Promised Land: Μασημένη χολυγουντιανή τροφή για σκέψη

 Το Χόλυγουντ αναθέτει στον Ματ Ντέιμον και τον Τζον Κρασίνσκι να γράψουν ένα απλοϊκό, προβλέψιμο σενάριο για το πόσο κακές είναι οι μεγάλες εταιρίες που προσπαθούν να εκμεταλλευτούν επαρχιώτες. Καλώς ή κακώς, ο Γκας Βαν Σαντ το σκηνοθετεί επιδέξια.
Promised Land: Μασημένη χολυγουντιανή τροφή για σκέψη
του Λουκά Τσουκνίδα

Ένα σενάριο του Ματ Ντέιμον και του Τζον Κρασίνσκι, οι οποίοι πρωταγωνιστούν κιόλας, είναι αυτό που ο Γκας Βαν Σαντ κλήθηκε να υλοποιήσει σκηνοθετικά και να ευλογήσει με την ευχέρεια που διαθέτει στο να κινηματογραφεί την αμερικάνικη επαρχία. Το “Promised Land” είναι μια ταινία που, στα παλιά βιντεοκλάμπ, θα την έβρισκε κανείς στα κοινωνικά, μια ιστορία με ένα ευγενές κεντρικό μήνυμα, προφανές απ' το πρώτο μέχρι το τελευταίο αναμενόμενο λεπτό της, καλοστημένη σε ένα βαθμό και εξαιρετικά παιγμένη από όλους τους εμπλεκόμενους. Κρίμα όμως που, αν τη δεις μέχρι τέλους, νιώθεις ότι ανήκει σε άλλο ράφι, δίπλα σ' εκείνες τις ξεπλυμένες οικογενειακές ταινίες της Ντίσνεϊ που βλέπαμε κάτι βαρετά κυριακάτικα μεσημέρια και μαθαίναμε πώς ο κόσμος μπορεί να γίνει καλύτερος με μηδενικό κόπο.

Η υπόθεση

Ο Στιβ Μπάτλερ, πρόσφατα προαχθείς σε προϊστάμενο, και η συνεργάτιδά του Σου, καταφτάνουν στη μικρή πόλη Μακίνλι για να πείσουν τους κατοίκους και τους τοπικούς άρχοντες να πουλήσουν τη γη τους στην εταιρεία τους, ώστε να εγκαταστήσει αντλίες φυσικού αερίου και να τους κάνει εκατομμυριούχους. Η δουλειά όμως είναι δυσκολότερη απ' ό,τι περίμεναν, ενώ ο τοπικός συνταξιούχος επιστήμων κι ένας οικοακτιβιστής, σκοπεύουν να την κάνουν ακόμη πιο δύσκολη. Έτσι, η μάχη για τις υπογραφές και τις καρδιές των άξεστων χωρικών ξεκινά, με τον Στιβ να συνειδητοποιεί στην πορεία πολύ περισσότερα απ' όσα θα μπορούσε να φανταστεί.

 

Η κριτική

Οι μεγάλες εταιρείες που αγοράζουν τη γη των φτωχών αγροτών και, παρά τις ελλιπείς μελέτες και το μεγάλο ρίσκο, ξεζουμίζουν το έδαφος μέχρι να φύγουν και ν' αφήσουν πίσω τους έναν τόπο χωρίς κανένα περιθώριο περαιτέρω ανάπτυξης είναι κακές και χρησιμοποιούν κάθε μέσο για να πάρουν αυτό που θέλουν, αλλά χάνουν τη μάχη στη στιγμή όταν ένας άνθρωπος αποφασίσει να αλλάξει τις προτεραιότητες της ζωής του και να αναθεωρήσει τις βασικές αξίες του. Τώρα που χωνέψαμε το μήνυμα ας προχωρήσουμε στην ταινία.

Το πιο δυνατό χαρτί του σεναρίου των Ντέιμον-Κρασίνσκι είναι κατά τη γνώμη μου οι χαρακτήρες και ο τρόπος με τον οποίο μας αποκαλύπτονται σιγά-σιγά. Ο Στιβ, επαρχιωτόπουλο κι αυτός, δε μοιάζει να έχει τίποτε άλλο πέρα απ' αυτή τη δουλειά κι έτσι, όταν μαθαίνει το νέο της προαγωγής του, η επιτυχία της τρέχουσας συμφωνίας παίρνει διαστάσεις προσωπικής αποστολής και ίσως εξόφλησης ενός άτυπου χρέους προς την εταιρεία που τον επιβράβευσε. Η Σου πάλι, η οποία έχει έναν γιο που υπεραγαπά και λόγω της δουλειάς τον βλέπει πολύ λίγο, είναι πολύ πιο κυνική, αποζητά το κλείσιμο της υπόθεσης όσο πιο γρήγορα γίνεται, είτε με επιτυχία είτε όχι, αρκεί να γυρίσει στο σπίτι της. Οι δυο τους πρέπει να συνεργαστούν και η συναισθηματική εμπλοκή του Στιβ συγκρούεται με την πρακτική προσέγγιση της Σου με αμφιλεγόμενα αποτελέσματα.

Όταν ο Ντάστιν εμφανίζεται στο προσκήνιο με την ακτιβιστική του ατζέντα και την αυτοπεποίθηση κάποιου που έχει το “καλό” με το μέρος του, οι δύο “εκτελεστές” αποκτούν έναν ορατό αντίπαλο. Φιλικός και άνετος με όλους, ο Ντάστιν αποδεικνύεται πολύ καλός στο να κερδίζει τις καρδιές των ανθρώπων και να κάνει τον Στιβ να μοιάζει σαν μια προσωποποίηση του “κακού”. Η παρακάτω εξέλιξη της πλοκής, ασχέτως αν διαλύει κάθε πρόσχημα σοβαρότητας και υπονομεύει τις καλές προθέσεις των δημιουργών, δικαιολογείται απόλυτα απ' την εντύπωση που έχουμε σχηματίσει για τους τρεις αυτούς ανθρώπους και δικαιολογεί, επίσης, κάποιες περίεργες συμπεριφορές τους.

Παρ' όλ' αυτά, και παρ' ότι το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας για την μαζική εξαγορά δε φαίνεται σίγουρο για καμιά πλευρά, η μάχη μεταφέρεται ανεξήγητα σε προσωπικό επίπεδο όταν ο Στιβ νιώθει τα βλέμματα μίσους των “καλών” ανθρώπων της πόλης να τον στοχεύουν κι ο Ντάστιν “κερδίζει το κορίτσι” χωρίς να κοπιάσει καθόλου. Έτσι, ο φακός φεύγει απ' τους άμεσα ενδιαφερόμενους, δηλαδή την πόλη και τους ανθρώπους της, για να εστιάσει στο προσωπικό ταξίδι “σωτηρίας” του Ματ Ντέιμον —συγνώμη, του Στιβ— το οποίο μας ανακοινώνεται εντελώς άκομψα τη στιγμή που η Σου τραγουδάει, με μικρή επιτυχία, ένα χριστιανικό τραγουδάκι (σώθηκα όταν είδα το φως κλπ) μπροστά σ' ένα πλήθος μεθυσμένων χωριατών στο μπαρ της πόλης.

Σταδιακά λοιπόν, το μήνυμα γίνεται πιο “αναγεννημενοχριστιανικό” κι η ευκολία του “σώσε τον εαυτό σου κι ο κόσμος θ' ακολουθήσει” γίνεται το δόγμα μιας ταινίας που πλέον αδιαφορεί με βιβλικών διαστάσεων αυτοπεποίθηση για το πόσο πιστευτή είναι η πλοκή της και πόσο μασημένη είναι η τροφή για σκέψη που υποτίθεται ότι θέλουν να μας δώσουν οι δυο αστέρες του “μεγαλοεταιρειοεπιδοτούμενου” Χόλιγουντ με τις αγνές προθέσεις.

Τι κρίμα που ο Γκας Βαν Σαντ κάνει τόσο καλά ακριβώς αυτό για το οποίο έχει προσληφθεί! Μας φέρνει πολύ κοντά στο τοπίο και τους ανθρώπους του μόχθου που του δίνουν ζωή και γίνεται συνένοχος των σεναριογράφων με τη δεξιοτεχνία του, τραβώντας μας με την γοητευτική κάμερά του μέσα στην ιστορία που λαβαίνει χώρα στο μακρινό, ασήμαντο Μακίνλι χωρίς να υπολογίσει ότι στο τέλος θα νιώσουμε ακόμη πιο χειραγωγημένοι και ηλίθιοι.

Το “Promised Land” είναι μια ευχάριστη ταινία για μικρά παιδιά. Αυτό που ο Ντέιμον λέει στον Κρασίνσκι τη στιγμή της “μεγάλης αποκάλυψης” θα έπρεπε οι δυο τους να το πουν στον εαυτό τους.

Βγαίνουν ακόμη:
Το καλό δανέζικο θρίλερ “A Hijacking”, βασισμένο σε μια αληθινή περίπτωση σύγχρονης πειρατείας, το πορτογαλικό δράμα “Tabu”, η ταινία φαντασίας “Beautiful Creatures”, το αλβανικό δράμα “Agon”, το “Man at Sea” του Κωνσταντίνου Γιάνναρη και η ταινία κινουμένων σχεδίων “Barbie: Η Μπαλαρίνα με τις Μαγικές Πουέντ”.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v