Η «Λυσιστράτη» βγήκε από τα ρούχα της

Πολύ γυμνό –για το τίποτα, πολλαπλές εξωκειμενικές αναφορές –ενίοτε λανθασμένες, σκηνοθεσία χωρίς κέντρο, ελάχιστος Αριστοφάνης.
Η «Λυσιστράτη» βγήκε από τα ρούχα της

της Ιωάννας Μπλάτσου

Τελικά, είμαστε μεγάλοι πατριώτες. Μπορεί να εξοβελίζουμε στο πυρ το εξώτερον τα βελγικά «παλλόμενα πέη» (όπως επικράτησε να ονομάζεται, δια της λαϊκίστικης οδού, το περίφημο «Mount Olympus» του Jan Fabre), αλλά τα ελληνικά παλλόμενα αιδοία τα αποθεώνουμε στο κέντρο της ορχήστρας του αρχαίου θεάτρου της Επιδαύρου. Περί σκηνοθετικής ορέξεως, τι να πει κανείς… Αλλά περί αριστοφανικού κειμένου, μπορούμε να μιλήσουμε πολύ συγκεκριμένα.

Μετά την εμφάνιση του Πρόβουλου και λίγο πριν απεκδυθούν και το τελευταίο αραχνοΰφαντο ύφασμα που καλύπτει ελαφρώς τα γυμνά τους κορμιά, η Λυσιστράτη και οι συναγωνίστριές της λένε: «Θα κάνουμε όσα λέει ο Αριστοφάνης: Βγάλτε όσα φοράμε» και γίνεται πράξη το ελληνικό, γυναικείο The Full Monty. Όμως, δεν λέει έτσι ακριβώς ο Αριστοφάνης στη «Λυσιστράτη» του. Ο κωμικός ποιητής γράφει για την ακρίβεια: «Καλές μου, βάλτε πρώτα χάμω αυτά» και ως σκηνική οδηγία αναφέρει ότι «Οι γυναίκες του Χορού βγάζουν τις μπόλιες τους και τις βάζουν κάτω».

Όμως, τι, αλήθεια, εξυπηρετεί αυτή η καταχρηστικότητα του γυναικείου γυμνού, κόντρα στη δραματουργία του αρχαίου ποιήματος; Να πω ότι είμαστε στις δεκαετίες του ’60-’70 και γίνεται ρηξικέλευθη πολιτική-κοινωνική-αισθητική πρόταση/τομή στα χρηστά και καλλιτεχνικά ήθη της χώρας; Το ημερολόγιο δείχνει 2016 και η ενδιάμεση σεξουαλική επανάσταση, η σύγχρονη τεχνολογία, τα ΜΜΕ έχουν άρει κάθε πέπλο μυστηρίου, σαγήνης ή προκλητικότητας πάνω από το γυμνό γυναικείο κορμί. Μήπως, εντέλει, το γυμνό εδώ λειτουργεί ως σκαμπρόζικο, πιασάρικο άλλοθι για το ανύπαρκτο σκηνοθετικό κέντρο της παράστασης, για την απουσία ουσιαστικής πρότασης περί σύγχρονης αναπαράστασης της αρχαίας κωμωδίας;

Επίσης, γιατί ο Μιχαήλ Μαρμαρινός επέλεξε να ξεγυμνώσει μόνο τις γυναίκες ηθοποιούς του και όχι αντίστοιχα και τους άντρες, όταν λίγο παρακάτω στο κείμενο, στον Χορό των γερόντων, αναφέρεται «οι άντρες να μυρίζουνε αντρειοσύνη κι όχι να ‘ναι τυλιγμένοι σε φασκιές»; Γδύστε τους όλους, αγαπητέ, για να πετύχετε την απόλυτα «βιολογική, ενδοκρινολογική» παράσταση, όπως δηλώσατε σε συνέντευξή σας. Βέβαια, μες στον υπέρμετρο ρεαλισμό της αφτιασίδωτης γύμνιας του ανθρώπινου κορμιού μπορεί να εξανεμίζεται η αριστοφανική ποίηση, όπως χάνεται και το μέτρον, ως ιδεώδες της αρχαίας ελληνικής κουλτούρας, αλλά ποιος νοιάζεται τώρα για τέτοιες λεπτομέρειες.

Στις θεατρολογικές αστοχίες της παράστασης συγκαταλέγεται και η αναφορά στο «χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς που φαίνεται από την Ακρόπολη στο Σούνιο». Στην ουσία πρόκειται για το έτερο άγαλμα της θεάς, αυτό της χάλκης (χάλκινης) Αθηνάς, το οποίο ήταν εννέα μέτρα ψηλό και βρισκόταν σε εξωτερικό χώρο, μεταξύ Προπυλαίων και Ερεχθείου, το οποίο αστραποβολούσε στον ήλιο και ήταν ορατό στα διερχόμενα πλοία του ακρωτηρίου του Σουνίου. Το χρυσελεφάντινο άγαλμα της θεάς Αθηνάς, έργο του Φειδία, βρισκόταν στεγασμένο, στο βάθος του ανατολικού τμήματος του σηκού, άρα δεν ήταν ορατό από πουθενά εξωτερικά.

Επίσης, κατά τη συνήθη πρακτική του, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός αφαίρεσε αρκετό από το πρωτότυπο κείμενο και πρόσθεσε πολλές εξωκειμενικές αναφορές αλλά και προσωπικές μαρτυρίες των ηθοποιών του. Αυτές του Χορού των Γερόντων (Γιάννης Βογιατζής, Γιώργος Μπινιάρης, Θέμης Πάνου, Χάρης Τσιτσάκης) ήταν οι πιο απολαυστικές και οι σαφώς πιο κοντινές στο αριστοφανικό ιδίωμα. Τα δύο υστερικά-παραληρηματικά επεισόδια της Λυσιστράτης-Λένας Κιτσοπούλου («Γυναικείο γένος! Μουνί! Ζώα! Δουλικά! Μόνο οι γυναίκες κάνουν τέτοιες μαλακίες! Θυμηθείτε τον Χίτλερ και τον Παπαχρόνη!») δεν άπτονται της θεατρολογικής μου ιδιότητας, οπότε τα αφήνω ασχολίαστα. Ας αποφανθεί σχετικά η αρμόδια επιστήμη της ιατρικής.

Για λόγους γυναικείας αλληλεγγύης δεν εκθέτω περαιτέρω εδώ τις υπόλοιπες ηθοποιούς της παράστασης. Αξίζει μόνο να σημειωθούν τα ονόματα των Δημήτρη Καμαρωτού (Μουσική) και Μαγιούς Τρικεριώτη (Κοστούμια) οι προτάσεις των οποίων προσδίδουν στην παράσταση μια κομψότητα που η υπόλοιπη αισθητική της δεν διαθέτει.

Τέλος, στο σκηνοθετικό του σημείωμα στο πρόγραμμα της παράστασης αλλά και κατά το τέλος της παράστασης, ο Μιχαήλ Μαρμαρινός αφιερώνει την παράσταση στον Γιώργο Λούκο και στον Μηνά Χατζησάββα (στην παράσταση δεν αναφέρθηκε το όνομα του Γιώργου Λούκου ακριβώς –γιατί όχι, άραγε;- αλλά η φράση «Σε αυτούς που λείπουν»). Στην Άννα Συνοδινού, η οποία επίσης πέθανε την τρέχουσα χρονιά και σφράγισε με την παρουσία της το αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου δεν άξιζε η παραμικρή μνεία;


INFO:

«Λυσιστράτη»: Περιοδεία: 12/8 Άνδρος, 20/8 Καβάλα- Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων, 23/8 Κατερίνη- Αρχαίο Θέατρο Δίον, 28/8 Αρχαία Ολυμπία, 30-31/8 Πάτρα- Ρωμαϊκό Ωδείο, 4/9 Κηποθέατρο Παπάγου, 9/9 Θεσσαλονίκη- Θέατρο Δάσους, 12/9 Ελευσίνα- Παλαιό Ελαιουργείο, 16/9 Θέατρο Βράχων, 19/9 Ηλιούπολη- Θέατρο Αλσους «Δημήτρης Κιντής», 21/9 Νέα Σμύρνη- Θέατρο Αλσους, 24/9 Ωδείο Ηρώδου Αττικού.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v