Χωρίς δικό μου όχημα: Ο Αλέξανδρος Γεωργίου (μας) ταξιδεύει στο ΕΜΣΤ

Μέσα από επιστολές, καρτποστάλ, φωτογραφίες και σχέδια, ο εικαστικός Αλέξανδρος Γεωργίου αφηγείται ιστορίες από τα ταξίδια του στην Ασία και τον κόσμο, περιγράφοντας κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, ήθη και έθιμα, στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Χωρίς δικό μου όχημα: Ο Αλέξανδρος Γεωργίου (μας) ταξιδεύει στο ΕΜΣΤ
του Γιάννη Ασδραχά 

Ο Αλέξανδρος Γεωργίου ταξιδεύει ακολουθώντας ένα περιηγητικό πνεύμα. Αυτό που δεν περιορίζεται στις αυτονόητες διαδρομές των τουριστικών πρακτόρων με σταθμούς σε δημοφιλή αξιοθέατα. Ούτε καν θεωρεί ανακαλύψεις κάτι που βρίσκεται παραπλεύρως από το προφανές. Ανήκει στην σπάνια κάστα των «ιερών τρελλών», ένας μονήρης διαβάτης που για να μεταφέρει ό,τι αισθάνεται ακολουθεί τη ροή του ποταμού της ζωής όπου και να βρίσκεται.

Αυτή τη βιωματική πλημμυρίδα καταστάσεων, εικόνων, εντυπώσεων, σκέψεων που εισπράττει με τις τεταμένες του αισθήσεις διοχετεύει με κάθε μέσο συνώνυμο της επικοινωνίας, όπως επιστολές, καρτποστάλ, φωτογραφίες, σχέδια, αντικείμενα αλλά και τις δυνατότητες του ψηφιακού κόσμου. Και αυτές οι στιγμές που αφιερώνει στην «χώνεψη» των εικόνων και την καταγραφή τους σε κάθε του ταξίδι ο Αλέξανδρος Γεωργίου είναι μία καθημερινή δραστηριότητα επαναλαμβανόμενη σαν ιεροτελεστία.

Από σήμερα μοιράζεται το ταξιδιωτικό του υλικό μαζί με το κοινό στην έκθεσή του που φιλοξενεί το Εθνικό Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης με τίτλο «Χωρίς Δικό μου Οχημά I-V». Πέντε ταξίδια με ένα καταλυτικό σταθμό στην διαμόρφωση τους, το Βαρανάσι, την πολιτιστική και θρησκευτική πρωτεύουσα της Ινδίας, γνωστή και ως Μπεναρές.

Την έκθεση επιμελείται η Δάφνη Βιτάλη, η οποία σημειώνει: «ο Γεωργίου μας παροτρύνει να δώσουμε προσοχή σε αυτό το οποίο περνά απαρατήρητο· το αθέατο, το τετριμμένο και το καθημερινό, και μας μυεί σε έναν εύθραυστο και απόκρυφο κόσμο που βρίσκεται ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη φαντασία του καλλιτέχνη».

Το πρώτο από τα πέντε μέρη του έργου αφορά το ταξίδι που πραγματοποίησε ο καλλιτέχνης τον Απρίλιο του 2005 χρησιμοποιώντας μέσα μαζικής μεταφοράς ξεκινώντας από την Αθήνα με προορισμό την Ινδία, διασχίζοντας την Τουρκία, το Πακιστάν και το Ιράν. Δεν ήταν η πρώτη του επαφή με τον πολιτισμό της Ανατολής. Το 2003 είχε ξαναταξιδέψει στην Ινδία φεύγοντας από τη Νέα Υόρκη, την πόλη που είχε ζήσει για οκτώ χρόνια.

Ήταν μία απόφαση στο να γνωρίσει τον τρόπο σκέψης της ανατολής και συγχρόνως να έρθει σε επαφή και να επικοινωνήσει με αυτήν την ιδέα της πνευματικότητας που για τον ίδιο σημαίνει «η προσπάθεια να δρα κανείς αντίθετα σε ότι θεωρείται φυσιολογικό -συνήθως γεμάτο φόβο και καχυποψία- και να εφαρμόζει αυτή την πίστη θεραπευτικά σε ό,τι τα εξελιγμένα μάτια μας έχουν συνηθίσει να θεωρούν αρνητικό». Μέσα από το υλικό του από το πρώτο του ταξίδι όπως και στα υπόλοιπα ο καλλιτέχνης μεταφέρει τις προσωπικές του περιπέτειες και περιγράφει τις κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες, τα ήθη και τα έθιμα, τις θρησκευτικές παραδόσεις.

Εν τέλει δημιουργεί ιστορίες με πραγματικά πρόσωπα μυθιστορηματικούς ήρωες και θεότητες από το πάνθεον της Ασίας. Παράλληλα, παροτρύνει τον θεατή να εστιάσει την ματιά του στο «παραμελημένο, το εγκαταλειμμένο και το μοναχικό και μας μυεί σε έναν εύθραυστο και απόκρυφο κόσμο που βρίσκεται ανάμεσα στην πραγματικότητα και την φαντασία του καλλιτέχνη» υπογραμμίζει η επιμελήτρια της έκθεσης.



Το πρώτο ταξίδι ήταν και η αφορμή για το επόμενο. Από την Ινδία χάραξε πορεία προς τη χώρα που βρίσκεται στην άκρη του επίπεδου χάρτη, τη Νέα Ζηλανδία. Και αυτή τη φορά ταξίδεψε οδικώς και ακτοπλοϊκώς σφραγίζοντας το διαβατήριο του από τις αρχές του Μπαγκαλντές, της Ταϊλάνδης, της Μαλαισίας, της Ινδονησίας και της Αυστραλίας, για να προσεγγίσει εν τέλει το λιμάνι του Ωκλαντ.

Το τρίτο του ταξίδι, τον Σεπτέμβριο του 2007 δεν πρόκειται για ένα οδοιπορικό χιλιάδων χιλιομέτρων αλλά για μία «εσωτερική» περιήγηση στην ίδια του την πόλη. «Δεν μυεί τον αναγνώστη στο πολιτισμικά άλλο αλλά παρατηρεί με εξεταστικό βλέμμα το γνώριμο και το οικείο» λέει η Δάφνη Βιτάλη. Σε αυτό το ταξίδι όπως περιγράφει σε μία κάρτα του «προσπαθώ να κοιτάξω έντονα γύρω μου και ένα κενό κομμάτι τίποτα μουγκό και κουφό παίρνει μορφή στη ψυχή μου» σημειώνει σε μία κάρτα του.

Τα επόμενα δύο ταξίδια του έχουν το χαρακτήρα προσωρινής εγκατάστασης. Ο καλλιτέχνης επιλέγει να ζήσει ένα μεγάλο διάστημα –από ένα χρόνο- στο Βαρανάσι και στη Μπανγκόγκ. Όμως, σε αυτή τη διαμονή του προσκαλεί φίλους του να ταξιδέψουν σε αυτές τις πόλεις και να τις ανακαλύψουν μαζί. Οι περιηγήσεις του καλλιτέχνη σκιαγραφούν ένα πνευματικό νοητικό χάρτη όπου κάθε πόλη σηματοδοτεί ένα συναίσθημα ή μία κατάσταση, σημειώνει η επιμελήτρια της έκθεσης και παραθέτει ένα κείμενο του εικαστικού: «Αναρωτιέμαι πώς συνδέονται όλα μεταξύ τους. Πώς κυλά η Γκανγκα στο μυαλό μου κάτω από τον Παρθενώνα, πώς ο Βισνού συναντά τη μητέρα μου στο εξοχικό μας».

Το υλικό από τα ταξίδια του παρουσιάζεται είτε μεγεθυμένο, όπως φωτογραφίες με επεμβάσεις του καλλιτέχνη, αλλά και πρωτότυπο, όπως τα γράμματα και οι καρτ ποστάλ από τα διάφορα σημεία του κόσμου. Εκεί βρίσκονται και ακουστικά που «παίζουν» μουσικές από τα ταξίδια, από την παράδοση εώς και ποπ τραγούδια. Επίσης σε ένα ειδικό χώρο τέσσερις οθόνες προβάλουν βίντεο παραγωγές από τον κινηματογράφο και την τηλεόραση των χωρών που έχει επισκεφτεί. Παράλληλα, όλο το αυθεντικό υλικό υπάρχει σε ειδικά κλασέρ που βρίσκονται σε ειδικές θέσεις του εκθεσιακού χώρου.

Info:
Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης (Βασιλέως Γεωργίου Β' 17-19 & Ρηγίλλης)
Διάρκεια: Έως τις 13 Ιανουαρίου 2013

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v