Balada Triste de Trompeta: Η αλληγορία που «κέρδισε» την Μόστρα

Ο σκηνοθέτης που κέρδισε για άλλη μια φορά τις εντυπώσεις στο Φεστιβάλ της Βενετίας στήνει έναν αλληγορικό κόσμο με κλόουν, ερωμένες και ιστορίες εκδίκησης, θυσιάζοντας ωστόσο το ενδιαφέρον της πλοκής στον βωμό των συμβολισμών του Ισπανικού εμφυλίου.
Balada Triste de Trompeta: Η αλληγορία που «κέρδισε» την Μόστρα
του Λουκά Τσουκνίδα

Ο ισπανός Άλεξ ντε λα Ινγκλέσια είναι ένας δημιουργός με ροπή προς το καλτ και οι ταινίες του είναι γεμάτες από υπερβολικές πλοκές, ιδιόρρυθμους χαρακτήρες, βία και μαύρο χιούμορ. Καθόλου απίθανο δεν είναι, λοιπόν, που ο πρόεδρος Ταραντίνο έσπρωξε προς το μέρος του το βραβείο σκηνοθεσίας στην τελευταία Μόστρα, για το καινούργιο του έπος “Balada Triste de Trompeta”, μια ταινία που έχει όλα όσα υπόσχεται το όνομα του σκηνοθέτη, σε βαθμό υπερθετικό, συν τον ισπανικό εμφύλιο.

Ναι, ο ντε λα Ινγκλέσια αποφάσισε ν' ασχοληθεί κι αυτός μ' αυτή τη σελίδα της ισπανικής ιστορίας, να χρησιμοποιήσει τα εκφραστικά μέσα που αγαπά για να φτιάξει μια αλληγορική αφήγηση για την εξουσία, το λαό, την επανάσταση και όσα επακολουθούν ενός εγχώριου αδελφικού πολέμου. Τα καταφέρνει, μόνο που η πλοκή του θυσιάζεται στο βωμό μιας αλληγορίας τόσο προφανούς που σου βγάζει το μάτι και κουράζει.

Η υπόθεση
Ήρωάς μας είναι ο Χαβιέ, γιος ενός κλόουν που πεθαίνει σ' ένα φρανκικό στρατόπεδο συγκέντρωσης κατά τον εμφύλιο. Χρόνια μετά το θάνατο του πατέρα του και την επικράτηση του Φράνκο, κατά την περίοδο της δικτατορίας, ο Χαβιέ εμφανίζεται σε ένα τσίρκο για να δουλέψει ως θλιμμένος κλόουν. Αφεντικό και συνεργάτης του είναι ο Σέρτζιο, ο χαρούμενος κλόουν που λατρεύει τα παιδιά και μισεί όλους τους υπόλοιπους εκτός απ' την ακροβάτισσα ερωμένη του, την πληθωρική Ναταλία, την οποία αγαπά παθολογικά κι ας της φέρεται βίαια κάπου-κάπου. Ο Χαβιέ μπαίνει γρήγορα-γρήγορα στο μάτι του Σέρτζιο, αφού δε γελά με τ' αστεία του όπως όλοι οι άλλοι κι επιπλέον βάζει στο στόχαστρο την υπέροχη Ναταλία, η οποία μοιάζει να θέλει την προστασία κάποιου απέναντι στον κτητικό και βίαιο αρχικλόουν, παρ' ότι του δίνεται παθιασμένα.

Εντωμεταξύ, μέσα στην γενική κατήφεια που επικρατεί στη Ισπανία υπό τον ζυγό του Φράνκο, το τσίρκο παρακμάζει και μαζί του και οι συντελεστές του. Ο Χαβιέ, κάνοντας το σάκο του μποξ για τις πλάκες του Σέρτζιο, καταφέρνει να κερδίσει τη συμπάθειά του, όμως το μυαλό του είναι μονίμως στη Ναταλία η οποία τον προσκαλεί σε ένα παιχνίδι με τη φωτιά. Μοιραία τα πράγματα κλιμακώνονται σε μια σύγκρουση μεταξύ Σέρτζιο και Χαβιέ, μια σειρά από ακρότητες που τους αφήνουν παραμορφωμένους, έρμαια της οργής, της απόγνωσης και του τυφλού έρωτά τους για την ίδια γυναίκα...



Η κριτική
Αυτό που κάνει ο ντε λα Ινγκλέσια με τους τρεις ήρωες και την ακραία ιστορία τους είναι μια ανάπλαση του εμφυλίου πολέμου και της επακόλουθης ατμόσφαιρας, μιας εμπόλεμης κατάστασης σε καταστολή, λίγο πριν την πτώση του Φράνκο και το κλείσιμο αυτού του μεγάλου κεφαλαίου της νεότερης ισπανικής ιστορίας. Ο Σέρτζιο και ο Χαβιέ είναι οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές κι η Ναταλία ο λαός που φλερτάρει και με τους δύο και αλλάζει διαρκώς τη γνώμη της για το αν θέλει να σωθεί ή όχι. Μετά τον εμφύλιο, μένουν και οι δυο τους παραμορφωμένοι, χωρίς ίχνος απ' την ανθρωπιά τους, δύο τέρατα που ευελπιστούν ακόμη στον έρωτα της Ναταλίας, αλλά και στην εκδίκηση απ' αυτόν που τους έκανε έτσι. Δεν υπάρχει πια καθαρός σκοπός, μόνο πικρία και μίσος κι η παρακμή είναι η μόνη που μπορεί να οδηγήσει, με φυσικό τρόπο, στην αλλαγή μέσω της σήψης της υπάρχουσας κατάστασης.

Η φωτογραφία, το μοντάζ, η μουσική και η συνολική καλλιτεχνική διεύθυνση της ταινίας μαρτυρούν μια καταπληκτική δουλειά σε τεχνικό επίπεδο, όπου ο ντε λα Ινγκλέσια ξεπερνά σε φαντασία και αρρώστια και τον πολύ πιο διάσημο θαυμαστή του, τον Γκιγιέρμο ντελ Τόρο. Η ατμόσφαιρα είναι εκπληκτική, ο κόσμος της ταινίας βυθίζεται σταδιακά προς μια αρρωστημένη παρακμή την οποία οσφρίζεσαι σε κάθε πλάνο και πάλι ξαφνιάζεσαι με τις ιδέες του δημιουργού για την απεικόνισή της, ενώ η βία είναι ακραία και η φρίκη εντείνεται με το αποκρουστικό μακιγιάζ.

Οι ερμηνείες όλων είναι άψογες, απόλυτα συνεπείς με την υπερβολή και την γκροτέσκα αισθητική της ταινίας και με τους καταδικασμένους χαρακτήρες που από καλοί και κακοί στο πλαίσιο μιας ξεκάθαρης σύγκρουσης, γίνονται σταδιακά ανθρώπινοι και αμφιλεγόμενοι πριν ξεμείνουν από προσχήματα και ηθικά διλήμματα και μετατραπούν στα τέρατα που βλέπουμε μπροστά μας.

Δυστυχώς, η ανάγκη της αφήγησης να μείνει πιστή στην αλληγορία που, προφανώς, αποτελεί μια κατάθεση της οπτικής του ίδιου του ντε λα Ινγκλέσια για τα θέματα που θίγει και τα στερεότυπα που αναπαράγει, δεν αφήνει τους χαρακτήρες να δώσουν άλλα πέραν της χρηστικής τους αξίας. Η πλοκή, συνεπώς, γίνεται σταδιακά ασυνάρτητη κι η εξέλιξη μακρόσυρτη και κουραστική.

Το “Balada Triste de Trompeta” είναι μια πολύ καλοφτιαγμένη ταινία, όμως μόλις αντιληφθείς ποιο είναι το ζουμί της χάνεις το ενδιαφέρον σου για όσα αρρωστημένα διαδραματίζονται μπροστά σου. Εκτός κι αν είσαι φαν του είδους.

Βγαίνουν ακόμη:
- Η απόλυτη ταινία δράσης με όλη τη σημασία της λέξης “Fast Five”, το μέτριο βρετανικό αστυνομικό θρίλερ “Brighton Rock”, το κουραστικό γαλλικό δράμα “Lilly Sometimes”, το κινέζικο δράμα “Chongqing Blues”, η βρετανική κομεντί “Chalet Girl” και, σε επανέκδοση, το ντοκιμαντέρ του Μιχάηλ Ρομ “Αληθινός Φασισμός (1965)”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v