Rust and Bone: Ένα ιδιόμορφο love story που δεν... τσουλάει

Η νέα ταινία του σκηνοθέτη που μας έδωσε τον εξαιρετικό "Προφήτη" έχει δύο υπέροχους πρωταγωνιστές, την Μαριόν Κοτιγιάρ και τον Ματίας Σούναρτς, δεν ανταποκρίνεται όμως εν τέλει στις μεγάλες προσδοκίες που δημιουργεί και καταλήγει μέτρια έως αδιάφορη.
Rust and Bone: Ένα ιδιόμορφο love story που δεν... τσουλάει
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Ο άνθρωπος που μας μάγεψε με τον “Προφήτη” επιστρέφει στις αίθουσες με το φιλόδοξο “Rust and Bone”, ένα βαρύ μελόδραμα αμφιλεγόμενης θεματολογίας με την Μαριόν Κοτιγιάρ σ' έναν εξαιρετικά απαιτητικό ρόλο. Στη νέα του ταινία, αναμενόμενα καλοφτιαγμένη και καλοπαιγμένη, ο Ζακ Οντιάρ επιχειρεί να ψυχογραφήσει δύο διαφορετικούς ανθρώπους και τη σχέση τους μέσα από ένα ιδιόμορφο λαβ-στόρι, αλλά το αποτέλεσμα μοιάζει ημιτελές και το μήνυμα συγκεχυμένο.

Η υπόθεση

Ο Αλί φεύγει απ' το Βέλγιο μαζί με τον μικρό γιο του για να βρει μια καλύτερη τύχη στη Γαλλία, εκεί που ζει η αδερφή του με τον άντρα της. Πιάνει δουλειά ως μπράβος σε κάποιο κλαμπ κι εκεί, μετά από μια φασαρία, γνωρίζει την Στεφανί, μια όμορφη εκπαιδεύτρια φαλαινών που αρέσκεται στο να βγαίνει μόνη της και να χορεύει υπό τα αντρικά βλέμματα. Όταν εκείνη πέφτει θύμα ενός εργατικού ατυχήματος, καλεί τον ελκυστικό σεκιουριτά και εκείνος ανταποκρίνεται φιλικά, αλλά κι ερωτικά. Μια εύθραυστη σχέση αναπτύσσεται μεταξύ τους, ανάμεσα στον κτηνώδη Αλί και την αυτάρεσκη Στεφανί...



Η κριτική

Όπως και στον “Προφήτη”, έτσι κι εδώ, ο ανδρικός χαρακτήρας του Οντιάρ είναι ένας μετανάστης που καλείται να τα βγάλει πέρα με όπλα του ένα κτηνώδες ένστικτο επιβίωσης κι έναν ανεπιτήδευτο ωφελιμισμό που τον καθιστά αυτομάτως μόνο εναντίον όλων. Σε αντίθεση με την αδερφή του που έχει βάλει ρίζες και λαχταρά μια οικογενειακή ζωή και μια σταθερότητα, ο Αλί περιφέρεται ακόμη χωρίς σκοπό με μια ηδονιστική προσέγγιση που αποκλείει κάθε υποψία βαθύτερου δεσμού με τους άλλους, πέρα απ' την ενστικτώδη αγάπη που έχει για τον γιο του και την απέχθεια που νιώθει πλέον για την πρώην γυναίκα του. Η Στεφανί του γυαλίζει, τη γοητεύει χωρίς προσπάθεια με το θράσος, την άγνοια κινδύνου και την ανδροπρέπειά του, πριν φύγει αφήνοντας απλώς ένα τηλέφωνο.

Εδώ είναι που το σενάριο του Οντιάρ αρχίζει να τρέμει αφού με ένα μουσικό φαστ-φόργουορντ παρακολουθούμε τη Στεφανί να χάνει τον κόσμο από τα πόδια της και πικρόχολη και μόνη, να ανασύρει απ' τη μνήμη της το νούμερο του Αλί, ενός σεκιουριτά που αφού έδειρε τον τύπο που την παρενοχλούσε τόλμησε να της “την πει” και να την αναγκάσει να παραδεχτεί ότι αρέσκεται να σκανδαλίζει τους άνδρες με το χορό κι ύστερα να τους παρατά σύξυλους. Με έναν ανεξήγητο τρόπο θεωρεί ότι αυτός είναι ο “φίλος” που χρειάζεται εκείνη τη στιγμή κι εκείνος, χωρίς δεύτερη σκέψη της παρέχει όσα μοιάζει να έχει ανάγκη, χωρίς ίχνος προκατάληψης, συστολής ή έστω φόβου μπροστά στην ευθύνη που του ανατίθεται. Η σχέση τους θεμελιώνεται σε λάθος βάσεις, αλλά δουλεύει κι αναρωτιέται κανείς πού μπορεί να καταλήξει όλο αυτό.

Το ζήτημα είναι ότι μόλις ο Αλί και η Στεφανί έρχονται μαζί στο προσκήνιο, οι άλλες πτυχές της ζωής του Αλί μπαίνουν στη σκιά κι επανέρχονται μόνο μέσα από μια εκβιαστική υποπλοκή με κινωνικοπολιτικό επικάλυμμα και ένα παρολίγον τραγικό ατύχημα τραβηγμένο απ' τα μαλλιά, σε βαθμό προσβλητικό. Η Στεφανί πάλι, είναι ένας χαρακτήρας για τον οποίο δεν ξέρουμε τίποτε κι ούτε μαθαίνουμε ποτέ, πέρα απ' το ότι της άρεσε πάρα πολύ να κατευθύνει τα κήτη να χορεύουν με τις κινήσεις του σώματός της. Κάποιος μουσάτος τη θεωρεί ικανή να αναλάβει τα πάρε-δώσε του με τον υπόκοσμο, εκείνη δεν απωθείται απ' το να βλέπει μαντράχαλους να πλακώνονται μέχρι θανάτου σε μάντρες ανταλλακτικών κι επιπλέον, φαίνεται να έχει ανάγκη από έναν άνθρωπο που τη βλέπει με τον κυνισμό και την πρωτοφανή αχρωματοψία του Αλί.

Όλα αυτά, ο Οντιάρ τα αποδίδει με το στιλ που τον έκανε γνωστό, με μια άψογη κινηματογράφηση που αποθεώνει το πάθος των χαρακτήρων και δείχνει σεβασμό στις πιο λεπτές πτυχές της ιστορίας τους –αν βέβαια παραβλέψουμε τις ενστάσεις που θα μπορούσε κανείς να έχει για τον περιοδικίστικο εξωραϊσμό τους. Οι πρωταγωνιστές του, η Μαριόν Κοτιγιάρ και ο Ματίας Σούναρτς, είναι εξαιρετικοί στους ρόλους τους και αποδίδουν ξεκάθαρα, νομίζω, όσα τους χωρίζουν κι όσα τους ενώνουν ως χαρακτήρες. Δυστυχώς όμως, δεν είναι ούτε ελκυστικοί ούτε κρύβουν κάτι ιδιαιτέρως ενδιαφέρον πίσω απ' την επιφανειακότητά τους και τον πεζό τρόπο με τον οποίο αλληλλεπιδρούν, ώστε να κινήσουν το δράμα και να προκαλέσουν το συναίσθημά μας χωρίς τη βοήθεια των κραυγαλέων σεναριακών ευρημάτων του δημιουργού.

Το “Rust and Bone” είναι μια ταινία που ξεκινά δυνατά, κατρακυλά στην αδιάφορη μετριότητα και καταλήγει κακή, παρά τις αρχικές προδιαγραφές της για κάτι πολύ καλύτερο. Ο Οντιάρ έθεσε πολύ ψηλά τον πήχη και να δούμε πότε και πώς θα τον περάσει.

Βγαίνουν ακόμη:
Το “Αν...” του Χριστόφορου Παπακαλιάτη και η ταινία κινουμένων σχεδίων “Rise of the Guardians”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v