Πού θα βρω γυναίκα για φροντίδα ηλικιωμένου στο σπίτι

Μέσα σε μια αγορά φροντίδας που λειτουργεί μισή επίσημα και μισή «στόμα με στόμα», οι οικογένειες παλεύουν να βρουν λύση.

Πού θα βρω γυναίκα για φροντίδα ηλικιωμένου στο σπίτι

Η γήρανση συνοδεύεται από σταδιακές αλλαγές που δυσκολεύουν την καθημερινή αυτονομία. Κάποια στιγμή, ένας ηλικιωμένος δεν μπορεί πλέον να καλύψει μόνος του βασικές ανάγκες, ενώ η οικογένεια – όσο κι αν θέλει – δεν έχει πάντα τον χρόνο και τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στη συνεχή φροντίδα, αλλά ούτε και να στείλει τον άνθρωπό της σε κάποια δομή. Εκεί ακριβώς γίνεται απαραίτητη η αναζήτηση ενός έμπειρου εσωτερικού γηροκόμου/ φροντιστή.

Η αγορά φροντίδας ηλικιωμένων στην Ελλάδα χωρίζεται στα δύο.

Υπάρχει ο επίσημος δρόμος, με εταιρείες κατ’ οίκον νοσηλείας, πλατφόρμες και πιστοποιημένους επαγγελματίες. Και υπάρχει και ο ανεπίσημος δρόμος, ίσως ο πιο συχνός στην πράξη: το «στόμα με στόμα», οι επαφές μέσα από κοινότητες μεταναστριών, και η αναζήτηση «μιας καλής κυρίας από Γεωργία, Αρμενία ή πρώην Σοβιετικές χώρες» που δουλεύουν μόνιμα σε ελληνικά σπίτια, συχνά χωρίς πλήρη νομιμοποίηση.

Αυτός ο δεύτερος δρόμος είναι που επιλέγει η πλειοψηφία των οικογενειών, όχι απαραίτητα επειδή είναι ορθός ή εύκολος, αλλά επειδή είναι ο πιο άμεσος και ο οικονομικότερος σημερινή αγορά.

Ο ανεπίσημος δρόμος: Κοινότητες μεταναστριών, προμήθειες και επιλογή «από κοντά»

Στην πράξη, πολλά ελληνικά σπίτια βρίσκουν φροντίστριες μέσα από μια άτυπη «αλυσίδα»: κάποιος γνωστός δίνει ένα κινητό μιας γυναίκας που «ξέρει κι άλλες», συνήθως από Γεωργία, Ρωσία ή χώρες της πρώην ΕΣΣΔ.

Στις περιπτώσεις που υπάρχει μεσολαβήτρια, αυτή χρεώνει προμήθεια. Σε πραγματικές ιστορίες, η προμήθεια αυτή φτάνει τα 300 ευρώ, με μια άτυπη «εγγύηση» ενός έτους: αν η φροντίστρια φύγει ή δεν ταιριάξει, η μεσολαβήτρια αναλαμβάνει να τη αντικαταστήσει άμεσα, χωρίς επιπλέον χρέωση.

Η διαδικασία είναι απλή και τυποποιημένη. Κλείνεται ραντεβού στο σπίτι, η μεσολαβήτρια φέρνει μία ή δύο υποψήφιες, η κάθε μία λέει τι μπορεί και τι δεν μπορεί να κάνει όσον αφορά τη φροντίδα, και η επιλογή γίνεται και από τις δύο πλευρές.

Η ζήτηση είναι τεράστια, οπότε η «πλευρά της φροντίστριας» έχει συνήθως το πάνω χέρι: αν δεν της αρέσει το δωμάτιο, αν θεωρεί ότι η δουλειά είναι πολύ βαριά, αν δεν νιώθει άνετα, πολύ απλά… αποχωρεί και η οικογένεια συνεχίζει την αναζήτηση.

Μισθοί, ρεπό και «μαύρη» εργασία: Πώς διαμορφώνονται

Στην πραγματική αγορά, η αμοιβή μιας εσωτερικής φροντίστριας που μένει στο σπίτι του ηλικιωμένου διαμορφώνεται γύρω στα 1.200 ευρώ τον μήνα καθαρά και συνήθως «μαύρα». Τα περισσότερα σπίτια προβλέπουν ένα ρεπό την εβδομάδα, όμως όταν η οικογένεια χρειάζεται κάλυψη επτά ημέρες (ή αν η νοσηλεύτρια το ζητήσει), η εργαζόμενη συχνά μένει χωρίς ρεπό και λαμβάνει ένα μικρό επιπλέον ποσό, συνήθως περίπου 50 ευρώ για κάθε Κυριακή που εργάζεται. Υπάρχουν επίσης διαφοροποιήσεις στην τιμή ανάλογα με το πόσο καλά ελληνικά μιλάει, ενώ στην πλειοψηφία των περιπτώσεων η φροντίστρια μαγειρεύει και καθαρίζει. 

Όπως είπαμε, πολλές φροντίστριες δουλεύουν ανασφάλιστες, με ιδιωτικές συμφωνίες «στο χέρι», και μόνο όταν σταθεροποιηθεί η συνεργασία, αρχίζουν να τακτοποιούν έγγραφα όπως ΑΜΚΑ ή άδειες παραμονής. Πρόκειται για την πιο συνηθισμένη πρακτική: μια αρχικά ανεπίσημη σχέση εργασίας που σιγά σιγά νομιμοποιείται, αν και όχι πάντα πλήρως.

Το εργόσημο: H «γέφυρα» μεταξύ μαύρης εργασίας και νομιμότητας

Ένα ιδιαίτερα διαδεδομένο μοντέλο τα τελευταία χρόνια είναι η χρήση εργοσήμων ως ενδιάμεσο βήμα. Συχνά η φροντίστρια ξεκινά να εργάζεται με «μαύρα» και, όταν τακτοποιήσει τα έγγραφά της, η οικογένεια αρχίζει να της κόβει εργόσημα ώστε να εξασφαλίσει το ελάχιστο όριο ιατροφαρμακευτικής κάλυψης.

Το βασικό εργόσημο αντιστοιχεί περίπου στα 200 ευρώ τον μήνα και συνήθως αφαιρείται από τη συμφωνημένη αμοιβή, με αποτέλεσμα από τα 1.200 ευρώ που δίνει η οικογένεια, η εργαζόμενη να λαμβάνει περίπου 1000 ευρώ στο χέρι. Είναι μια λύση ανάμεσα στο «όλα μαύρα» και στην πλήρη πρόσληψη, η οποία εξυπηρετεί και τις δύο πλευρές χάρη στην ευελιξία και το χαμηλότερο κόστος.

Ο επίσημος δρόμος: Πλατφόρμες και γραφεία κατ’ οίκον φροντίδας

Δίπλα σε αυτή την ανεπίσημη αγορά υπάρχει και η άλλη οδός. Πλατφόρμες όπως η Nannuka και το Grandmama, δίνουν πρόσβαση σε προφίλ γηροκόμων με πιστοποιήσεις, συστάσεις και καθορισμένα ωρομίσθια. Παράλληλα, εταιρείες κατ’ οίκον νοσηλείας προσφέρουν εξειδικευμένο προσωπικό, όπως νοσηλευτές και αποκλειστικές νοσοκόμες, ενώ γραφεία ευρέσεως προσωπικού αναλαμβάνουν επίσημη τοποθέτηση με απόδειξη και πλήρη τήρηση διαδικασιών.

Το κόστος στον επίσημο δρόμο είναι υψηλότερο αλλά σαφώς πιο διαφανές: τα ωρομίσθια κυμαίνονται συνήθως μεταξύ 6 και 10 ευρώ για εξωτερική φροντίδα, ενώ οι εσωτερικές φροντίστριες μέσω γραφείων κοστίζουν περίπου 1200-1500€ τον μήνα. Για νοσηλευτές με πτυχίο, ειδικά σε περιστατικά άνοιας, Αλτσχάιμερ ή σοβαρών ασθενειών, το κόστος αυξάνεται.

Η πραγματικότητα: Γιατί οι περισσότεροι επιλέγουν την ανεπίσημη οδό

Παρά τους κινδύνους και την έλλειψη τυπικής νομιμότητας, η πλειονότητα των ελληνικών νοικοκυριών καταφεύγει τελικά στον ανεπίσημο δρόμο για να βρει φροντίστρια. Οι ανάγκες των ηλικιωμένων είναι άμεσες και πιεστικές, οι διαθέσιμοι επαγγελματίες λίγοι, ενώ οι τιμές μέσω εταιρειών και γραφείων πιο υψηλές από ό,τι μπορεί να αντέξει μια οικογένεια.

Μέσα σε αυτή την πραγματικότητα, το «στόμα με στόμα» λειτουργεί πιο γρήγορα και αποτελεσματικά από οποιαδήποτε επίσημη διαδικασία.

Έτσι, μια μεσολαβήτρια που «ξέρει πολλές κυρίες» καταλήγει να είναι η πιο συχνή και πρακτική πηγή προσωπικού για χιλιάδες σπίτια, διαμορφώνοντας άτυπα αλλά ουσιαστικά το πώς λειτουργεί σήμερα η φροντίδα ηλικιωμένων στην Ελλάδα.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v