Είδαμε το αριστουργηματικό «Ο Αδαής και ο Παράφρων»

Ο Γιάννος Περλέγκας σκηνοθετεί και πρωταγωνιστεί υποδειγματικά στο δύσκολο έργο του Τόμας Μπέρνχαρντ.
Είδαμε το αριστουργηματικό «Ο Αδαής και ο Παράφρων»
της Ιωάννας Μπλάτσου

Με τα τερατουργήματα, τα οποία όλο και πληθαίνουν στην ημετέρα θεατρική σκηνή –Θες το εμφανές έλλειμμα παιδείας των καλλιτεχνών μας; Η οίησή τους ότι το σκηνοθετικό τους «όραμα» είναι υπεράνω των κειμένων του Σοφοκλή, του Αριστοφάνη ή του Σαίξπηρ; Η οικονομική μας ένδεια που έχει φέρει στην επιφάνεια την τραυματισμένη αισθητική μας;- είναι πραγματική ανάσα να βλέπεις μια πραγματικά καλοδουλεμένη παράσταση, μια παράσταση με γνώση, μεράκι, σοβαρότητα και όχι σοβαροφάνεια, μια παράσταση που αποπνέει τη χαρά και τον μόχθο της δημιουργίας.

Η σκηνοθεσία
Ο Γιάννος Περλέγκας είναι φανερό ότι γνωρίζει και αγαπά το συγγραφικό σύμπαν του ιδιοσυγκρασιακού αυστριακού Τόμας Μπέρνχαρντ. Είναι παραπάνω από πασιφανές ότι βρίσκεται σε οικείo ιδεολογικό και ψυχογραφικό συγγραφικό περιβάλλον και γι’ αυτό ανατέμνει με χειρουργική ακρίβεια ιατροδικαστή το πυορροούν υλικό του κάνοντας πράξη την παραίνεση του αυστηρού και απαιτητικού Τόμας Μπέρνχαρντ: «Αυτό που λείπει είναι η ακρίβεια, η πιστότητα, η ανεπιφύλακτη τόλμη, η υπέρτατη αριστοτεχνία». Εξαιρετικά δύσκολος σκηνοθετικός και ερμηνευτικός στόχος, μια «coloratura», την οποία εκτέλεσε αριστοτεχνικά.

Παράλληλα, όμως, ο Γιάννος Περλέγκας προσεγγίζει το κείμενο εντελώς απενοχοποιημένα αποφεύγοντας τον σκόπελο μιας «ακαδημαϊκής» παράστασης. Η ένθεση του επεξηγηματικού, χιουμοριστικού-δηκτικού μονολόγου για τους θεατές, στην αρχή της παράστασης, σχετικά με το έργο του Μπέρνχαρντ, τον «Μαγικό Αυλό» του Μότσαρτ και τον ρόλο της Βασίλισσας της Νύχτας, καθώς και τη σημασία της «coloratura», είναι μια προέκταση της γραφής και του ύφους του αυστριακού συγγραφέα. Επίσης, η προσθήκη του πράσινου τρεμουλιαστού ζελέ στη σκηνή του εστιατορίου που καταβροχθίζει ο Ιατροδικαστής, ενώ περιγράφει μια νεκροτομή και σχολιάζει την φύση των καλλιτεχνών, είναι εντελώς Μπερνχαρντική.

Η θνησιγενής φύση του θεάτρου
Δεν είναι τυχαίο ότι το συγγραφικό alter ego του Μπέρνχαρντ στον «Αδαή και τον Παράφρονα» είναι ο Δόκτωρ/Ιατροδικαστής (ρόλο που ερμηνεύει ο ίδιος ο Περλέγκας) ο οποίος αδιαλείπτως περιγράφει νεκροτομές στον Πατέρα της Βασίλισσας της Νύχτας συνδέοντας έτσι την Ιατροδικαστική και τον θάνατο με την εφήμερη τέχνη του θεάτρου και τον μικρό θάνατο κάθε ρόλου μετά το χειροκρότημα και το κλείσιμο της αυλαίας: «Ο ανατόμος στέκεται πάντα στα δεξιά του πτώματος/ το κεφάλι του πτώματος πρέπει να ακουμπάει σε ένα ξύλινο υπόβαθρο ώστε να τεντώνεται καλά το δέρμα του λαιμού/ το δέρμα της άνω περιοχής του λαιμού δεν επιτρέπεται να τραυματιστεί καθότι τα πτώματα οφείλουν να είναι ευπαρουσίαστα για τον τελευταίο αποχαιρετισμό». Είναι γνωστή άλλωστε η εμμονή του Μπέρνχαρντ με τον θάνατο, από τότε που μικρός διαγνώστηκε με φυματίωση: «Το ανθρώπινο σώμα βρίσκεται διαρκώς στο μεταίχμιο όλων των ασθενειών, σε μόνιμο φόβο, σε θανάσιμη αγωνία»

Ο Περλέγκας, ο Βογιατζής και ο Μπέρνχαρντ
Άξιος μαθητής του Λευτέρη Βογιατζή –όλοι θυμόμαστε το δικό του «Ρίττερ, Ντένε, Φος» του Μπέρνχαρντ, ο Γιάννος Περλέγκας ως σκηνοθέτης παίρνει ένα καταιγιστικό, σχεδόν παραληρηματικό, κείμενο και το αναπλάθει σε ένα διαυγές, καλοσχεδιασμένο θεατρικό συμβάν, χωρίς να χάνει ούτε μισό τζάουλ της έντασης της ορμητικής και συχνά ισοπεδωτικής γραφίδας του Μπέρνχαρντ: «Η ζωή ολόκληρη είναι ό, τι πιο αναίσθητο, σκέτος εξευτελισμός». Ή αλλού, ενώ οι χαρακτήρες πίνουν σαμπάνια στο ακριβό εστιατόριο «Οι Τρεις Ουσάροι»: «Η κουλτούρα είναι ένα βουνό από σκατά πάνω στο οποίο ευδοκιμούν οι θεατρόφιλοι και οι φιλόμουσοι».

«Το θέατρο είναι η κόλαση»
Ναι, ο Τόμας Μπέρνχαρντ δεν μασά τα λόγια του σε ό,τι αφορά το καλλιτεχνικό σινάφι: «Όλοι πάντα είτε είναι διανοούμενοι είτε καλλιτέχνες καθιστούν την αχρειότητα νόημα της ζωής τους». Και συνεχίζει: «Με το φόβο και με την αναισχυντία, με την άνεση και με την ανασφάλεια και με την αναισθησία ανεβαίνει το κασέ». Άλλωστε, πάντα κατά τον Μπέρνχαρντ, στα θέατρα «δεν βασιλεύει παρά ο ερασιτεχνισμός και η χαιρεκακία», «το θέατρο και όλως ιδιαιτέρως η όπερα είναι η κόλαση».

Η διπολική σχέση καλλιτέχνη-θεατή
Γνωρίζει, επίσης, πολύ καλά τη διπολική σχέση καλλιτέχνη-θεατή: «Ενδόμυχα μισούμε το κοινό, τους βασανιστές μας, βγαίνουμε στη σκηνή και απεχθανόμαστε αυτά που ξέρουμε», καθώς είναι συντριπτική «η βρωμιά της κοινής γνώμης, η θανάσιμη αναρμοδιότητά της», «η μάζα γίνεται ολοένα και πιο τρομακτική». Πόσο πιο ξεκάθαρα να το γράψει: «οι καλλιτέχνες δεν δείχνουν κατανόηση απέναντι στο κοινό/ αντίστοιχα και το κοινό δεν δείχνει κατανόηση». Κατ’ επέκταση, δεν είναι τυχαίο το όνειρο, η μύχια επιθυμία της Βασίλισσας της Νύχτας: «Να φτύσεις το κοινό κατάμουτρα».

Τα κοινωνικά αδιέξοδα
Προσεκτικός παρατηρητής του κοινωνικού γίγνεσθαι, ο Μπέρνχαρντ περιγράφει εύστοχα τον μηδενισμό και τα αδιέξοδα της εποχής: «Όλα είναι εξαιρετικά αμφίβολα, πουθενά δεν μπορεί κανείς να βασιστεί, όλα είναι μια αφορμή για δυσπιστία και για περιφρόνηση». Το γράφει ξεκάθαρα άλλωστε: «Πορεύεστε μέσα σε μια τελείως ανεγκέφαλη κοινωνία» όπου δεν διαφαίνεται καμία εξελικτική προοπτική: «Πότε πιστεύουμε στη λογοτεχνία, πότε πιστεύουμε στη μουσική, πότε πιστεύουμε σε ανθρώπους. γιατρειά όμως δεν υπάρχει καμία»

Τα ΜΜΕ δεν θα μπορούσαν να ξεφύγουν από το κλισιοσκόπιο του Αυστριακού συγγραφέα: «Πάντα τα ίδια σκατά/ κάποιος σαν κι εμένα πάντοτε αηδιάζει με την καθημερινή πληθώρα συναισθηματισμών στις σαβουροφυλλάδες». Και: «Όλα ψεύδος, όργανα της αναρμοδιότητας, καθεμία [εφημερίδα] και ένα στόμα που αδιάκοπα ξερνάει κακοήθειες, χυδαιότητες».

Οι ερμηνείες
Ο πυρήνας, όμως, του «Αδαή και του Παράφρονα» είναι η άρρωστη, αδιέξοδη σχέση γονέων και παιδιών: «Οι γονείς, ανάξιοι εμπιστοσύνης, σε ρίχνουν σε μία πρωτοφανή τερατώδη ιστορία εξαπάτησης», σου δίνουν πρωταγωνιστικό ρόλο, χωρίς τη συναίνεσή σου, στο φαρσικό έργο που ονομάζεται ζωή . Ο Πατέρας –έξοχος ως καρικατούρα πατέρα ο Χρήστος Μαλάκης- είναι «αξιολύπητος», «ένας όλως διόλου εξαθλιωμένος άνθρωπος» που «τον περιφρονεί η κόρη του» και πίνει ολημερίς. Αδαής αλλά παραδόπιστος, δεν είναι ρόλος, δεν υπάρχει, είναι η προβολή, ο καθρέφτης του μονολογούντος Ιατροδικαστή και της διάσημης, νευρωτικής του κόρης.

Η κόρη, η Βασίλισσα της Νύχτας, η οποία έχει ερμηνεύσει τον συγκεκριμένο ρόλο «διακόσιες είκοσι δύο φορές», τρέχοντας «σαν τρελή από τη μία Όπερα στην άλλη κυνηγημένη από τις κολορατούρες του Μαγικού Αυλού», νιώθει «αηδία για την τέχνη». Σύμφωνα με τον πατέρα της «είναι ανάγωγη και αναίσθητη και ξεροκέφαλη», ενώ κατά την ίδια «είμαι μια εξαντλημένη». Η Ανθή Ευστρατιάδου είναι καθηλωτική. Υπηρετεί τον οπερατικό της ρόλο, στη σκηνή και τη ζωή της Βασίλισσας της Νύχτας, στην κόψη της υστερίας της τέχνης της και του ατελεύτητου πόνου της συνειδητοποίησης της ύπαρξης.

Ο Γιάννος Περλέγκας (Δόκτωρ/Ιατροδικαστής) κατακτά έναν συνολικό άθλο. Φέρνει εις πέρας το απονενοημένο διάβημα όχι μόνο να σκηνοθετήσει αυτό το τόσο δύσκολο έργο –εξαιρετική η μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, αλλά και να υποδυθεί τον κεντρικό ρόλο -με ατέλειωτους μονολόγους και πάμπολλες ιατροδικαστικές λεπτομέρειες και περίπλοκες ιατρικές ορολογίες- υιοθετώντας τον προσήκοντα Μπερνχαρντικό σαρδόνιο κυνισμό, οριακό μισανθρωπισμό και πνευματώδη ειρωνεία.

Δίπλα τους, στέκεται επάξια ο νεαρός Γιάννης Καπελέρης στον διπλό ρόλο της Κυρίας Φάργκο και του Σερβιτόρου Βίντερ.

Μια παράσταση συνολικής υψηλής αισθητικής
Τέλος, η παράσταση οφείλει την υψηλών προδιαγραφών αισθητική της στο σύνολο των συντελεστών της –και αυτό δεν είναι υπερβολή- και κυρίως στα έξοχα κοστούμια της Λουκίας Χουλιάρα και το σκηνικό της ιδίας που παραπέμπει στο Μνημείο του Ολοκαυτώματος στο Βερολίνο, στις σουρεαλιστικές κομμώσεις/περούκες του Χρόνη Τζήμου και φυσικά στον σχεδιασμό μακιγιάζ της Εύης Ζαφειροπούλου, το οποίο εκφράζει την αισθητική του Μπέρνχαρντ για την τέχνη του θεάτρου: «Έχουμε να κάνουμε με κουκλοθέατρο, δεν παίζουν άνθρωποι εδώ αλλά μαριονέττες. Εδώ κινούνται όλα αφύσικα που είναι το πιο φυσικό πράγμα στον κόσμο». Το λευκό μακιγιάζ των ηθοποιών αποδίδει ακριβώς αυτό: ανθρώπους – ρόλους που ασφυκτιούν και τεντώνονται μες στις σάρκες τους και κάτω από τα προσωπεία τους: «Βάλτε μου άσπρο πολύ άσπρο, το πρόσωπο πρέπει να είναι ένα εντελώς τεχνητό πρόσωπο, το σώμα μου τεχνητό, όλα τεχνητά».

Όμως, ήδη η σκηνή έχει σκοτεινιάσει: «Το θέατρο και όλως ιδιαιτέρως η όπερα δεν είναι για έναν φυσιολογικό άνθρωπο. Αν συνυπολογίσουμε την αμβλύνοια που κυριαρχεί σ' αυτόν τον τομέα της τέχνης και την χυδαιότητα των θεατών, καταλήγουμε στην παραφροσύνη». Τη σκηνή πλημμυρίζει η φωνή του Φρανκ Σινάτρα –αυτή είναι και η μοναδική μου ένσταση στην αψεγάδιαστη παράσταση του Γιάννου Περλέγκα. Μην τη χάσετε!


INFO:
«Ο Αδαής και ο Παράφρων»,
Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης
Πειραιώς 206, Ταύρος, τηλ. 210 3418550
Ημέρες & ώρες παραστάσεων: 13-17 & 20-24 Σεπτεμβρίου, στις 21.00
Τιμές εισιτηρίων: €8, €10, €12.
Οι παραστάσεις στις 13, 14 και 15 Σεπτεμβρίου θα παιχτούν με αγγλικούς υπέρτιτλους
Διάρκεια παράστασης: 145 λεπτά (με διάλειμμα)
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v