Frankenweenie: Ο παλιός καλός Tim Burton επιστρέφει

Η νέα μακάβρια κομεντί του μάστορα του είδους μπορεί να μην ανακαλύπτει την κινηματογραφική πυρίτιδα, αλλά σηματοδοτεί την επιστροφή του Tim Burton στον καλό του εαυτό, με έξτρα δόσεις νεανικού γκοθ.
Frankenweenie: Ο παλιός καλός Tim Burton επιστρέφει
του Λουκά Τσουκνίδα 

Μετά από τις αμφιλεγόμενες επιλογές των τελευταίων χρόνων, ο αγαπημένος σκηνοθέτης των απανταχού περιστασιακών φίλων της γκοθ αισθητικής, ο Tim Burton, επιστρέφει στα γνωστά του λημέρια κι επεκτείνει σε μεγάλου μήκους –και μάλιστα 3D— ένα παλιό του φιλμάκι με τον τίτλο “Frankenweenie”. Πρόκειται για μια διασκεδαστική διασκευή της γνωστής ιστορίας του Δρ. Φρανκενστάιν, και είναι μια ταινία κινουμένων μοντέλων γυρισμένη με τη μέθοδο του stop-motion, στο γνωστό στιλ του σκηνοθέτη και με πιο χαλαρή, παρά “σκοτεινή” διάθεση. Το αποτέλεσμα είναι όμορφο, ψυχαγωγικό και χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις.

Η υπόθεση

Βρισκόμαστε στην κωμόπολη του Νιου Χόλαντ λίγες μέρες πριν απ' τη μεγάλη “Γιορτή των Ολλανδών” και ο μικρός Βίκτορ Φρανκενστάιν είναι απαρηγόρητος, αφού έχει προκαλέσει, εμμέσως, το θάνατο του αγαπημένου του σκύλου, Σπάρκι. Μόνη του λύση είναι να επαναφέρει το μοναδικό του φίλο στη ζωή, και το μάθημα του κυρίου Ζικρούσκι για τον ηλεκτρισμό του δίνει μια ιδέα. Άσσος όπως είναι στη φυσική, στήνει ένα εργαστήριο στη σοφίτα και με τη δύναμη του κεραυνού τα καταφέρνει. Τα νέα όμως ταξιδεύουν γρήγορα στο μικρό Νιου Χόλαντ και με το σχολικό διαγωνισμό επιστημονικού πρότζεκτ να πλησιάζει, όλα τα παιδιά θέλουν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Βίκτορ...



Η κριτική

Καταλαβαίνω την επιλογή της ασπρόμαυρης παλέτας απ' τη μεριά του Burton, αφού η ταινία του είναι ένας φόρος τιμής όχι μόνο στο Δρ. Φρανκενστάιν, αλλά και σε άλλες ταινίες τρόμου της πολύ παλιάς εποχής του σινεμά –μήπως έχει παραγίνει αυτή η ψύχωση των βετεράνων σκηνοθετών με τις ρίζες της τέχνης τους; Αυτό που δεν καταλαβαίνω όμως είναι η εκ νέου κακή εφαρμογή του δόγματος “3D νά 'ναι κι ότι να 'ναι”, ειδικά μετά από την πλήρως αποτυχημένη απόπειρα με την “Αλίκη”. Αν συνεχιστεί αυτό, κανείς δε θα επιλέγει να πληρώσει παραπάνω για να δει μια ταινία στην αντίστοιχη 3D αίθουσα κι η καινούργια παχιά αγελάδα της βιομηχανίας θα στερέψει πριν καν σιτέψει.

Έχοντας βγάλει απ' τη μέση αυτό το ζήτημα, μπορώ να πω ότι σ' αυτό το φιλμ ο Tim Burton μοιάζει να ξαναβρίσκει λίγο το παλιό του “άγγιγμα”, εκείνο το μίγμα γκοθιάς και χιούμορ που τον καθιέρωσε εξαρχής, ακολουθώντας την πολυφορεμένη, αλλά σίγουρη συνταγή του αγαπημένου του stop-motion. Τα γνώριμά του μοντέλα με τους μαύρους κύκλους στα μάτια φαίνονται σε πολύ καλύτερη φόρμα απ' τους ηθοποιούς των πιο πρόσφατων ταινιών του, η αισθητική των σκηνικών του είναι απείρως πιο συγκροτημένη και ατμοσφαιρική, το χιούμορ του ρέει πολύ πιο φυσικά, ενώ δε μου έλειψαν καθόλου και οι συνήθεις μανιερισμοί του Τζόνι Ντεπ.

Εντάξει, το “Frankenweenie” είναι μια ταινία που γέρνει μάλλον προς το νεανικό, έως πολύ νεανικό κοινό και όχι το γνώριμο “παραμύθι για μεγάλους” που ο Μπέρτον φαινόταν κάποτε να οδεύει ολοταχώς προς το πατεντάρισμά του. Αλλά είναι συγχρόνως και μια πολύ διασκεδαστική ιστορία, απλή και ξεκάθαρη ως προς τα “καλά” της μηνύματα, φτιαγμένη περισσότερο για να προκαλέσει το γέλιο με μια επίγευση καλής διάθεσης, παρά την ψευδαίσθηση ότι όποιος το βλέπει γίνεται μάρτυρας μιας ξεχωριστής στιγμής στην ιστορία του σινεμά και της αισθητικής.

Ο δημιουργός διαχειρίζεται ωραία τα κλισέ του είδους που παρωδεί –κάτι που πάντα έκανε πολύ καλά,στήνει επιδέξια τα οπτικά του γκαγκς και αφηγείται το παραμύθι του χωρίς περιττούς διδακτικούς μονολόγους και άλλα στρογγυλέματα του μακάβριου στοιχείου. Αν δεν άφηνε και κάποιους χαρακτήρες ημιτελείς, το μικρό του σύμπαν θα αποκτούσε περισσότερο βάθος κι ενδιαφέρον και το συνολικό αποτέλεσμα θα ήταν πολύ πιο ελκυστικό.

Το “Frankenweenie” είναι διασκεδαστικό, αλλά τίποτε το εξαιρετικό. Είναι απλώς, μια χαριτωμένα μακάβρια κομεντί.

Βγαίνουν ακόμη:

Το βασανιστικό έπος παολοκοελικής αμπελοφιλοσοφίας “Cloud Atlas” των Τίκβερ-Γουατσόφσκι, η χλιαρή δανέζικη κομεντί “Superclasico”, το υπερφίαλο “Holy Motors” του, κάποτε εκκεντρικού, Λεός Καράξ, η κομεντί “Hope Springs”, το αργοπορημένο “Forest(2003)” του Μπένεντεκ Φλίγκαουφ και, σε επανέκδοση, το “Nosferatu (1922)” του Φρίντριχ Μούρναου.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v