οι δυο τους μοιράζονταν λεφτά, και την επόμενη μέρα επέμενε να παίξουν μαζί EuroMillions, ένα αντίστοιχο Τζόκερ. Και όπως εύκολα μαντεύεις κατά πού το πάμε, όντως κέρδισαν: Ένα εκατομμύριο βρετανικές λίρες. Ο αφεντικός αρνιόταν να δώσει στον Οζκάν το μερίδιό του, το δικαστήριο όμως είχε άλλη γνώμη.

Κάτι τέτοιες ιστορίες είναι που δεν σ’ αφήνουν να αγιάσεις. Ακόμα και οι πιο πραγματιστές εξ ημών έχουν στιγμές που σκέφτονται «ρε γαμώτο, λες;», άσχετα που δεν θα το παραδέχονταν ποτέ και σε κανέναν. Γιατί, για κάθε ιστορία εξαπάτησης, υπάρχει και μία που μοιάζει πιστευτή −ή έστω ανεξήγητη− ακόμα και αν συνυπολογίσεις την ύπαρξη αυτού που λέμε γνωστική προκατάληψη, και είναι με απλά λόγια το να αναγνωρίζεις μοτίβα, «σημάδια» αν θέλεις που προϋπήρχαν, για γνώσεις που έχεις αποκτήσει εκ των υστέρων. Αυτό που λες «να το, και το ‘δα εγώ το όνειρο» −το οποίο όνειρο αν δεν είχε τελικά επαληθευτεί απλώς θα το είχες ξεχάσει.

Γιατί, όμως; Γιατί είναι τόσο επιτακτική η ανάγκη να μάθουμε τι θα γίνει λίγο παρακάτω; Η προφανής απάντηση είναι ότι ο φόβος είναι ένα από τα πιο ισχυρά μας ένστικτα. Και η αποτελεσματικότερη μέθοδος για να τον καλμάρουμε είναι η αίσθηση πως έχουμε τον έλεγχο της ζωής μας (εδώ το σύμπαν θα γελούσε δυνατά, αν ασχολιόταν έστω και λίγο μαζί μας).

Το εξηγεί πολύ ωραία ο David Ropeik στο Psychology Today. Φαντάσου, λέει, ότι οδηγείς με 120 χιλιόμετρα στην Εθνική, μια ηλιόλουστη μέρα. Εσύ και ο ανοιχτός δρόμος. Τώρα, φαντάσου ότι κλείνεις τα μάτια σου, χωρίς να πάρεις το πόδι από το γκάζι. Φαντάσου ότι συνεχίζεις έτσι, διακόσια μέτρα, πεντακόσια μέτρα, ένα χιλιόμετρο… Τρομακτικό; Κι όμως, ακριβώς έτσι ζούμε όλοι τη ζωή μας. Χωρίς να ξέρουμε τι βρίσκεται παρακάτω. Ούτε καν αν έχει στροφή ο δρόμος.

Πρέπει να είναι κανείς πολύ γενναίος για να συμφιλιωθεί με τη σκέψη ότι δεν μπορεί να ελέγξει τίποτα, γιατί ό,τι συμβαίνει είναι αποτέλεσμα μιας μεγάλης, άσπλαχνης, απόλυτης τυχαιότητας, πράγμα που σημαίνει ότι μερικές φορές κακά πράγματα συμβαίνουν σε καλούς ανθρώπους, οι οποίοι δεν έχουν απολύτως κανέναν τρόπο να προφυλαχτούν. Αν έχεις καταφέρει να το δεχτείς αυτό, συγχαρητήρια, λιγάκι σε ζηλεύουμε.

Υπάρχει, όμως, κι ένας ακόμα λόγος που οι άνθρωποι θέλουμε (ακόμα κι αν δεν το παραδεχόμαστε) να προβλέψουμε το μέλλον. Όπως εξηγεί αυτό το σούπερ ενδιαφέρον κομμάτι της Elif Batuman στους New York Times, αν σκεφτείς τι κοινό έχουν ας πούμε τα ζώδια και η χειρομαντεία, η απάντηση είναι μπροστά στα μάτια σου, κι ας μην την είχες σκεφτεί ποτέ: Το μέλλον είναι γραμμένο με κάποιον τρόπο μέσα μας, πάνω μας, στην ψυχή μας, στην παλάμη του χεριού μας. Άρα μαθαίνοντάς το, μαθαίνουμε ποιοι είμαστε. Τρεις χιλιάδες χρόνια τώρα αυτό ψάχνουμε. Μάρτυράς μας μια από τις παλαιότερες ανθρώπινες ιστορίες.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v