Διαβάσαμε την «Αϊλίν» της Οτέσα Μόσφεγκ

Μια γυναίκα στα ‘60s προσπαθεί να ξεφύγει από τα αδιέξοδα της μίζερης ζωής της, σε ένα μυθιστόρημα που «σιγοβράζει» μέχρι την απροσδόκητη κορύφωση του.
Διαβάσαμε την «Αϊλίν» της Οτέσα Μόσφεγκ
It feels like I'm talkin' to myself:
Βρέθηκε στη βραχεία λίστα των Booker. Κι από εκεί έφτιαξα μια σειρά έργων, την οποία εγώ οργάνωσα, με έναν πολύ προσωπικό τρόπο. Είναι έργα που έχουν ως τίτλο ένα γυναικείο όνομα κι αυτό αποτέλεσε στο μυαλό μου ένα αντισυμβατικό κριτήριο επιλογής.

Probably find a way to complain about a Picasso painting:
Η ηρωίδα ονομάζεται Eileen Dunlop. Είναι είκοσι τεσσάρων ετών όταν διαδραματίζονται τα γεγονότα, το 1964. Τώρα, πολλά χρόνια μετά, θυμάται την εβδομάδα εκείνη πριν εξαφανιστεί από το σπίτι. Μια από τις δύο κόρες του πατέρα της, υπομένει τον μέθυσο χαρακτήρα του. Την ίδια ώρα εργάζεται γραμματέας σ’ ένα άσυλο ανηλίκων. Παρά την ασημαντότητά της, ποθεί τον όμορφο φύλακα Randy. Επομένως, η ζωή της μοιάζει μίζερη, καταπιεσμένη, ασφυκτική… ώσπου βρίσκει νόημα στη νέα διευθύντρια εκπαίδευσης του ασύλου, τη Rebecca, η οποία είναι ανεξάρτητη, κομψή, αεράτη, δυναμική.

Παρένθεση: Πόσα αδιέξοδα βρίσκονται στην αρχή ενός μυθιστορήματος; Αυτό το προσωπικό ή κοινωνικό αδιέξοδο, που πνίγει πολλούς, τους κάνει παράλληλα να καταφύγουν στη λευκή σελίδα. Ειδικά η αμερικάνικη λογοτεχνία έχει να επιδείξει πολλά τέτοια τραύματα, ίσως σε αντίθεση με το χαζοχαρούμενο λαμπερό χολιγουντιανό πρότυπο: Από τον Philip Roth έως την Gillian Flynn κι από μικρούς μέχρι μεγάλους συγγραφείς, μια σκληρή συνθήκη σύγκρουσης μεταξύ των προσωπικών θέλω και των κοινωνικών συνθηκών γίνεται η βάση μιας αποσυμπιεστικής μυθοπλασίας. Ακόμα περισσότερο το βιβλίο αντανακλά ένα μεγάλο μέρος των αμερικάνικων οικογενειών, οι οποίες έχουν χάσει τη συνοχή τους. Δεν ενδιαφέρονται γι’ αυτό που λέμε “εστία”, ζουν ατομοκεντρικά, αδιάφορα, χωρίς το σπιτικό να αποτελεί χώρο συλλογικότητας, στοργής και συγγενικής αλληλεγγύης. Κι η Eileen και η Rebecca ζουν σε ένα σπίτι βρόμικο, αφιλόξενο, χωρίς ουσιαστικά οικογένεια, χωρίς οι ίδιες να ενδιαφέρονται για το νοικοκυριό και την οργάνωση του προσωπικού τους χώρου.

Όλα αυτά δημιουργούν την ανάγκη για σύγκρουση με όλο αυτό το περιβάλλον. Η Eileen θέλει να σκοτώσει τον πατέρα της, να απεξαρτηθεί απ’ τη μίζερη ζωή, να κάνει ένα κακό που θ’ αλλάξει τη βαλτωμένη ζωή της. Ενώ η Rebecca επιθυμεί να ταράξει τα λιμνάζοντα νερά του ιδρύματος, αλλάζοντας τον εκπαιδευτικό και σωφρονιστικό προσανατολισμό του. Μοιάζει λίγο με την Κάθριν Αν Γουάτσον (Julia Roberts) στην ταινία “Το χαμόγελο της Μόνα Λίζα” (γυρισμένη το 2003), η οποία το 1953 επιχειρεί μια ειρηνική επανάσταση στο καθωσπρέπει κολλέγιο, όπου διδάσκει. Ωστόσο, οι ομοιότητες τελειώνουν εκεί, καθώς η Rebecca εκφράζει ένα πιο βίαιο πρότυπο αλλαγών.

I exercise my right to express when I feel it's time:
Τελικά άξιζε η ανάγνωση. Όχι μόνο το στήσιμο της υπόθεσης που κλιμακωνόταν σταδιακά. Όχι μόνο η εξαιρετική απόδοση των χαρακτήρων: η πρωταγωνίστρια, που εισπράττει ένα μίζερο περιβάλλον, μια διαλυμένη οικογένεια, μια αδιέξοδη ζωή. Ο πατέρας της, που όλη μέρα πίνει, που δεν έχει άλλη ζωή παρά αυτή, που αδιαφορεί για την κόρη του. Κι η Rebecca, που ίσως είναι η πιο αδύναμη αφηγηματικά. Άξιζε την ανάγνωση γιατί η καταιγίδα που υπέφωσκε ξέσπασε, αλλά όχι όπως την περιμέναμε. Που σιγόβραζε ειδικά σε παραλληλισμούς με κρατούμενους και στην ανάγκη να ξεσκεπαστεί μια ενδοοικογενειακή τραγωδία. Κι εκεί –επίτηδες χωρίς σαφή αίτια - η Eileen αρπάζει το όπλο και, χωρίς να σκοτώσει, το σκάει από τη φυλακή που εργάζεται και από τη “φυλακή” όπου ζει.

Πατριάρχης Φώτιος
Οτέσα Μόσφεγκ
“Αϊλίν”
μετ. Α. Μαντόγλου
εκδόσεις Ψυχογιός -2017
σελ. 328
τιμή: 15,50
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v