Πόλις Stage: "Νέος" Σαββόπουλος και "κλασσικός" Θανάσης

Πώς λειτουργεί το μίγμα του "πατριάρχη" Σαββόπουλου και του φέρελπι Παπακωνσταντίνου; Ανατρεπτικά; Εν μέρει. Ψυχαγωγικά; Ναι. Απρόβλεπτα; Εξαρτάται τι περιμένει κανείς. Το In2life ήταν στην πρεμιέρα.
Πόλις Stage: Νέος Σαββόπουλος και κλασσικός Θανάσης
του Δημήτρη Γλύστρα
φωτό: Βαγγέλης Αποστολάκης
 
Οι χρόνοι με τους οποίους αλλάζει κανείς μουσικά γούστα διαφοροποιούνται όσο μεγαλώνει. Όλο και σπανιότερα μπορώ πλέον να δεχτώ ότι πραγματικά μου αρέσει κάτι «νέο»- και δεν εννοώ να σιγομουρμουρήσω την τάδε ή τη δείνα εφήμερη επιτυχία, αλλά να μπορώ να πω πως ό,τι βγάζει ένας νέος τραγουδοποιός θα είναι από ένα επίπεδο και πάνω και μάλλον θα μου αρέσει.

Την τελευταία φορά που μου συνέβη κάτι τέτοιο αφορούσε τον Θανάση Παπακωνσταντίνου. Έχοντας στις αρχές της δεκαετίας του 1990 αγοράσει τον πρώτο του δίσκο, την «Αγία Νοσταλγία» είχα εκτιμήσει αρκετές από τις στιχουργικές κυρίως αρετές του, χωρίς να θεωρήσω ότι πρόκειται για κάτι ιδιαίτερο. Όταν προ τριετίας το «κύμα Θανάσης» πλημμύρισε φίλους και γνωστούς, θεώρησα αυτάρεσκα ότι απλώς ανακαλύπτουν ό,τι εγώ είχα ήδη αφήσει πίσω μου αρκετά χρόνια πίσω. Μου πήρε περισσότερο καιρό από ό,τι την πρώτη φορά για να δώσω πραγματική ευκαιρία στα τραγούδια του – τα «καινούργια» πλέον τραγούδια του- αλλά πολύ λιγότερο από την πρώτη φορά να πιστέψω ότι «εδώ κάτι υπάρχει».

Από την άλλη, όντας Σαββοπουλικός από την εφηβεία μου, έβλεπα τον Νιόνιο να συνεργάζεται με αρκετούς, λιγότερο αυθεντικούς και λιγότερο, κατά τη γνώμη μου, αντιπροσωπευτικούς του τι συμβαίνει σήμερα καλλιτέχνες και αναρωτιόμουν πως είναι δυνατόν ο οξυδερκής Σαββόπουλος να μην βλέπει κανέναν από αυτή την "παρέα" της Βόρειας Ελλάδας (Μάλαμα, Παπακωνσταντίνου, Κανά και λοιπούς) - από όπου τέλος πάντων κατάγεται κιόλας.

Αυτά σκεφτόμουν όταν το βράδυ της Πέμπτης πήγαινα, φαινομενικά αργοπορημένος και βαθιά κακοδιάθετος, στη δημοσιογραφική παράσταση των δύο- την πρώτη επί σκηνής συνάντησή τους που σφραγίζεται με την πρωτοφανή απόφαση του Σαββόπουλου να ηχογραφήσει «μονοκοπανιά δώδεκα τραγούδια ενός άλλου».

Η πρώτη μου εντύπωση βλέποντάς τους στη σκηνή ήταν ότι ο Σαββόπουλος έχει νεύρα. Προφανώς δεν έχουν γίνει οι πρόβες όπως θα τις ήθελε, δεν είναι και πολύ βέβαιος για το πως ο ίδιος ταιριάζει με τα τραγούδια του Παπακωνσταντίνου ή εν πάση περιπτώσει «δεν ήταν στη μέρα του». Εισέπραξα ότι αν ήταν στο χέρι του, θα έλεγε ένα «συγγνώμη παιδιά- ας το κάνουμε για άλλη μέρα καλύτερα» και η παράσταση θα τελείωνε πριν αρχίσει.

Το πρώτο μέρος του προγράμματος είναι αφιερωμένο στα νέα τραγούδια, τους στίχους και τη μουσική των οποίων έχει γράψει ο Παπακωνσταντίνου και ερμηνεύει ο Σαββόπουλος. Το συμπέρασμα δεν ήταν δυσπρόσιτο: Τα τραγούδια είναι καλά. Είναι λίγο πιο λυρικά από ό,τι τα υπόλοιπα του Παπακωνσταντίνου και άρα αφήνουν μια ελαφρώς πιο τρυφερή γεύση, αλλά πρόκειται για καλό υλικό. Ο Σαββόπουλος είναι σφιγμένος, νιώθει μετά από καιρό ότι αυτό από κάτω δεν είναι «δικό» του κοινό- άλλωστε από πότε έχει να δει τόσα μπλου τζηνς σε συναυλία του;-  και η ερμηνεία των τραγουδιών προκύπτει άνευρη- αν μη τι άλλο σε σύγκριση με τα επίπεδα της ισχυρογνωμοσύνης με την οποία συνήθως ερμηνεύει ο Νιόνιος.

Το εγχείρημα να τοποθετηθούν τα νέα τραγούδια εντελώς στην αρχή του προγράμματος δεν μου φάνηκε η καλύτερη επιλογή μια που θα μπορούσαν να αφομοιωθούν καλύτερα σε διάφορα σημεία της βραδιάς τόσο από το κοινό, όσο και από τους ίδιους τους καλλιτέχνες.

Το πρώτο «διάλειμμα» κατά το οποίο για λίγη ώρα το κοινό έμεινε μόνο με τους μουσικούς, ενώ οι Σαββόπουλος και Παπακωνσταντίνου έμειναν στα παρασκήνια, άφησε το κοινό «μουδιασμένο» με το όλο εγχείρημα. Περίπου εκεί πρόσεξα για πρώτη φορά τη φοβερή μορφή που- δεν μπορούσε να γίνει αλλιώς- έμεινε γνωστός στο κοινό ως «ο Ινδός». Παίζοντας ξυπόλητος, κρατώντας την αβανταδόρικη θέση του κρουστού και με το πλεονέκτημα της εξωτικής εμφάνισης, ήταν μοιραίο να κλέψει τις συμπάθειες.

Η διάθεση του κοινού έμοιασε να ήρθε σε περισσότερο γνώριμα μονοπάτια με την επανεμφάνιση του Παπακωνσταντίνου, ο οποίος μας ανακοίνωσε και τη σειρά που θα ακολουθεί το πρόγραμμα: Στην αρχή βγαίνουν μαζί, μετά ο καθένας μόνος του λέει καμιά δεκαριά τραγούδια και μετά μαζί κλείνουν τη βραδιά.

Ο γνωστός «Θανάσης» ερμήνευσε τις μεγαλύτερες «επιτυχίες του» (αν η ταμπέλα του «σουξέ» δεν θίγει τους φανατικούς- και «εναλλακτικούς»;- φίλους του καλλιτέχνη:  Αποσπερίτης, Πεχλιβάνης, Όταν Χαράζει, Αγρύπνια και αρκετά ακόμη «ανάγκασαν» το κοινό να τραγουδήσει με τον νεαρό τραγουδοποιό και τόνωσαν την εμπιστοσύνη του στο πρόγραμμα το οποίο είχε ήδη «πάρει μπρος».

Η μεγαλύτερη έκπληξη του προγράμματος ήρθε αμέσως μετά όταν ο Σαββόπουλος (που προσφωνήθηκε ως «πατριάρχης» από τον απερχόμενο Θανάση), εμφανίστηκε για το δικό του σόλο μέρος. Ουσιαστικά ο Νιόνιος έδωσε ετεροχρονισμένα ό,τι είχε πέρσι υποσχεθεί στον «Πυρήνα»: Μια σειρά από δεύτερα, παραγνωρισμένα με τον καιρό τραγούδια που δεν έτυχαν ευρείας αποδοχής και αναγνώρισης. «Η Θανάσιμη Μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη», «Κιλελέρ», «Τα παιδιά που χάθηκαν».

Οι ενορχηστρώσεις τους (έργο του Θανάση; Του Σαββόπουλου; Των μουσικών; Όλων μαζί;) ήταν απλώς καταπληκτικές. Μακριά από τις ψευτοπροσπάθειες της ροκ εμφάνισης, με φρέσκιες ιδέες. Δεν ξέρω πόσο καιρό είχαν αυτά τα τραγούδια να αγαπηθούν, αλλά τελικά τους συνέβη. Ακόμα και η «εφηβική» πλέον και πολυακουσμένη «Δημοσθένους Λέξις» ακούστηκε διαφορετικά, ενώ δεν μπόρεσε να μην κερδίσει τον θαυμασμό μου η κάντρι (!) διασκευή του «Σημαία από Νάυλον».

Δικαιούμαι να εικάσω πως η επιλογή των τραγουδιών από τον Σαββόπουλο έγινε με τον γνωστό, καλοπροαίρετο και ευγενή χαμαιλεοντισμό του; Ότι επέλεξε μια σειρά από μη καμένα και υπόγεια «αγωνιστικά» του τραγούδια για να ταιριάζουν με τα όσα πυροδοτούν αυτή την εποχή τη δημιουργικότητα του Παπακωνσταντίνου; Νομίζω πως ναι. Όπως και να έχει, οι Σαββοπουλικοί δεν θα έχουν ακούσει τόσο φρέσκο Νιόνιο από το 1990. Ξανασυναντά το ροκ της νεότητάς του και το φέρνει στο σήμερα. Παρά τις εδώ και χρόνια εξαγγελίες του, νομίζω ότι είναι σε αυτή την παράσταση που ξαναπαίρνει το «φορτηγό». Και ίσως αυτό διαισθανόμενος να επέλεξε τη συγκεκριμένη συνεργασία, μπροστά στην οποία ήταν σαφώς ταπεινότερος από ό,τι συνήθως.

Μόνο τυχαίο δεν είναι. Ο Σαββόπουλος παρά τις φίρμες με τις οποίες κατά καιρούς είχε συνυπάρξει, ποτέ δεν είχε συνεργαστεί με κάποιον άλλο δημιουργό, τον οποίο να εκτιμά - όχι απαραίτητα να συμφωνεί- βαθιά. Για το λόγο αυτό, αντιμετωπίζει την κοινή τους εμφάνιση ισότιμα και όχι κυριαρχικά, ακόμα και αν δεν νιώθει πάντα άνετα με αυτό.

Στο τελευταίο μέρος της παράστασης, κατά το οποίο εμφανίζονται μαζί, ο Παπακωνσταντίνου παίζει με τρυφερότητα την «Παράγκα», «όπως θα το έπαιζε σπίτι του» και παίζουν μαζί το ρεμπέτικο hit «Πέντε μάγκες στον Πειραία», που ξαναζωντάνεψε προ ετών από την αντίστοιχη έμπνευση των Χειμερινών Κολυμβητών.

Ξεχωριστή αναφορά πρέπει να γίνει στους εξαιρετικούς μουσικούς. Πέραν του «Ινδού» (Satnam Ramgotra), ξεχωρίζει ο καταπληκτικός Γιώτης Κιουρτσόγλου (ηλ. βαθύχορδο, κρουστά και φωνητικά) που πραγματικά δείχνει να διασκεδάζει σε ολόκληρη την παράσταση, ενώ εξίσου λάμπουν και η Βάσω Δημητρίου (κιθάρες, παραδοσιακά νυκτά έγχορδα, φωνητικά) που έχει επιμεληθεί τις ηχογραφήσεις και τις πρόβες, καθώς και από το Λος Άντζελες, ο Jimmy Mahlis (κιθάρες, ούτι, φωνητικά).

Δεν σας κρύβω ότι σε όλη την παράσταση παρακολουθούσα το πρόσωπο του Σαββόπουλου. Το αμφίσημο ύφος του, πολύ μακρινό από αυτό του σίγουρου διασκεδαστή που έχει επιδοθεί στις άπειρες πρόβες και που γνωρίζει από πριν τις αυθόρμητες πρόζες του, έδειχνε «γκαστρωμένο» μετά από αρκετά χρόνια. Και εκεί, προς το τέλος της βραδιάς, που σκεφτόμουν ότι παρά τη γκρίνια του περί «στερέματος έμπνευσης» και «καλλιτεχνικού θανάτου» σε λίγο καιρό «να που πάλι (θα) βγάζει δίσκο».

Λίγα λεπτά μετά, με ντροπαλότητα νεοσσού και ταυτόχρονα με καμάρι γονιού, μάς ανακοίνωνε ο ίδιος ότι «ο Θανάσης με έβαλε να γράψω ένα τραγουδάκι, στο οποίο εγώ έγραψα τη μουσική και αυτός τους στίχους». Μιλάμε για τον ίδιο άνθρωπο που τσακώθηκε με τον Κουν όταν ο θεατράνθρωπος του εξήγησε πως για την παράσταση του Αριστοφάνη ήθελε από αυτόν μόνο μουσική!

Η συνύπαρξη είναι καλή και η όλη προσπάθεια επιτυχημένη. Θα περάσουν καλά όχι μόνο αυτοί που πιστεύουν (δικαίως) πως πρόκειται για μια ψυχαγωγική βραδιά, αλλά και αυτοί που θέλουν να ισχυρίζονται πως παρακολουθούν ότι «νέο» και «ζωντανό» συμβαίνει σε αυτή τη σκηνή, που είναι άδικο να περιλαμβάνεται απλώς στην κατηγορία της ενίοτε κλαψιάρας και πάντως προβλέψιμης «Έντεχνης».


INFO
Πόλις Stage
Πέτρου Ράλλη 18,
Τηλ. 210 3452 527
Είσοδος: 15 ευρώ με ποτό,
Κρασί (ανά δύο άτομα): 80 ευρώ
Φιάλη: 160 ευρώ

Διάρκεια 25/1 έως 29/3,
Παραστάσεις κάθε Παρασκευή, Σάββατο και Κυριακή
Ώρα έναρξης 21.30
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v