«Από το Βυζάντιο στη Νεώτερη Εποχή»: Επανέκθεση στο Βυζαντινό Μουσείο

Η περίοδος από την Άλωση μέχρι και τον 20ό αιώνα ξεδιπλώνεται στην επανέκθεση των μεταβυζαντινών συλλογών του Βυζαντινού Μουσείου με τίτλο "Από το Βυζάντιο στη Νεώτερη Εποχή".
«Από το Βυζάντιο στη Νεώτερη Εποχή»: Επανέκθεση στο Βυζαντινό Μουσείο
Ο Χριστός παντοκράτορας υποβασταζόμενος από Αγγέλους δεσπόζει στο θύρωμα των απολαξευμένων τοιχογραφιών του 15ου αιώνα, που προέρχεται από τον μονόχωρο ναό της Παναγίας της Οδηγήτριας της Απόλπαινας Λευκάδας.

Αυτές οι τοιχογραφίες από ένα άσημο χωρίο, η εικόνα της Βάπτισης της ίδιας εποχής από ένα απομονωμένο νησί, τα Κύθηρα και οι πρώτες εκδόσεις εκκλησιαστικών βιβλίων στα ελληνικά αποδίδουν πως συνέχισαν να λειτουργούν ξέχωρα οι «αρτηρίες» ενός γένους, με κοινή παράδοση και πίστη, όταν έπαψε να χτυπά η καρδιά του, με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς.

Αυτά τα κειμήλια, είναι η πρώτη εικόνα που εισπράττει ο επισκέπτης στην επανέκθεση των μεταβυζαντινών συλλογών του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου με τίτλο «Από το Βυζάντιο στη Νεώτερη Εποχή».

Είναι το τέλος ενός κύκλου για το μουσείο που ξεκίνησε να χαράζεται το καλοκαίρι του 2004 όταν κόπηκε η κορδέλα της νέας μόνιμης έκθεσης των Βυζαντινών Συλλογών του Μουσείου που στοιχειοθετεί την παράλληλη πορεία της χριστιανικής θρησκείας με τις πολιτικές και κοινωνικές εξελίξεις στον ελλαδικό αλλά και στον ευρύτερο χώρο του Βυζαντίου από τον 4ο έως και τον 15ο αιώνα μ.Χ.

Η συνέχεια αυτής της πορείας από την Άλωση της βασιλεύουσας έως και τον 20ό αιώνα ξεδιπλώνεται στον νέο εκθεσιακό χώρο που διαχειρίζεται παραδειγματικά 1400 τετραγωνικά μέτρα. Ίσως αυτή η χρονική περίοδος των 500 χρόνων ήταν η πιο καθοριστική για την επιβίωση της πνευματικής και καλλιτεχνικής κληρονομίας, τις άυλης προίκας της χιλιόχρονης βυζαντινής αυτοκρατορίας. Που επέζησε παρά τις επιδράσεις των κατακτητών, ομόθρησκων ή μη. Και τους πειρασμούς της συγχώνευσης των ξενόφερτων θεωρήσεων της τέχνης με αυτήν της παράδοσης με χαρακτηριστικά δείγματα στην Βενετοκρατούμενες περιοχές της Κρήτη, των Επτανήσων και ορισμένων νησιών του αρχιπελάγους.
 
Αδιαμφισβήτητη απόδειξη της επικράτησης αυτής της ατόφιας κληρονομίας. Τα έργα του Φώτη Κόντογλου, του Γιάννη Τσαρούχη, του Κωνσταντίνου Παρθένη και πολλών άλλων στο τέλος της διαδρομής της έκθεσης λίγο πριν την έξοδο από το μουσείο.

Αυτή η πορεία στοιχειοθετείται από μία χιλιάδα αντικείμενα που τα περισσότερα από αυτά για πρώτη φορά εμφανίζονται στο ευρύ κοινό. Ο άνθρωπος που ολοκλήρωσε αυτό το έργο, δεν κατάφερε να είναι στο μουσείο την ημέρα των εγκαινίων. Πρόκειται για τον επί μία δεκαετία διευθυντή του Βυζαντινού και χριστιανικού μουσείου Δημήτρη Κωνστάντιο που έφυγε πρόωρα από την ζωή. Υπογράφοντας όμως την σύλληψη της μουσειολογικής πρότασης, την οργάνωση, τον συντονισμό αλλά και την υλοποίηση του σύνθετου αυτού διεπιστημονικού, συλλογικού έργου της έκθεσης.

Ο ίδιος σημείωνε για την επανέκθεση «αποφασίσαμε να ακολουθήσουμε μια γενική χρονολογική πορεία, δίδοντας όμως το κύριο βάρος στις θεματικές ενότητες, που επρόκειτο να συγκροτήσουν «μικρές ιστορίες», εικόνες θα λέγαμε διαφορετικών όψεων του βυζαντινού και μεταβυζαντινού κόσμου».

Το κύριο ενδιαφέρον όμως δεν είναι στραμμένο στην «εθνική αφήγηση» ούτε στον «ενιαίο ιστορικό χρόνο», αλλά στην ερμηνεία ενός «σύνθετου παρελθόντος που μας αφορά, ούτως ή άλλως, άμεσα. Δεν μας απασχόλησε ως στόχος ο «ενιαίος και συνεχής Ελληνισμός». Όμως η ελληνικότητα ήταν πάντα μπροστά μας, στη γλώσσα, στα μοτίβα, στις φόρμες, στην αντίληψη, στο μέτρο των πραγμάτων. Την αναγνωρίζαμε όπως την έβλεπε ο ποιητής Ελύτης, δηλαδή «σαν έναν τρόπο να βλέπεις και να κάνεις τα πράγματα», ανάμεσα την Ανατολή και τη Δύση, με την Ορθοδοξία να παίζει καταλυτικό ρόλο και να δημιουργεί τελικά έναν κόσμο σύνθετο, γεμάτο όμως νοήματα και ιδέες, μέσα από ρήξεις και τομές, με συνέχειες και ασυνέχειες, μέχρι τη σύγχρονη εποχή, διαμορφώνοντας λαούς και έθνη".
Η ιστορική περίοδος ξεδιπλώνεται στον επισκέπτη με τρόπο συνθετικό. Τα εκθέματα αναδεικνύονται σε σχέση με το κοινωνικό, πολιτιστικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής από την οποία προέρχονται.





Η έκθεση αναπτύσσεται μέσα από τις εξής ενότητες:

«Πνευματική και καλλιτεχνική κινητικότητα τον 15ο αιώνα»
Στην πρώτη μεγάλη ενότητα παρουσιάζεται η εντυπωσιακή πνευματική και καλλιτεχνική κινητικότητα και παραγωγή που, παρά την πολιτική παρακμή της βυζαντινής αυτοκρατορίας, χαρακτηρίζει τον 14ο και 15ο αιώνα και στην ουσία εκτείνεται χρονικά και στην μετά την Άλωση εποχή.

Στην ενότητα «Η Ενετική κυριαρχία και οι Γραικοί» παρουσιάζονται σε δύο υποενότητες όψεις της τέχνης και του πολιτισμού που αναπτύχθηκε στις βενετοκρατούμενες περιοχές, όπως στην Κρήτη και στα Επτάνησα.

Στην υποενότητα «Κοινωνία και Τέχνη στη Βενετική Κρήτη» προβάλλεται η τέχνη που προέκυψε στην κρητοβενετική κοινωνία από την ώσμωση βυζαντινών και βενετικών στοιχείων. Ανάμεσα στα εκθέματα ξεχωρίζουν έργα των σπουδαίων ζωγράφων Άγγελου, Δαμασκηνού, Κλόντζα, Λαμπάρδου και Βίκτορα. Στην υποενότητα «Η Τέχνη στα Επτάνησα: Είδος Μεικτό αλλά Νόμιμο» κυρίως μέσα από εικόνες του Τζάνε, του Πουλάκη, του Μόσκου, του Κόνταρη, του Καραντινού και του Δοξαρά παρουσιάζεται η τέχνη και ο πολιτισμός που άνθισε στα Επτάνησα μετά το 1669 και την έλευση των Κρητικών ζωγράφων —πρόκειται για το αποτέλεσμα της μείξης κρητικών, βενετικών και ντόπιων καλλιτεχνικών τάσεων.

Στην ενότητα «Από το Ανθίβολο στην Εικόνα», παρουσιάζονται τα σχέδια εργασίας των ζωγράφων που προορίζονταν για την αναπαραγωγή εικονογραφικών θεμάτων, υλικό πολύτιμο για την ιστορία της ζωγραφικής τέχνης.

Η τρίτη μεγάλη ενότητα με τον τίτλο «Η Οθωμανική Κατάκτηση και το Γένος» καλύπτει εκφάνσεις του βίου και του πολιτισμού των Ρωμιών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στα μετά την Άλωση χρόνια σε πέντε υποενότητες: «Οι Κοινότητες των Ρωμιών», «Όψεις της καθημερινής ζωής», «Εκκλησία: Τόπος Πίστης – Χώρος Κοινωνικής Συνοχής», «Μονές: Άνθηση και ακτινοβολία», «Η Πολυμορφία του 18ου αι.»

Μια ξεχωριστή ενότητα με τον τίτλο «Το έντυπο και ο Νέος Ελληνισμός» παρουσιάζει τη συμβολή των ελληνικών και ξένων τυπογραφείων στη συγκρότηση της ταυτότητας του Νέου Ελληνισμού. Η έκθεση κλείνει με την ενότητα «Θρησκευτική Ζωγραφική στο Ελληνικό Κράτος».

«Τι έδειχναν τα χιλιάδες αντικείμενα που διασώθηκαν και οι νέες ερμηνείες των πηγών;» ερωτά και απαντά ο Δημήτρης Κωνστάντιος «η κατάκτηση ήταν πραγματικότητα και οι Ρωμιοί Χριστιανοί βίωναν την πολιτική καταπίεση με τους όρους των Οθωμανών. Οι τελευταίοι όμως, επιζητούσαν τη νομιμοποίησή τους έναντι των υπηκόων τους. Έδωσαν ως εκ τούτου ουσιαστικό ρόλο στο Πατριαρχείο και την Εκκλησία, όπου πρόσφεραν ιδιαίτερα προνόμια. Από την άλλη πλευρά, γύρω από το χιλιόχρονο αυτό δένδρο της βυζαντινής παράδοσης αλλά και της ορθοδοξία, ενίοτε της γλώσσας, των ηθών, των εθίμων και των κοινών αντιλήψεως, διαμορφώθηκε σταδιακά η ταυτότητα των Ρωμιών».
 
Αυτή η «υπόγεια αντίσταση» όπως καταλήγει ο Δημήτρης Κωνστάντιος εκφράζεται με δημιουργία. «Οι άνθρωποι εργάζονται στα χωράφια και στις συντεχνίες, εμπορεύονται, ταξιδεύουν, μαθαίνουν σιγά-σιγά γράμματα, στα μοναστήρια, στις παροικίες και αργότερα στα σχολεία.

Τα αντιγραφικά εργαστήρια, οι λόγιοι, με τη συμβολή τους στο νέο Ουμανισμό και οι καλλιτέχνες του 15ου αιώνα, αναδεικνύουν μία δυναμική κοινωνική κινητικότητα. Είναι η κοινωνική κατάσταση της βενετικής Κρήτης του 15ου και 16ου αιώνα, που μπορεί και παράγει καλλιτέχνες σαν τον Άγγελο Ακοτάντο, τον Δομήνικο Θεοτοκόπουλο, τον Μιχαήλ Δαμασκηνό κ.ά. Βορειότερα, οι δυναμικές κοινότητες των Ρωμιών, κάτω από τους δεδομένους πολιτικούς καταναγκασμούς στον ελλαδικό χώρο, τη Μ. Ασία και τα Βαλκάνια, παράγουν έξοχα αντικείμενα λατρείας όπως εικόνες, τοιχογραφίες, υφάσματα, μικροτεχνήματα κ.ά., καθώς και αντικείμενα καθημερινής ζωής».

Το «ημέτερον Γένος» όπως διαπιστώνει στο κείμενο του ο Δημήτρης Κωνστάντιος βασίζεται σε «ασυνείδητες πολλές φορές πολιτικές οριοθετήσεις και σε συμβολικές ενέργειες αλλά στηρίζεται σε συγκεκριμένη κοινωνική πραγματικότητα. Κοινές παραδόσεις, αντιλήψεις, η πίστη στη χριστιανική ορθοδοξία, οι εικόνες, τα πανηγύρια, οι ξενιτεμένοι, οι κλέφτες, τα γράμματα, ο πατρο-Κοσμάς αλλά και ο Κοραής συγκροτούν μια κοινωνική και πολιτική ταυτότητα του ρωμέϊκου που καταλήγει στους Έλληνες του διαφωτιστικού 18ου αιώνα και στην επανάσταση του 1821».

Αρχιτέκτων-μουσειογράφος της επανέκθεσης των μεταβυζαντινών συλλογών είναι μεταβυζαντινών συλλογών είναι η Αναστασία Τζάκου.

INFO
Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο: Bασ. Σοφίας 22
Διάρκεια έως τις 13 Ιουνίου.
Ώρες λειτουργίας: 08:00 - 19:30,
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v