The Last Station: Παλιομοδίτικη κινηματογραφική ποιότητα

Με τον Κρίστοφερ Πλάμερ και την Έλεν Μίρεν στους πρωταγωνιστικούς ρόλους του Λέο Τολστόι και της συζύγου του, ο Μάικλ Χόφμαν στήνει μια πολύ καλή ταινία εποχής, με παλιομοδίτικη ποιότητα και υπέροχες ερμηνείες.
The Last Station: Παλιομοδίτικη κινηματογραφική ποιότητα
του Λουκά Τσουκνίδα

Γιατί να μη μπορεί κανείς να πεθάνει μόνος του; Το “The Last Station” του Μάικλ Χόφμαν αναφέρεται στις τελευταίες ημέρες του Λέο Τολστόι, τότε που η διδασκαλία του είχε μετατραπεί σε ένα είδος λατρείας κι εκείνος σε ένα είδος μεσσία από μια μερίδα οπαδών του, υπό την καθοδήγηση-χειραγώγηση του Βλαντιμίρ Τσέρτκοφ. Αυτός σίγουρα ήταν αδύνατο να πεθάνει μόνος του.

Στην ιστορία μας, συναντούμε τον Κόμη Τολστόι (Κρίστοφερ Πλάμερ) ηλικιωμένο, αλλά ακμαίο, να γράφει σαν τρελός για το λαό ενώ ζει με την οικογένειά του στο κτήμα της Γιασνάγια Πολιάνα. Εκεί μέσα έχει δημιουργήσει και ένα είδος αγροτικού κοινοβίου όπου οι οπαδοί του δουλεύουν και εξασκούν τις διδαχές του για τον έρωτα, τη διατροφή και τη ζωή γενικότερα. Με λίγα λόγια τρων λαχανικά και απέχουν απ' το σεξ ενώ καλλιεργούν τη γη του.

Ο πρώτος εκ των πιστών του, ο Βλαντιμίρ Τσέρτκοφ (Πολ Τζιαμάτι), στέλνει ένα νεαρό θαυμαστή, τον Βαλεντίν Μπουλγκάκοφ (Τζέιμς Μάκαβοϊ), να δουλέψει τάχα δίπλα στον Τολστόι, αλλά ουσιαστικά θέλει κάποιον να παρακολουθεί τη σύζυγό του. Η Κόμισσα (Έλεν Μίρεν) είναι ο κύριος αντίπαλος του Τσέρτκοφ στον αγώνα δρόμου για να πειστεί ο Κόμης να αφήσει τα έργα του και την περιουσία του στον Ρωσικό λαό. Ο νεαρός Βαλεντίν παρακολουθεί με ενδιαφέρον και σκεπτικισμό τη μάχη για τη βούληση του γέρου δάσκαλου, ενώ μαθαίνει και κάποια πολύ χρήσιμα πράγματα στην πορεία...
 
[Το trailer της ταινίας]


Ο Χόφμαν αντλεί το υλικό του από το ομώνυμο βιβλίο του Τζέι Παρίνι καταφέρνοντας να μη γίνεται αντιληπτό κάτι τέτοιο, αφού το μεταφέρει στην κινηματογραφική φόρμα εντελώς αθόρυβα. Φτιάχνει έτσι μια ταινία εποχής που δεν κουράζει, ούτε αναλώνεται στην γοητεία των κοστουμιών, του λάιφ-στάιλ και των τοπίων της. Σκηνοθετεί χωρίς εντυπωσιασμούς και υπερβολές κι αφήνει τους χαρακτήρες του να εκτεθούν σιγά-σιγά τραβώντας το ενδιαφέρον επάνω τους, μακριά απ' τις τεχνικές λεπτομέρειες και την υπέροχη φωτογραφία.

Στο επίκεντρο του σεναρίου του βρίσκεται εξ ορισμού η δυνατή, γοητευτική φιγούρα του Λέο Τολστόι, αλλά ο δικός μας σύνδεσμος με την υπόθεση είναι ο γήινος, συνεσταλμένος γραμματέας του, ο Βαλεντίν Μπουλγκάκοφ. Μέσα απ' τα δικά του μάτια παρακολουθούμε τα παρασκήνια των τελευταίων ημερών του δασκάλου, γνωρίζουμε τους πρωταγωνιστές, κρίνουμε τον ίδιο και το περιβάλλον του και βιώνουμε τη δική μας απελευθέρωση απ' τα δεσμά της μυθοποίησης και της μαθητείας. Ο Τζέιμς Μάκαβοϊ είναι ο τέλειος ηθοποιός γι' αυτό το ρόλο, η έκφραση και η συστολή του είναι τόσο οικείες που δε γίνεται να μην ταυτιστείς μαζί του και να μη “νιώσεις” τη θέση του. Όταν γνωρίζει την ανεξάρτητη Μάσα (υπέροχη και αξιομνημόνευτη στο ρόλο η Κέρι Κόντον) και ενηλικιώνεται πραγματικά αψηφώντας τις τυπικότητες που μοιάζουν με οδηγίες ζωής προς ηλίθιους, δεν μπορεί παρά να ανακουφιστείς και να τον ακολουθήσεις.

Εξαιρετικές, όμως, είναι και οι ερμηνείες των δύο παλιών, του Κρίστοφερ Πλάμερ και της Έλεν Μίρεν που όταν είναι οι δυο τους στην οθόνη απλώς κυριαρχούν με το βάρος τους. Παρ' όλ' αυτά ο Πλάμερ αποδίδει έναν πολύ ανθρώπινο Τολστόι, σχεδόν έτοιμο να παραιτηθεί απ' τους ρόλους που του ζητούν να παίξει διαδοχικά ο πιστός του Τσέρτκοφ και η αγαπημένη του Σοφία. Η Μίρεν, πέρα απ' το ότι είναι και πάλι εξαιρετικά θηλυκή, αποδίδει μια Σοφία αντιφατική, πότε ευάλωτη και πότε δυναμική που δεν μπορεί να μην ευνοήσεις σε βάρος του κρυπτικού, κουτοπόνηρου Τσέρτκοφ, ο οποίος μοιάζει απλώς να ψάχνει ένα χαρισματικό άνθρωπο να κάνει το Μεσσία στη θρησκεία του λαού που ήδη έχει φτιάξει στο μυαλό του. Φυσικά, βοηθά και η ερμηνεία του Πολ Τζιαμάτι, που ταιριάζει επίσης γάντι στο ρόλο του.

Το “The Last Station” είναι μια πολύ καλή ταινία εποχής, παλιομοδίτικης ποιότητας, με εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα και υπέροχες ερμηνείες. Κι όπως λέει ένα πλαιομοδίτικο κλισέ, αποτελεί όαση στην κινηματογραφική ξηρασία του καλοκαιριού.

Βγαίνουν ακόμη:
- Το καλοστημένο, υπερβολικά ίσως, ιστορικό φιλμ του Τζιουζέπε Τορνατόρε “Baaria”, που αφηγείται την ιστορία της Σικελίας μέσα απ' την ιστορία μιας οικογένειας σε μια μικρή πόλη της περιοχής. Το διασκεδαστικό γαλλικό μαφιόζικο θρίλερ “22 Bullets” με τον Ζαν Ρενό και σε επανέκδοση το “Bonnie and Clyde (1967)” του Άρθουρ Πεν, και το “The Spirit of the Beehive” του Βίκτορ Ερίθε.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v