Τα βιβλία που ξεχωρίσαμε τον φετινό Ιούνιο
Το καλοκαίρι υποδέχτηκε τους βιβλιόφιλους με εξαιρετικές κυκλοφορίες κι εμείς ξεδιαλέγουμε για άλλον ένα μήνα τις πιο ενδιαφέρουσες εξ αυτών.

Το καλοκαίρι υποδέχτηκε τους βιβλιόφιλους με εξαιρετικές κυκλοφορίες κι εμείς ξεδιαλέγουμε για άλλον ένα μήνα τις πιο ενδιαφέρουσες εξ αυτών.
Καλοκαίριασε και με τη βούλα πια, επομένως άπαντες μετρούν αντίστροφα για τις φετινές διακοπές τους. Ανάμεσα τους και οι βιβλιόφιλοι οι οποίοι έχουν ξεχυθεί σε φυσικά ή online βιβλιοπωλεία ώστε να κάνουν μια αναγνωστική κάβα μέρες που είναι, αφού ο ελεύθερός τους χρόνος αναμένεται να αυξηθεί συντόμως. Εμείς είπαμε να δώσουμε ένα χεράκι, προτείνοντας ορισμένους εξαιρετικούς τίτλους που μας κράτησαν υπέροχη συντροφιά.
Η λογοτεχνία του Abdulrazak Gurnah μοιάζει με υποθαλάσσια ανασκαφή: κάθε λέξη σηκώνει λίγη άμμο, κάθε φράση αποκαλύπτει ένα κομμάτι από το θαμμένο παρελθόν. Με καταγωγή από τη Ζανζιβάρη και φωνή εδραιωμένη στη βρετανική γλώσσα, ο Νομπελίστας συγγραφέας κινείται στα όρια της Ιστορίας και της μνήμης, του αποικιοκρατικού τραύματος και της προσφυγιάς, μιλώντας πάντα για το παρόν – ακόμη κι όταν αφηγείται έναν αιώνα πριν.
Ο Gurnah δεν κραυγάζει. Η πρόζα του είναι συγκρατημένη, γεμάτη σιωπές και χαμηλόφωνες αποκαλύψεις. Αλλά μέσα σε αυτή τη σιγή ελλοχεύει μια βαθιά πολιτική πράξη: το δικαίωμα στην πολυπλοκότητα, στην αμφιθυμία, στην ανάκτηση μιας Ιστορίας που δεν γράφτηκε ποτέ από τους ίδιους τους ανθρώπους της. Δεν προσφέρει εύκολες απαντήσεις ούτε γραμμικές αφηγήσεις. Οι χαρακτήρες του δεν είναι σύμβολα, αλλά άνθρωποι με αντιφάσεις και μυστικά, παγιδευμένοι ανάμεσα σε κόσμους που αλλάζουν.
Εκεί που άλλοι συγγραφείς υψώνουν το ανάστημά τους απέναντι στην αδικία, ο Gurnah επιλέγει τη λεπτομέρεια κρατώντας απρόσκοπτη την προσοχή του αναγνώστη. Εδώ μας δίνει μια ιστορία αγάπης και προδοσίας, αποπλάνησης και κατοχής, και ταυτόχρονα την ιστορία ενός λαού που προσπαθεί απεγνωσμένα να βρει σταθερότητα μέσα στη δίνη της εποχής, ένα εξαιρετικό αφήγημα με την υπογραφή ενός εκ των σπουδαιότερων συγγραφέων του καιρού μας.
Περίληψη εδώ
Στην πεζογραφία του, ο Schwarcz αγγίζει με λεπτότητα και εντιμότητα θέματα όπως η ψυχική υγεία, η οικογενειακή κληρονομιά, η ενοχή, η σιωπή. Ξέρει πως το τραύμα δεν διατυμπανίζεται· σέρνεται από γενιά σε γενιά, αλλάζει πρόσωπα και μορφές, ανασαίνει πίσω από καθημερινές στιγμές. Το πιο εντυπωσιακό, ίσως, είναι πως δεν αναζητά λύτρωση ούτε κάθαρση – μόνο κατανόηση. Και την προσφέρει με τρόπο στοχαστικό και ανεπιτήδευτο.
Στο Δεν έχω ανάσα, ένα αυτοβιογραφικό έργο σπάνιας διαύγειας, ο Schwarcz ανοίγει το πιο ευάλωτο κομμάτι του εαυτού του. Ζωντανεύοντας τις οικογενειακές του αναμνήσεις με συγκινητική ειλικρίνεια, περιγράφει πώς η κατάθλιψη και το τραύμα –προσωπικό ή κληρονομημένο– μπορούν να στοιχειώσουν οποιονδήποτε. Ακόμα και εκείνον που εξωτερικά μοιάζει ευτυχισμένος ή επιτυχημένος.
Δεν είναι εύκολο βιβλίο. Είναι, όμως, τίμιο. Και γι’ αυτό πολύτιμο. Γιατί μας θυμίζει πως η ψυχή δεν είναι κάτι που φαίνεται, αλλά κάτι που –σχεδόν πάντα– κρύβεται. Και πως μόνο η αφήγηση, όταν είναι ειλικρινής, μπορεί να της ξαναδώσει ανάσα.
Περίληψη εδώ
Ο Jean-Paul Dubois ανήκει στην κατηγορία εκείνων των συγγραφέων που μπορούν να σε κάνουν να γελάς με δάκρυα στα μάτια και να δακρύζεις με ένα πικρό χαμόγελο. Το σύμπαν του είναι γεμάτο από "μικρούς" ανθρώπους –οριακά ηττημένους, πάντα ευγενείς– που παλεύουν να βρουν μια θέση σε έναν κόσμο που δεν τους καταλαβαίνει ή δεν τους θυμάται. Και όμως, μέσα σε αυτή τη μελαγχολία υπάρχει χιούμορ. Και μέσα στο χιούμορ, μια πίκρα που γίνεται πανανθρώπινη.
Η γραφή του Dubois διακρίνεται για την ισορροπία της: είναι ακριβής χωρίς να γίνεται ψυχρή, στοχαστική χωρίς να γίνεται πομπώδης. Οι ήρωές του είναι συχνά αποσυνάγωγοι, άνθρωποι που έχουν υποστεί απώλειες, ή απλώς δεν ταίριαξαν ποτέ στις προσδοκίες των άλλων. Αλλά ποτέ δεν είναι θύματα – είναι παρατηρητές, με εκείνη την ήρεμη ειρωνεία που κρύβει σοφία.
Στην Πηγή των δακρύων, ο Dubois ξεδιπλώνει όλα του τα χαρίσματα. Πρόκειται για ένα κείμενο εκπληκτικό, όπου το τραγικό εναλλάσσεται με το μπουρλέσκο με ρυθμό κινηματογραφικό. Η αφήγησή του κινείται με άνεση ανάμεσα στη συγκίνηση και την ειρωνεία, θυμίζοντας ότι η ζωή δεν είναι ποτέ μόνο το ένα ή το άλλο – είναι πάντα και τα δύο μαζί. Και αυτή η αφηγηματική δεξιοτεχνία είναι που μετατρέπει μια φαινομενικά απλή ιστορία σε κάτι καθολικό.
Περίληψη εδώ
Η αποκαλούν «τη Φερράντε του Μπάρι», και όχι άδικα. Η Ventrella, όπως και η Ελενα Φερράντε, ξέρει να σκάβει βαθιά στον ψυχισμό των γυναικών, να αποτυπώνει τις αθέατες πλευρές της γυναικείας εμπειρίας, εκεί όπου η αγάπη μπλέκεται με την καταπίεση και η στοργή με την απόγνωση. Η γλώσσα της είναι άμεση, συχνά σπαρακτική, πάντα παθιασμένη – μια φωνή που δεν στρογγυλεύει τις αλήθειες της.
Στον Κήπο με τις πικροδάφνες, η Ventrella υφαίνει ένα δυνατό οικογενειακό έπος αντοχής και αφοσίωσης. Με φόντο το σκληρό φως της ιταλικής νότιας επαρχίας, η ιστορία μητέρας και κόρης ξετυλίγεται σαν τραγούδι παλιό: γεμάτο αναστεναγμούς, άηχες επαναστάσεις, και σιωπηλές συμφιλιώσεις. Μιλά για την κληρονομιά που μεταφέρεται όχι μόνο μέσα από τις λέξεις, αλλά μέσα από βλέμματα, αγγίγματα και απουσίες.
Η Ventrella μάς θυμίζει πως η γυναικεία μοίρα δεν είναι στατική – μπορεί να αλλάξει, να μετασχηματιστεί, ακόμη και να σωθεί, όταν κάποιος τολμήσει να την ονομάσει. Και η γραφή της είναι ακριβώς αυτό: μια πράξη ονομασίας, μνήμης και αναζήτησης μιας ευτυχίας που, όσο μακρινή κι αν φαίνεται, δεν είναι ποτέ αργά για να την διεκδικήσεις.
Περίληψη εδώ
Ο Peter Flamm δεν ενδιαφέρεται να αφηγηθεί μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Αντίθετα, βυθίζεται κατευθείαν στο εσωτερικό τοπίο ενός μυαλού που στροβιλίζεται – και μας παίρνει μαζί του. Στο μυθιστόρημά του Εγώ;, η λογική ακολουθία παραχωρεί τη θέση της στον ξέφρενο εσωτερικό μονόλογο, όπου κάθε σκέψη, φόβος και ανάμνηση ξεσπά σαν ηλεκτρική εκκένωση.
Ο Χανς, ο ήρωας του Flamm, δεν είναι απλώς θύμα του πολέμου. Είναι το ίδιο το αποτύπωμα της βίας του πάνω στην ανθρώπινη ψυχή. Η αφήγηση, αποσπασματική και πυκνή, γίνεται ένας καθρέφτης θρυμματισμένος, όπου βλέπουμε τι σημαίνει να έχεις διαβεί τον πόλεμο – και να μην επιστρέφεις ποτέ εντελώς. Ο Flamm δεν γράφει για να μας συγκινήσει. Γράφει για να μας ταρακουνήσει. Για να μας δείξει πόσο εύθραυστη είναι η ψυχική συνοχή όταν όλα γύρω καταρρέουν.
Το Εγώ; είναι ένα σύντομο, αλλά συνταρακτικό ανάγνωσμα. Μια εκ νέου ανακάλυψη με τεράστια αξία για την εποχή μας, που καλείται ξανά και ξανά να μετρήσει τα ψυχικά της τραύματα, συχνά χωρίς καν να τα κατονομάζει. Ο Flamm τα ονομάζει όλα. Με θυμό, με απόγνωση, με ποιητική ακρίβεια.
Περίληψη εδώ
Με μια πρόζα λεπτοδουλεμένη αλλά ποτέ εξεζητημένη, με βλέμμα που αγκαλιάζει τη λεπτομέρεια χωρίς να χάνεται σε αυτήν, η Genberg χτίζει αφηγήσεις που θυμίζουν παλιές φωτογραφίες: θαμπές στις άκρες, αλλά φωτεινές στο κέντρο της μνήμης.
Οι χαρακτήρες της δεν είναι ηρωικοί ούτε δραματικά αξιομνημόνευτοι. Είναι άνθρωποι καθημερινοί, με μισοτελειωμένες προτάσεις, ανεπαίσθητα ρήγματα και φορτία που κουβαλούν χωρίς να τα δείχνουν. Αλλά εκεί ακριβώς βρίσκεται η δύναμή τους: στη σιωπή, στη στροφή του βλέμματος, στις μικρές πράξεις που κρύβουν τις μεγάλες αποφάσεις.
Η Genberg γράφει σαν να ανοίγει κουτιά γεμάτα αναμνήσεις. Κάθε ιστορία είναι ένας καθρέφτης – όχι μόνο για τους ήρωές της, αλλά και για τον αναγνώστη. Με μια γραφή κομψά εσωτερική και μια αίσθηση διακριτικής συγκίνησης, ανασυνθέτει σχέσεις, επιθυμίες, απώλειες και σκιές που έμειναν πίσω. Και το κάνει με τρόπο που δεν φωνάζει, αλλά ψιθυρίζει· όχι για να εντυπωσιάσει, αλλά για να σε φέρει πιο κοντά.
Περίληψη εδώ
Η λογοτεχνία του Suter μοιάζει με καθαρό καθρέφτη: σε καλεί να δεις, χωρίς να σου δείχνει τι ακριβώς να κοιτάξεις.
Στο Μέλοντι, αυτή η τεχνική φτάνει στην πιο ώριμη μορφή της. Στην επιφάνεια, έχουμε ένα σύγχρονο μυστήριο: έναν άντρα που ζει παγιδευμένος στο παρελθόν, προσκολλημένος στη μνήμη μιας χαμένης αγάπης, που εξαφανίστηκε όσο μυστηριωδώς εμφανίστηκε. Όμως ο Suter δεν περιορίζεται στο να αφηγηθεί μια ιστορία αγάπης και απώλειας. Το Μέλοντι είναι πάνω απ’ όλα μια μελέτη γύρω από τη μνήμη, την αλήθεια και την ψευδαίσθηση· μια εξερεύνηση του πώς οι άνθρωποι φτιάχνουν –ή επιλέγουν– την ιστορία τους.
Η αφηγηματική πυκνότητα του βιβλίου δεν προέρχεται από την πολυπλοκότητα της πλοκής, αλλά από τα νοήματα που κουβαλά κάθε λεπτομέρεια. Ο Suter δεν σε καθοδηγεί· σε προκαλεί να εμπιστευτείς την κρίση σου, να αναρωτηθείς ποιος λέει την αλήθεια, τι θυμόμαστε και –κυρίως– γιατί θυμόμαστε έτσι όπως θυμόμαστε.
Το αποτέλεσμα είναι ένα μυθιστόρημα που δεν θέλει να δώσει απαντήσεις, αλλά να σου υπενθυμίσει πως καμία αφήγηση δεν είναι ποτέ αθώα. Και πως, όπως κάθε καλή λογοτεχνία, έτσι και αυτή φωτίζει περισσότερο τον αναγνώστη παρά την πλοκή.
Περίληψη εδώ
Ο «Δρόμος» του Cormac McCarthy είναι από εκείνα τα έργα που τα κουβαλάς μέσα σου, σαν στάχτη στα πνευμόνια και σαν μικρή φλόγα στο στέρνο. Με ελάχιστα μέσα –αφαιρετική γλώσσα, σπαρακτική λιτότητα, σχεδόν απόλυτη απουσία ονομάτων και τόπων– ο McCarthy χτίζει ένα μετα-αποκαλυπτικό τοπίο πιο αληθινό κι από την καθημερινή πραγματικότητα. Ένας πατέρας και ένας γιος. Μια ατέρμονη πορεία προς το νότο. Κι ένας κόσμος νεκρός, αλλά όχι εντελώς.
Σε αυτό το λιγομίλητο σύμπαν, η αγάπη δεν εκφράζεται με λόγια, αλλά με κινήσεις: μια κουβέρτα που δίνεται, μια κονσέρβα που μοιράζεται, μια αφήγηση που κρατάει το παιδί ζωντανό. Ο McCarthy δεν ενδιαφέρεται για την καταγωγή της καταστροφής. Τον νοιάζει τι μένει όρθιο όταν όλα έχουν χαθεί: η ανθρώπινη ηθική, η ελπίδα, η ανάγκη να “κουβαλάς τη φωτιά”.
Η μεταφορά του Δρόμου σε graphic novel από τον Manu Larcenet είναι κάτι παραπάνω από διασκευή. Είναι μια νέα ανάγνωση του σκοταδιού και του φωτός του McCarthy, που μεταφράζει το φρικώδες και το τρυφερό σε εικόνες σκληρές αλλά και βαθιά ποιητικές. Ο Larcenet δεν εικονογραφεί απλώς το κείμενο· το ερμηνεύει με μια προσωπική, σχεδόν σωματική ευαισθησία, που θα σε ενθουσιάσει και θα σε αναγκάσει να το βάλεις μετά τιμής δίπλα στο αριστούργημα του McCarthy. Από τις graphic novels κυκλοφορίες της χρονιάς.
Περίληψη εδώ