Vladimir Horowitz: Ο τελευταίος ρομαντικός

Παιδί θαύμα της κλασσικής μουσικής, στενός φίλος του Rachmaninoff και μαθητής του Blumenfeld, ο άνθρωπος που στα 21 του χρόνια έδινε 70 ρεσιτάλ το χρόνο, ο Vladimir Horowitz, παραμένει έως σήμερα, δεκαεπτά χρόνια από το θάνατό του, ένας ζωντανός θρύλος της μουσικής.
Vladimir Horowitz: Ο τελευταίος ρομαντικός

πηγή: Classicalmusic.gr

του Χρήστου Μαρίνου (*)

Vladimir Horowitz: Όνομα που ακούμε σήμερα και το μυαλό μας αμέσως ταξιδεύει σε εικόνες και φωτογραφίες, ηχογραφήσεις και συνεντεύξεις, εικονοληψίες και ντοκουμέντα ενός υπερφυσικού, μεγαλειώδους καλλιτέχνη που έμεινε στην ιστορία της πιανιστικής σφαίρας του μουσικού μας σύμπαντος.

Μαθητής του Blumenfeld, στενός φίλος του Rachmaninoff, το παιδί που έπαιξε για τον Scriabin, σολίστας υπό τη μπαγκέτα των Toscanini, Reiner, Ormandy..., ο πιανίστας με τα 2 θρυλικότερα ρεσιτάλ του 20ού αιώνα και πολλά ακόμη συγκλονιστικά στιγμιότυπα και γεγονότα δημιουργούν τη καλλιτεχνική πορεία του μεγάλου αυτού Ρώσικου θρύλου.

Ο Vladimir Horowitz γεννήθηκε την πρώτη Οκτωβρίου 1903 στο Κίεβο. Ο πατέρας του ήταν μηχανικός και η μητέρα του διπλωματούχος της σχολής πιάνου του Ωδείου του Κιέβου. Σε ηλικία 6 χρονών ο μικρός Vladimir πήρε τα πρώτα του μαθήματα από στη μητέρα του. Στα 15 του, γράφθηκε στο ωδείο στη γενέτειρά του και σπούδασε δίπλα στον Felix Blumenfeld (1863-1931), τον πιο φημισμένο μαθητή και βοηθό του Anton Rubinstein.

Σε 2 χρόνια απεφοίτησε με επαίνους και ξεκίνησε τη καλλιτεχνική του σταδιοδρομία. Το πρώτο του ρεσιτάλ στη γειτονική πόλη Χάρκοβο έκανε μεγάλη εντύπωση. Η επιτυχία ήταν τόση, που για πολύ καιρό όλοι μιλούσαν για το πιανιστικό αυτό φαινόμενο. Μετά από μερικά ακόμη ρεσιτάλ στο Χάρκοβο και στο Κίεβο θριάμβευσε στη Μόσχα και στο Λένινγκραντ. Έτσι ξεκίνησε μια σταδιοδρομία που έμελλε να μείνει ως μία από τις πιο λαμπρές του αιώνα.

Την περίοδο 1924-25, σε ηλικία 21 ετών, έδωσε 70 ρεσιτάλ, 23 από αυτά ήταν μόνο στο Λένινγκραντ μπροστά σε πλήθος ακροατών, όπου μέσα σε 20 μέρες έπαιξε 11 διαφορετικά προγράμματα!

Το φθινόπωρο του 1925 ο Horowitz αποφασίζει για πολιτικούς λόγους να εγκαταλείψει την πατρίδα του και πηγαίνει να ζήσει στη Γερμανία. Η σταδιοδρομία του ήταν κιόλας λαμπρή στη Σοβιετική Ένωση. Ότι χρήματα είχε κερδίσει ως τότε τα επένδυσε σε συναυλίες στο Βερολίνο, στο Αμβούργο, στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Ειδήσεις για το νέο αυτό πιανιστικό φαινόμενο δεν άργησαν να διαδοθούν.

Στο Παρίσι, ο αμερικανός ιμπρεσάριος Arthur Judson τον άκουσε και αμέσως έκλεισε γι’ αυτόν μία περιοδεία στις Ηνωμένες Πολιτείες για το 1928.

Το ντεμπούτο του Horowitz στην Αμερική έγινε στις 12 Ιανουρίου 1928, όπου έπαιξε το 1ο Κοντσέρτο για πιάνο του Tchaikovsky στο Carnegie Hall με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης υπό τη διεύθυνση του Sir Thomas Beecham, ο οποίος έκανε επίσης το αμερικάνικο ντεμπούτο του. Στη συναυλία αυτή παρευρίσκονταν στο ακροατήριο και οι Josef Hofmann, Josef Lhevinne και Sergei Rachmaninoff.

”Έχουν περάσει χρόνια,” γράφει ο Olin Downes στην εφημερίδα ’The New York Times’, ”από τον καιρό που ένας πιανίστας δημιούργησε τέτοια θύελλα σε ένα κοινό της πόλης.” Και αυτό συνέβαινε την εποχή που έπαιζαν ο Rachmaninoff, ο Hofmann και ο Paderewski.

Το 1933 ο Horowitz έπαιξε για πρώτη φορά υπό τον Arturo Toscanini, ο οποίος τον επέλεξε ως σολίστ για το 5ο Κοντσέρτο για πιάνο του Beethoven σε ένα κύκλο με έργα του ίδιου συνθέτη που παρουσίαζε με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Νέας Υόρκης. Στις πρόβες της συναυλίας ο πιανίστας γνώρισε τη κόρη του Toscanini, Wanda, και το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς παντρεύτηκαν στο Μιλάνο.

Το 1940 εγκαθίσταται στη Νέα Υόρκη και το 1942 γίνεται αμερικανός υπήκοος.

Το 1953, μετά από ένα μεγάλο θρίαμβο στο Carnegie Hall αποσύρεται από τη σκηνή 2 και για τα επόμενα 12 χρόνια αφιερώθηκε στο να βοηθάει μερικούς νέους υποσχόμενους πιανίστες, να κάνει ορισμένες ηχογραφήσεις και να προγραμματίσει ερευνητικά προγράμματα μεταξύ των οποίων και η έρευνα της μουσικής του Muzio Clementi.

Ο ίδιος για τη διακοπή του αυτή είπε σε μια συνέντευξή, ”...Πριν σταματήσω να παίζω το 1953, έδινα πενήντα με εξήντα συναυλίες το χρόνο, και ένας από τους λόγους που αποσύρθηκα ήταν το αυστηρό πρόγραμμα των συναυλιών και το ότι έπαιζα το ίδιο κοντσέρτο την Τρίτη, τη Παρασκευή, και μετά πάλι το Σάββατο. Μέχρι το Σάββατο είχα βαρεθεί να παίζω τα ίδια. Ο Toscanini έπαψε να διευθύνει τόσο συστηματικά για τον ακριβώς ίδιο λόγο. Έπρεπε να παρουσιάσει 4 συναυλίες σε 4 μέρες. Απλά δεν μπορείς να ζεις έτσι. Λειτουργείς αυτόματα.

... Μετά είναι και τα ταξίδια. Όταν βρισκόμουν σε περιοδεία, ταξίδευα με το τραίνο. Δεν κοιμόμουν καλά, δεν έτρωγα καλά, δεν διάβαζα καλά. Ούτε καν που μου άρεσε το τραίνο. Τέσσερις συναυλίες την εβδομάδα και ταξιδεύοντας με το τραίνο ήταν πάρα πολύ. Ξαφνικά ένοιωθα πολύ κουρασμένος και αποφάσισα να ξεκουραστώ για έναν χρόνο.

Κατόπιν βλέπετε, απόλαυσα την ήρεμη ζωή τόσο πολύ που είπα να ξεκουραστώ άλλον ένα χρόνο, και μετά από δύο χρόνια χωρίς να έχω παίξει, ένοιωθα τόσο ανανεωμένος και ξεκούραστος που αποφάσισα ότι δε θα επέστρεφα πάλι”.

Δώδεκα χρόνια μετά την απομάκρυνσή του από τη σκηνή και το κοινό, στις 9 Μαΐου 1965 ο Horowitz επέστρεψε και πάλι στο Carnegie Hall με το θρυλικό του ρεσιτάλ. Το ρεσιτάλ αυτό ήταν η πρώτη επιτυχία μιας σειράς που έκανε όχι μόνο στη Νέα Υόρκη αλλά και στη Βοστόνη, στο Σικάγο, στη Washington, στο Cleveland και σε άλλες πόλεις. Την τέχνη του Horowitz επίσης θαύμασαν εκατομμύρια άνθρωποι μέσω ενός τηλεοπτικού προγράμματος με τίτλο ”Vladimir Horowitz at Carnegie Hall”.

Η επόμενη ιστορική επιστροφή του ήταν αυτή στη Ρωσία η οποία κέντρισε το ενδιαφέρον όλου του κόσμου. Την άνοιξη του 1986 έπαιξε στη Μεγάλη Αίθουσα του Ωδείου Tchaikovsky στη Μόσχα, εξήντα ένα χρόνια μετά τον εκπατρισμό του! Όταν οι ξένοι δημοσιογράφοι τον ρώτησαν πως αισθάνεται που ξαναπαίζει εκεί, είπε δακρυσμένος: ”Η μουσική ενώνει τους ανθρώπους και τους θυμίζει ότι δεν είχαν ποτέ τίποτα να μοιράσουν. Αν ήμουν 60 χρόνια νεότερος όμως, η ζωή θα’ χε για μένα λιγότερο ενδιαφέρον, γιατί δεν θα ήξερα τίποτα γι’ αυτήν...”.

Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους έπαιξε στο Λευκό Οίκο μπροστά στον πρόεδρο Ronald Reagan και αυτή ήταν μία από τις τελευταίες του συναυλίες στο κοινό. Συνέχισε όμως να παίζει και να ηχογραφεί μέχρι το τέλος σχεδόν της ζωής του. Για τον τελευταίο του δίσκο επέλεξε έργα των Chopin, Haydn, Bach/Liszt και Wagner/Liszt 3.

Τρεις περίπου εβδομάδες αργότερα άφησε την τελευταία του πνοή στο σπίτι του στη Νέα Υόρκη στις 5 Νοεμβρίου 1989. Μαζί με την πνοή του έφυγε και μια ζωντανή ιστορία, ένας θρύλος που έζησε και δημιούργησε τον δικό του μαγικό κόσμο τον οποίο επισκέφθηκαν όσοι τον άκουσαν και οραματίζονται όσοι τον ακούν.

Τα χαρακτηριστικά της τέχνης του Horowitz ήταν ο ατσάλινος έλεγχος του κλαβιέ, η ανεξάντλητη ενέργεια και αντοχή, η χειμαρρώδης δύναμή του, ο τραγουδιστός ήχος, η πολυφωνική ανεξαρτησία των δακτύλων και η αφοσίωση στην τελειότητα της τεχνικής του πιάνου, μιας τεχνικής που ”δεν είναι θέαμα αλλά ο δρόμος για να διαβεί η μουσική έκφραση”, καθώς έλεγε.

Αγαπούσε τη μουσική του Haydn, του Chopin, του Schumann· λάτρευε τα έργα του Liszt και φυσικά των συμπατριωτών του Tchaikovsky, Scriabin, Mussorgsky και Rachmaninoff και προς το τέλος τη ζωής του συνδέθηκε πολύ στενά με τη μουσική του Mozart. Το ρεπερτόριό του περιελάμβανε έργα από τον Bach και τον Scarlatti μέχρι τον Barber και τον Kabalevsky περνώντας από τους περισσότερους δημιουργούς των ενδιάμεσων εποχών.

Μερικά από τα σημαντικότερα έργα που ηχογράφησε και μας κληρονόμησε είναι: α) Scriabin (5η και 9η Σονάτα, Σπουδές, Vers la flamme), β) Mussorgsky (Εικόνες από μία Έκθεση), γ) Rachmaninoff (3ο Κοντσέρτο, 2η Σονάτα, Πρελούδια), γ) Schumann (Φαντασία, Παιδικές Σκηνές), δ) Liszt (Ουγγρικές Ραψωδίες, Σονάτα σε Σι ελάσσονα, 2η Μπαλάντα), ε) Chopin (Polonaise-Fantaisie, 4η Μπαλάντα, Σπουδές, Φαντασία) και πολλά άλλα.

Για δεκαετίες ολόκληρες, ο Horowitz, μεσουράνησε στις μουσικές σκηνές. Τα εισιτήρια των ρεσιτάλ του πωλούνταν πανάκριβα και εξαντλούνταν μήνες πριν τη παράσταση. Η ”μόδα Horowitz” διακατείχε πολλές εκατοντάδες πιανίστες. Έπαιζαν με τα tempi του, με τις δυναμικές του, με το ύφος του. Τα προγράμματά τους αποτελούνταν από τα ίδια έργα (ακόμη και στην ίδια τάξη βαλμένα!), τα οποία έπαιζε και ο Horowitz.

Η τεχνική του Horowitz μέχρι το 1953 μπορεί να χαρακτηριστεί τέλεια. Ακρίβεια, καθαρά εφέ, σιδερένια δάκτυλα και φειδωλό pedal. ”Η καθαριότης”, έλεγε ειρωνευόμενος τους κακούς χειριστές του pedal ”είναι η μισή αρχοντιά. Για την άλλη μισή έχει προβλέψει ο συνθέτης. Παίξτε με τα χέρια, σας παρακαλώ”.

Από το 1965 μέχρι το θάνατό του, η τελειότητα παρέδωσε τη θέση της σε μια τεχνική αστάθεια. Μέσα από τις μουσικές φράσεις όμως, έβλεπε κανείς καθαρά τον Μεγάλο Βιρτουόζο του αιώνα.

(*) Ο Χρήστος Μαρίνος γεννήθηκε στην Αθήνα και το 1988 εγκαταστάθηκε στην Αμερική όπου και ξεκίνησε μαθήματα πιάνου μέχρι το 1993 όταν και επέστρεψε στην Ελλάδα. Ξεκίνησε πάλι το 1999 στο Ωδείο ”Νέα Τέχνη”, στο οποίο και παρέμεινε μέχρι τον Δεκέμβριο του 2003 (τάξη Χριστίνας Τερτίπη). Κατόπιν, συνέχισε τις σπουδές του στο πιάνο ενώ παράλληλα ξεκίνησε μαθήματα μουσικής ερμηνείας με τον Γιώργο Χατζηνίκο, με τον οποίο και συνεχίζει σήμερα. Το 2001 έλαβε το ”Recital Certificate in Pianoforte Performance” από το Guildhall School of Music and Drama του Λονδίνου με διάκριση και την υψηλότερη βαθμολογία που δόθηκε σε Ελλάδα και Κύπρο και τη 2η σε Αγγλία κερδίζοντας παράλληλα υποτροφία.

Ακόμα, το 2003 ολοκλήρωσε τις σπουδές αρμονίας (τάξη Γιάννη Πανταζάτου) με το αντίστοιχο πτυχίο.

Έχει παρακολουθήσει μαθήματα ”Αισθητικής της Μουσικής και της Τέχνης” (τάξη Κωνσταντίνου Π. Καράμπελα-Σγούρδα), σεμινάρια σύγχρονης μουσικής (τάξη Γιώργου Μηνά), master-classes πιάνου και διάφορα σεμινάρια για τη μουσική και τη τέχνη από τους Evgeny Kolmanovitsch, Ευάγγελο Σαραφιανό, Ζουζού Νικολούδη, Γιάννη Τράντα, Γιώργο Χατζηνίκο κ.α. Επίσης έχει παρακολουθήσει μαθήματα βιολοντσέλου με τον Ραφαήλ Κορί. Είναι υπεύθυνος του αρχείου ”Γιάννη Χρήστου”, το οποίο διατηρεί και επιμελείται από το 2001. Σε συνεργασία με το Νίκο Αδρασκέλα από το 2002, έχουν σχηματίσει πιανιστικό ντουέτο και έχουν εμφανιστεί σε συναυλίες τόσο στην Αθήνα όσο και στην επαρχία. Κύριος στόχος τους είναι να διαδώσουν τη μουσική των Ελλήνων συνθετών.

πηγή: Classicalmusic.gr

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v