Foxcatcher: Βιογραφικό δράμα που... δεν την παλεύει

Ο σκηνοθέτης του Capote επιστρέφει με ένα ακόμα βιογραφικό δράμα, το οποίο παρά το καλό του καστ δεν "βγαίνει" όσο καλό υπόσχεται.
Foxcatcher: Βιογραφικό δράμα που... δεν την παλεύει
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Μετά το “Capote” και το “Moneyball”, ο Μπένετ Μίλερ επιστρέφει με ακόμη μία βιογραφική ταινία, η οποία συνδυάζει αυτή τη φορά το μυστήριο με τα σπορ. Το “Foxcatcher” είναι η μελέτη της σχέσης τριών ανθρώπων που συναντήθηκαν με έναν περίεργο τρόπο κι η εξιστόρηση ενός εγκλήματος με ανεξιχνίαστα κίνητρα. Πατώντας και πάλι στη δύναμη των πραγματικών γεγονότων, ο Μίλερ μας βάζει στον κόσμο των ηρώων του, αλλά αυτή τη φορά μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων και μοιάζει να μην τον έχει καταλάβει καλά καλά ούτε εκείνος ούτε οι συνεργάτες του.

Η υπόθεση

Τα αδέρφια Ντέιβ και Μαρκ Σουλτς είναι κι οι δύο χρυσοί ολυμπιονίκες της πάλης. Ο Ντέιβ είναι ο μεθοδικός, ένας οικογενειάρχης και ανερχόμενος κόουτς. Ο Μαρκ είναι ο μοναχικός, ένας προσηλωμένος αθλητής σε μόνιμη αναζήτηση ενός απώτερου σκοπού. Ο Τζον Ντιπόντ είναι γόνος μιας απ' τις πιο πλούσιες οικογένειες της Αμερικής κι έχει κόλλημα με την πάλη. Μια μέρα ζητά απ' τον Μαρκ να μετακομίσει στο ράντσο του, να γίνει το αστέρι και ο προπονητής της προσωπικής του ομάδας. Θέλει και τον Ντέιβ, αλλά εκείνος αρνείται. Όταν τελικά δεχθεί, θα δει πως είχε δίκιο ν' αμφιβάλλει για την αξιοπιστία του εκκεντρικού μαικήνα...



Η κριτική

Η σύντομη, τραγική ιστορία του Τζον Ντιπόντ και των αδερφών Σουλτς είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα του Μπένετ Μίλερ. Ένας χαρακτήρας σκοτεινός, γεμάτος συμπλέγματα και καταπιεσμένα πάθη κρυμμένα πίσω απ' την προνομιούχο ανατροφή του και δυο απλοί άνθρωποι, που έφτασαν απ' την ορφάνια στην κορυφή του κόσμου ως παλαιστές, χωρίς όμως να κερδίσουν κάτι παραπάνω από μια αναμνηστική φωτογραφία. Ο Ντιπόντ τα είχε όλα, μα ήθελε να λογίζεται ως ο εθνικός μέντορας της πάλης. Οι αδελφοί Σουλτς πίστεψαν πως μπορεί να υπάρχει μια καλύτερη τύχη για τους παλαιστές που αφιερώνουν τη μισή ζωή τους στο κυνήγι ενός ολυμπιακού μεταλλίου. Όλοι τους έπεσαν έξω.

Ο Μίλερ και οι σεναριογράφοι του συμπυκνώνουν αποτελεσματικά τα πραγματικά γεγονότα χωρίς πολλές παρεμβολές κι εστιάζουν στη σχέση του Μαρκ με τον καθένα απ' τους δύο ανθρώπους που υποκατέστησαν την πατρική φιγούρα που δε γνώρισε ποτέ του. Ο Ντέιβ είναι ο άνθρωπος που καθοδηγεί τον Μαρκ, τον κρατά προσηλωμένο και τον προστατεύει απ' τον εαυτό του. Όμως ο Ντέιβ έχει πια την οικογένειά του και δεν μπορεί να κάνει τον πατέρα στον μικρό του αδερφό. Ο Μαρκ νιώθει πως ήρθε ο καιρός να τα καταφέρει μόνος του και να βγει απ' την υποτιθέμενη “σκιά” του αδερφού του. Ο Τζον Ντιπόντ βρίσκει τον Μαρκ σ' αυτό το μεταίχμιο, του παρέχει λεφτά, όραμα και μια δική του, στρεβλή εκδοχή της πατρικής στοργής. Το πείραμα πετυχαίνει για λίγο, κι έτσι ο Ντέιβ πείθεται να μετακομίσει στο ράντσο και να φέρει μαζί του κάποιους απ' τους καλύτερους παλαιστές της χώρας. Η σχέση του Μαρκ με τον Τζον όμως, έχει ήδη χαλάσει και η παρουσία του Ντέιβ δε βοηθά, αφού εκείνος δεν ψάχνει πατέρα...

Όπως και στις δύο προηγούμενες ταινίες του, ο Μίλερ βασίζει πολλά στους ηθοποιούς του και την ικανότητά τους ν' αποδίδουν τις αποχρώσεις των χαρακτήρων στις μοναχικές τους στιγμές με το πρόσωπο και το σώμα τους. Πρωταγωνιστές του εδώ, είναι ο Στιβ Κάρελ, σ' ένα σκοτεινό ρόλο πρωτόγνωρο γι' αυτόν, ο Τσάνινγκ Τέιτουμ, που έχει δοκιμαστεί με επιτυχία σε δραματικούς χαρακτήρες, και ο Μαρκ Ρούφαλο, που δεν θα τον περνούσες εύκολα για παλαιστή.

Την παράσταση κλέβει φυσικά ο Κάρελ που, με τη βοήθεια και του μακιγιάζ, μετατρέπεται σε μια φιγούρα εντελώς διαφορετική απ' τις κωμικές του περσόνες και φέρνει εις πέρας έναν δύσκολο ρόλο με τρόπο που σε στοιχειώνει. Δίπλα του ο Τέιτουμ χάνεται αφού, παρ' ότι ο ρόλος του ταιριάζει σωματικά, μοιάζει διαρκώς να σφίγγει τα χείλη του σε μια προσπάθεια να δείξει ότι “έχει θέματα”. Το ίδιο ισχύει και για τον Ρούφαλο, ο οποίος προσπαθεί υπερβολικά να μιμηθεί τις κινήσεις που προστάζει σ' έναν παλαιστή το παραμορφωμένο απ' την προπόνηση κορμί του. Το αποτέλεσμα είναι μια αχρείαστη καρικατούρα που αφαιρεί την προσοχή μας απ' τον ίδιο τον χαρακτήρα του.

Αναπόφευκτα λοιπόν, οι προφανείς ερμηνείες των δύο τρίτων του καστ υπονομεύουν το σύνολο και η δοκιμασμένη σκηνοθετική συνταγή του Μίλερ, όσο και η δυνατή κατάληξη, δεν μπορούν να διασώσουν την τελική εικόνα. Η επιφανειακή ψυχολογική προσέγγιση των χαρακτήρων γίνεται πιο έντονη με το πέρασμα του χρόνου και η προσπάθεια να αποδοθεί κίνητρο σε μια πράξη που, στην πραγματικότητα, δεν αιτιολογήθηκε ποτέ επαρκώς μοιάζει βεβιασμένη, περισσότερο σαν απόρροια μιας προσκόλλησης σε αφηγηματικές συμβάσεις παρά σαν μια καλά στοιχειοθετημένη σεναριακή υπόθεση.

Το “Foxcatcher” είναι μια ιδιόμορφη ταινία. Μοιάζει καλύτερη απ' ότι είναι, μας δελεάζει με την αναφορά της στην πραγματικότητα, αλλά δεν μας δίνει ποτέ το ολοκληρωμένο δράμα το οποίο υπόσχεται στο ξεκίνημά της.

Βγαίνουν ακόμη:
Το ενδιαφέρον ουγγρικό δράμα “White God”, το βιογραφικό “Saint Laurent”, το υπερφίαλο έπος “Exodus: Gods and Kings” (που μάλλον θα 'πρεπε να βγει το Πάσχα), το γαλλικό δράμα “Un Illustre Inconnu”, ο “Χειμώνας” του Κωνσταντίνου Κουτσολιώτα, ο “Κοινός Παρονομαστής” του Σωτήρη Τσαφούλια, η ταινία κινουμένων σχεδίων “Paddington” και τα ντοκιμαντέρ “Yalom's Cure” και “Καλάβρυτα: Ανθρωποι & Σκιές”.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v