Nymphomaniac Vol.1: Η διατριβή του Τρίερ… στο σεξ

Στο πρώτο μισό του νέου του «έπους», ο Τρίερ μας αφηγείται καλαίσθητα τις σεξουαλικές περιπέτειες μιας νυμφομανούς, με προβλέψιμο κι απλοϊκό όμως τρόπο.
Nymphomaniac Vol.1: Η διατριβή του Τρίερ… στο σεξ
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Αφού κατέρριψε το παγκόσμιο ρεκόρ για τα περισσότερα διαφημιστικά πόστερ που βγήκαν ποτέ για κινηματογραφική ταινία (πόστερ; ποιος κρεμάει πια πόστερ;) το “Nymphomaniac”, η νέα υπερπαραγωγή του Λαρς Φον Τρίερ βγαίνει στις αίθουσες σε 2 δίωρα μέρη. Αδικημένο δίχως άλλο απ’ αυτή την αποσπασματική διανομή, το πρώτο μέρος αποτυγχάνει να μας ανοίξει την όρεξη για τη συνέχεια και επιβεβαιώνει περίτρανα το πόσο δύσκολο είναι να κάνεις μια τετράωρη κινηματογραφική ψευδοδιατριβή πάνω σε μια ψυχική κατάσταση και τις αντιλήψεις της κοινωνίας γι’ αυτήν χωρίς να μοιάζει με μια καλαίσθητη παρουσίαση των σκέψεών σου σε ένα εντυπωσιακό power-point.

Η υπόθεση

Γυρνώντας στο σπίτι του ένα βράδυ, ο μεσήλικας εργένης Σέλιγκμαν βρίσκει μια κοπέλα να κείτεται χτυπημένη στο πεζοδρόμιο. Αφού προσφέρεται να καλέσει το ασθενοφόρο ή την αστυνομία κι εκείνη αρνείται, την περιμαζεύει στο σπίτι του για λίγο τσάι και ξεκούραση. Στη διάρκεια της νύχτας, η Τζο θα του εξιστορήσει το πώς έφτασε μέχρι το σπίτι του, τα χρονικά δηλαδή μιας αυτοδιαγνωσμένης νυμφομανούς...



Η κριτική

Πριν γράψω οτιδήποτε, ας βγάλω απ’ τη μέση την πιο γελοία στιγμή στην ταινία, εκεί που, εν μέσω της εξιστόρησης των σεξουαλικών της περιπετειών, ο Σέλιγκμαν λέει στη Τζο ότι είναι εβραίος και πως η οικογένειά του είναι “αντισιωνιστές και όχι αντισημίτες”, κάτι που “δεν είναι το ίδιο, όπως θέλουν να πιστεύουμε κάποιοι πολιτικοί”... Δεν είμαι απόλυτα σίγουρος, αλλά νομίζω ότι για λίγα δευτερόλεπτα η φάτσα του Στέλαν Σκάρσγκαρντ παραμορφώθηκε για να πάρει τη μορφή του Λαρς Φον Τρίερ, αποκαλύπτοντάς μας ότι ο Σέλιγκμαν δεν είναι το υποκατάστατό μας μέσα στην ταινία, αλλά το δικό του. Βλέπουμε τον ίδιο τον σεναριογράφο και σκηνοθέτη να ακούει την ιστορία που εκείνος έχει σκαρφιστεί και να αντιδρά σ’ αυτήν. Ας είναι.

Τι άλλο θα μπορούσε να πραγματεύεται μια ταινία που λέγεται “Nymphomaniac” παρά την ιστορία μιας νυμφομανούς; Ο Λαρς Φον Τρίερ συνεχίζει τα παιχνίδια με τους μονολεκτικούς τίτλους και επιχειρεί και πάλι να μας στρέψει στο θέμα του τίτλου του πριν μας φέρει αντιμέτωπους με τις προκαταλήψεις μας γι’ αυτό. Αυτή τη φορά βέβαια, ο κεντρικός του χαρακτήρας δεν έχει αυταπάτες, η Τζο έχει ήδη καταδικάσει τον εαυτό της πριν την καταδικάσουμε εμείς κι έτσι η απολογία της έχει χαρακτήρα καθαρτικό. Επιπλέον μας βγάζει απ’ τη θέση του κριτή και μας βάζει στη θέση του εξομολογητή. Αλλά, ξέχασα, ο Σέλιγκμαν δεν είμαστε εμείς, αλλά ο Φον Τρίερ και γι’ αυτό μας λέει τι πρέπει να σκεφτούμε σε κάθε βήμα της εξομολόγησης. Δεν ξέρει να ακούει και υποθέτει ότι ούτε κι εμείς ξέρουμε... Ευχαριστούμε Λαρς.

Σ’ αυτό το πολύ συγκεκριμένο σκηνικό λοιπόν, όπου δύο άγνωστοι μεταξύ τους άνθρωποι παίζουν το παιχνίδι της εξομολόγησης, ο δημιουργός επιλέγει να μην πειραματιστεί με την αφήγηση κι έτσι η Τζο παίρνει τα πράγματα από την αρχή, πίσω στα μικράτα της, σταχυολογώντας σκηνές από την έντονη σεξουαλική ζωή της, οι οποίες στοιχειοθετούν, υποτίθεται, την κακή γνώμη που έχει ήδη εκφράσει απερίφραστα για τον εαυτό της. Έτσι, αναγκάζει τον ευγενή και ανοιχτόμυαλο Σέλιγκμαν να γίνει απολογητής της και μαζί απολογητής της κοινωνίας ολόκληρης που από αντανακλαστικό και μόνο θα συμφωνούσε με την Τζο. Ακούγεται πολύ απλό και έτσι ακριβώς είναι, το πρώτο μέρος τουλάχιστον.

Στο τέλος, αν και ξέρουμε ότι έπεται και συνέχεια, δε νομίζω ότι ο Φον Τρίερ μας αφήνει περιθώρια να περιμένουμε κάτι άλλο, πέρα από την εξέλιξη των ερωτικών περιπετειών της Τζο που από το preview των τίτλων τέλους δείχνουν να παίρνουν μια πιο άγρια μορφή. Από καθαρά ηδονοβλεπτική επιθυμία, θα το δούμε, ζηλεύοντας ίσως και τον μπάρμπα που ακούει τις ερεθιστικές λεπτομέρειες από πρώτο χέρι. Κατά τ’ άλλα, η ουσία έχει εξαντληθεί και το αλισβερίσι δημιουργού και θεατή μένει πλέον στο αισθητικό επίπεδο. Το λέει άλλωστε και η Τζο στον Σέλιγκμαν (ή μήπως ο Φον Τρίερ σε μας;), “η ιστορία μου είναι μακριά και ηθικολογική”... Σαν εκπαιδευτικό παραμύθι δηλαδή.

Αναμφισβήτητα, ο Δανός είναι ένας σκηνοθέτης, όχι μόνο τολμηρός, αλλά και μαέστρος της τέχνης του και οι περισσότερες ταινίες του αποτελούν μια γερή απόδειξη ότι ξέρει να λέει αυτό που θέλει να πει, πλάθοντας εικόνες. Στο “Nymphomaniac: Volume 1” πάλι, δεν φέρνει τίποτε το καινούργιο ή το εντυπωσιακό στο τραπέζι. Η προβλέψιμη αισθητική προσέγγιση, αν και άρτια ως επί το πλείστον (αφήνω στην άκρη το χιλιοφορεμένο ασπρόμαυρο του νοσοκομείου), υπονομεύεται κατά τη γνώμη μου κι από τη χρήση καρτών τίτλων και άλλων γραφιστικών στοιχείων τα οποία δεν είναι ούτε ιδιαίτερα αστεία ούτε επεξηγούν κάτι που δεν καταλαβαίνουμε από την αφήγηση. Τα κεφάλαια επίσης, δε δίνουν κανένα επιπλέον λογοτεχνικό βάρος στο κείμενο, το οποίο πάσχει από τις αμπελοφιλοσοφίες και τις φιλολογικές ακροβασίες του Σέλιγκμαν, που βιάζουν ανελέητα την απλή και πολύ προσωπική εξομολόγηση της Τζο.

Θα έχετε καταλάβει μέχρι τώρα ότι αυτή είναι μια ταινία των πολλών σταρ, αλλά των δύο χαρακτήρων, του εξής ενός δηλαδή, της Τζο. Η Σαρλότ Γκενσμπούργκ, μια ηθοποιός που απ’ ότι φαίνεται “πιάνει” το όραμα του Φον Τρίερ, καταφέρνει κι εδώ να αποδείξει πόσο άνετη είναι σε όποιον ρόλο κι αν κληθεί να ενσαρκώσει και μας κρατά μόνη της στην καρέκλα μέχρι τους τίτλους τέλους, παρ’ ότι στα φλας-μπακ στη νεότητά της δεν παίζει η ίδια, αλλά μια πρωτάρα, η άχρωμη Στέισι Μάρτιν. Εν τω μεταξύ, όσο ο Στέλαν Σκάρσγκαρντ τιμά απλώς τον διεκπεραιωτικό ρόλο που του έχει δοθεί, οι υπόλοιποι, με την εξαίρεση της Ούμα Θέρμαν που έρχεται και φεύγει σα σίφουνας σε μια σεκάνς που θυμίζει “Δόγμα”, δεν υπάρχουν ούτε ως χαρακτήρες ούτε ως ερμηνευτές. Ο Σία Λαμπέφ περνά και δεν ακουμπά το αντικείμενο του πόθου της Τζο, ενώ ο Τσάρλι Σλέιτερ μοιάζει να μην ξέρει τι ακριβώς κάνει αφού ο γιατρός πατέρας και τα παραληρήματά του για τα φύλλα των δέντρων δεν έχουν κανένα εμφανή λόγο ύπαρξης στο νοηματικό πλαίσιο της ταινίας.

Το “Nymphomaniac: Volume 1” από μόνο του, μιας και έτσι μας σερβίρεται από τη διανομή, δε δικαιολογεί σε τίποτε τις προσδοκίες ή τον ντόρο που οι διαφημιστές του Φον Τρίερ επέλεξαν να κάνουν για την ταινία του. Ας ελπίσουμε ότι το δεύτερο μέρος θα μας δώσει έναν καλύτερο λόγο ύπαρξης γι’ αυτό το τετράωρο έπος ή το πενταμισάωρο unrated DVD που πιθανότατα θα ακολουθήσει.

Βγαίνουν ακόμη:

Το επικό και τρισδιάστατο “The Legend of Hercules”, το κορεάτικο δράμα “In Another Country” του Χονγκ Σανγκ-Σου, η γαλλική κωμωδία “Me, Myself and Mum” και η “Λιμουζίνα” του Νίκου Παναγιωτόπουλου, μια πραγματική απογοήτευση και μια ακόμη ένδειξη ότι οι έλληνες δημιουργοί έχουν χάσει την αίσθηση του κωμικού σε όλες τις εκφάνσεις του και πρέπει να την ψάξουν επειγόντως.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v