Ο απολογισμός του 53ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης

Το 53ο Διεθνές Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης «σφύριξε» τη λήξη το βράδυ της Κυριακής και επιχειρούμε έναν απολογισμό της διοργάνωσης που δεν απέφυγε να δώσει αφορμές για γκρίνια, αλλά και για ικανοποίηση. Δείτε ποια απέσπασαν τα φετινά βραβεία.
Ο απολογισμός του 53ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Η επίσημη λήξη του 53ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, το βράδυ του Σαββάτου, συνοδεία των βραβείων και της νέας ταινίας του Χονγκ Σανγκ-σου “Στη Χώρα των άλλων”, βρήκε ένα μεγάλο μέρος του κοινού να συγκρίνει τη φετινή διοργάνωση με τις προηγούμενες και να ψιθυρίζει λίγο-πολύ ότι η φετινή λίστα, πέραν των εξαιρετικών αφιερωμάτων, δε διακρινόταν από την ποικιλία άλλων ετών και δεν προκάλεσε ανάλογες συζητήσεις ή σινεφίλ ενθουσιασμό.

Ίσως να ήταν η Σάντι που απέτρεψε την παρουσία πιο πιασάρικων αμερικάνικων τίτλων ή η σχετική θεματική ομοιογένεια, η εμμονή με το δράμα και η εμφανής απουσία των περισσότερων κινηματογραφικων ειδών. Ίσως να είναι και οι αυξημένες προσδοκίες ενός φεστιβαλόφιλου, απ’ τη στιγμή που αφιερώνει χρόνο και χρήμα και αποζητά το θετικό πρόσημο στον τελικό απολογισμό του, την αίσθηση ότι συμμετείχε σε μια ολοκληρωμένη κινηματογραφική εμπειρία και ότι βρέθηκε για λίγο μπροστά στις τελευταίες εξελίξεις στο παγκόσμιο σινεμά.

Αν εξαιρέσει όμως κανείς τη σύντομη εποχή των παχιών αγελάδων που το crowd-pleasing ανέβηκε πιο ψηλά στην ατζέντα, το ρίσκο είναι το ίδιο κάθε χρόνο. Οι θεατές επιλέγουν με τα δικά του κριτήρια ο καθένας, άλλοι ψάχνουν στο ίντερνετ για κριτικές κι άλλοι διαβάζουν με προσοχή τις περιλήψεις και ρουφάν τα τρέιλερ πριν από κάθε φεστιβαλική ημέρα, ενώ στο μέσο της εβδομάδας μεγαλύτερο ρόλο παίζουν οι φήμες και οι ψίθυροι γύρω απ’ τις ταινίες που έχουν ήδη παιχτεί μια φορά όπως και η διαθεσιμότητα των εισιτηρίων που είναι σταθερή πηγή παραπόνων και γκρίνιας.

Φέτος δεν άλλαξαν πολλά, πέρα από μια εμφανή στροφή σε θεματικές που έχουν να κάνουν και με το κλίμα στο οποίο ζούμε, ταινίες προβληματισμού ή και σοκ ακόμη, για ένα τμήμα του ντόπιου πλήθους –γιατί αυτό είναι εν τέλει οι σινεφίλ και οι φεστιβαλόφιλοι- που παλινδρομεί σταθερά απ’ την απογοήτευση στην αμετροεπή οργή διαμέσου μιας ολοένα αυξανόμενης απάθειας.

Όσο για την προσωπική μου στάση, ως κάποιος που ασχολείται υποτίθεται πιο εντατικά με τα κινηματογραφικά δρώμενα, δε μπόρεσα να διαφωνήσω με κανέναν που εξέφρασε την μετριοπαθή του απογοήτευση απ’ τις φετινές επιλογές του. Αυτό όμως ήταν κάτι που κατά βάθος το είχα διακρίνει όταν “μελετούσα” με τη σειρά μου το πρόγραμμα πριν ανέβω στην παλιά μου πόλη προσδοκώντας, ως συνήθως, το καλό σινεμά και την καλή παρέα.

Ως απλός θεατής, απ’ την άλλη, σας διαβεβαιώνω ότι, εν τέλει, έμεινα ευχαριστημένος.



Χρόνια περίμενα να δω τον “Θίασο” του Θόδωρου Αγγελόπουλου σε μεγάλη οθόνη. Τον είδα λοιπόν και ένιωσα ότι ανακάλυψα ένα διαχρονικό αριστούργημα και σίγουρα την καλύτερη κινηματογραφική αφήγηση μιας εποχής που ακόμη δεν έχει συζητηθεί ανοιχτά στην ελληνική δημόσια σφαίρα. Εντυπωσιάστηκα απ’ το ντεμπούτο του Έκτορα Λυγίζου “Το Αγόρι Τρώει το Φαγητό του Πουλιού” μια καλλιτεχνική όαση μέσα στην απλοϊκότητα και μεσημεριανάδικη προσέγγιση των περισσότερων συναδέλφων του στη δύσκολη περίοδο που περνάμε ως κοινωνία. Συγκλονίστηκα με τη νέα δουλειά του Κρίστιαν Μουντζίου, “Beyond the Hills” - νομίζω ότι πρόκειται για έναν απ’ τους σπουδαιότερους δημιουργούς παγκοσμίως αυτή την εποχή και χάρηκα πολύ όταν είδα ότι η πρώτη ταινία ενός φίλου, του Εμίν Αλπέρ (το παρά λίγο ομώνυμο με του Μουντζίου “Beyond the Hill”), είναι πραγματικά καλή, μια παραβολή με φόντο την Ανατολία, μια εξαιρετική κινηματογραφική αφήγηση που αποκαλύπτει ένα ξεκάθαρο πολιτικό μήνυμα. Θυμήθηκα ξανά γιατί μου αρέσει ο Καουρισμάκι, ανακάλυψα την απλότητα του σινεμά του Αντρέας Ντρέσεν και είδα τουλάχιστον τρεις-τέσσερις ακόμη πολύ ενδιαφέρουσες ταινίες, νούμερο καθόλου άσχημο από την εμπειρία μου.

Η μόνη πικρή στιγμή είχε να κάνει όχι με κάποια ταινία, αν και το ελληνικό τμήμα θα μπορούσε να προκαλέσει θλίψη μεγαλύτερη του μνημονίου και στον πιο αναίσθητο και καλοπροαίρετο θεατή, αλλά με την πρώτη μου επαφή με το κοινό του φεστιβάλ. Με το που πάτησα το πόδι μου σε ουρά έξω από αίθουσα, λοιπόν, ένα ζευγάρι πενηντάρηδων στέκεται από πίσω μου και παρατηρεί την υπέροχη δύση του ηλίου στον ορίζοντα του λιμανιού. “Υπέροχο ηλιοβασίλεμα”, λέι η σύζυγος και ο άνδρας συνηγορεί. “Μπορεί να είμαστε φτωχοί αλλά έχουμε αυτά τα πράματα που δεν έχει κανείς”, υπερθεματίζει η κυρία, συγκλονισμένη απ’ τη συνειδητοποίηση ότι στον υπόλοιπο κόσμο ο ήλιος δεν δύει αλλά κάνει “ΠΑΦ!” και εξαφανίζεται. Τότε ο άνδρας νιώθει την ανάγκη να υπερθεματίσει κι εκείνος: “Γι’ αυτό δε μας αντέχουν!”

Το θλιβερό είναι φυσικά ότι πρόκειται για σινεφίλ, ανθρώπους που υποτίθεται μετέχουν εδώ και χρόνια σε μια διαδικασία που “ανοίγει το μυαλό” και εξοντώνει την προκάτ σκέψη, όπως το ΤΕΖΑ! τη μικρή Τερέζα. Αλλά ξεχνώ καμιά φορά ότι οι κατσαρίδες είναι οι μόνες που θα μείνουν όρθιες σε πυρηνικό όλεθρο κι η προσπαθειά μας να τις εξοντώσουμε μοιάζει μάταιη, όσο η ψευδαίσθηση ότι ένα φεστιβάλ κινηματογράφου παιδεύει κιόλας αυτόματα, ενώ ψυχαγωγεί…



Τέλος πάντων, ο Χρυσός Αλέξανδρος πήγε φέτος σε μια “πιασάρικη” ταινία, το “A Hijacking” του Δανού Τομπίας Λίντχολμ με “επιλαχόντες” το υπέροχο “Mold” του Τούρκου Αλί Αϊντίν και το “Epilogue” του Ισραηλινού Αμίρ Μανόρ, ο οποίος απέσπασε και τα βραβεία σεναρίου και κοινού, καθώς κι εκείνο της Βουλής των Ελλήνων με τον υπέροχο τίτλο “Ανθρώπινες Αξίες”. Τα υπόλοιπα βραβεία πήγαν στο “Αγόρι τρώει…” του Έκτορα Λυγίζου, το “Here and There” του Αντόνιο Μέντες Εσπάρσα, το “Loving” του Σλάβομιρ Φαμπίτσκι, το “Living” του Βασίλι Σιγκάρεφ, το “Παπαδόπουλος και Υιοί” του Μάρκου Μάρκου, το “Beyond the Hills” του Κρίστιαν Μουντζίου και το “No” του Πάμπλο Λαράιν.



Καλή αντάμωση του χρόνου και καλά μυαλά.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v