Αράχωβα: Μεταξύ ρόδου και ξίφους
Τόσο εύκολο να τη λατρέψεις, άλλο τόσο να τη μισήσεις. Μέχρι να ξαναπερπατήσεις τα λιθόκτιστα σοκάκια της, να ανέβεις τα διακόσια εξήντα σκαλιά της, να πιεις άλλη μία ζεστή σοκολάτα στο αγαπημένο σου café χαζεύοντας το χιόνι να πέφτει. Και να της τα συγχωρήσεις όλα.

Ονειρεύεσαι ότι την αντικρίζεις από την τελευταία στροφή του δρόμου καθώς πλησιάζεις με το αυτοκίνητο, σκαρφαλωμένη στην πλαγιά του λόφου, με τις πέτρινες καμινάδες της να αχνίζουν, κι ο καπνός να ελίσσεται ανάμεσα σε κόκκινες κεραμιδοσκεπές, πριν ανακατευτεί με τα σύννεφα που χαμηλώνουν για να τη σκεπάσουν.
Ντύνεσαι ζεστά. Η εξώπορτα έχει ένα χαλάκι που μοιάζει πολύ με εκείνο το συννεφένιο που σκεφτόσουν. Μόνο που αυτό εδώ είναι από χιόνι. Το πρώτο βήμα στο χιονο-χαλί είναι διασκεδαστικό. Και το δεύτερο. Και το τρίτο. Ανεβαίνεις σκαλάκια, άπειρα, διακόσια εξήντα τέσσερα. Από κάπου ακούγεται πάλι ένα jazz tune. Καταλήγεις στον Άη-Γιώργη, τον προστάτη της Αράχωβας. Στη βυζαντινή εκκλησία του, χτισμένη το 1833, με το άλλο πέτρινο ρολόι. Το πρώτο, το διάσημο, βρίσκεται κάτω, το βλέπεις από τον κεντρικό δρόμο, σε ένα λοφάκι ολόδικό του, μόνο του. Από την πλατεία βλέπεις όλο το χωριό. Τυλιγμένο στην πάχνη.
Αν δεχόσουν να επιστρέψεις, θα σε έπαιρνε από το χέρι για να σε ανεβάσει στο Κωρύκειον Άντρο, το μαγικό αυτό σπήλαιο με τους πανάρχαιους σταλακτίτες και σταλαγμίτες του, που οι αρχαίοι Έλληνες πίστευαν ότι οδηγεί στον Άδη. Μετά θα σε ξεναγούσε στις χιονισμένες κορυφές του Παρνασσού. Όχι, όμως, την ώρα που ανεβαίνουν όλοι για σκι. Θα σε ξυπνούσε αξημέρωτα, για να ανέβετε στην ψηλότερη κορυφή του βουνού, τη Λιάκουρα, και να δείτε τον ήλιο να αναδύεται κάτω από τα πόδια σας, από τα βάθη του Αιγαίου. 




