Το ήξερες ότι έχουμε δύο διαφορετικά κάππα; Και άλλα περίεργα της ελληνικής γλώσσας

Όταν λες «καλαμάκι» προφέρεις στην ίδια λέξη δύο τελείως διαφορετικά μεταξύ τους κάππα. Και άλλα παράδοξα της ελληνικής γλώσσας που αγνοούσες.

Το ήξερες ότι έχουμε δύο διαφορετικά κάππα; Και άλλα περίεργα της ελληνικής γλώσσας

Δεν θέλουμε να σου μιλήσουμε για πολύπλοκους κανόνες της γραμματικής ή για πράγματα που λες «λάθος» (κυρίως γιατί η γλώσσα δεν είναι θέσφατο, είναι εργαλείο επικοινωνίας, άπαξ και η επικοινωνία επιτυγχάνεται, λάθη δεν υπάρχουν). Θέλουμε να επισημάνουμε όλα εκείνα τα μικρά και φαινομενικά ασήμαντα, όμως τόσο ενδιαφέροντα, που συνιστούν τις χαριτωμένες ιδιοτροπίες της ελληνικής γλώσσας, και που δεν είχες προσέξει ποτέ. Μέχρι τώρα.

Έχουμε δύο διαφορετικά κάππα

Έχεις προσέξει πως όταν οι τουρίστες λένε «σουβλάκι» κάτι δεν πάει καλά, αλλά δεν μπορείς να προσδιορίσεις ακριβώς τι; Είναι που προφέρουν το κάππα σκληρό, όπως στη λέξη φάκα. Για να καταλάβεις τι εννοούμε, πες (απέξω, όχι από μέσα σου) κα και μετά πες κι, και παρατήρησε πού πάει κάθε φορά η γλώσσα σου. Θα αντιληφθείς ότι είναι σε άλλο σημείο. Κι αυτό εξηγεί γιατί ας πούμε το κι και το κε των Κρητικών ακούγονται σαν τσι και τσε, αλλά δεν ισχύει το ίδιο με τα κα και τα κου τους. Η ελληνική γλώσσα έχει φωνολογικά δύο διακριτά κάππα, κι αυτό δεν ισχύει με όλες τις γλώσσες του πλανήτη (συμβαίνει και στα ισπανικά, είναι ένα από τα πράγματα που εξηγούν γιατί ακούγονται τόσο πολύ παρόμοια με τα ελληνικά).

Το θέλεις και επιστημονικά, να κάνεις τον έξυπνο/η στις παρέες σου;

Το /k/ και οι αλλόφωνες εκδοχές του

Το φώνημα /k/ στα ελληνικά προσαρμόζεται στο φωνητικό του περιβάλλον:

  • Μπροστά από πρόσθια φωνήεντα (ι, ε) → προφέρεται ως παλατιακό [c].
    π.χ. και [ce], κίτρινο [ˈcitɾino]
  • Μπροστά από οπίσθια φωνήεντα (α, ο, ου) → ως “κανονικό” υπερωικό [k].
    π.χ. καλά [kaˈla], κορίτσι [koˈɾici]

Αυτό το φαινόμενο λέγεται στα επιστημονικά παλατοποίηση (palatalization) από την κίνηση που κάνει η γλώσσα για παράδειγμα στο «κι» προς το μπροστινό, οστέινο τμήμα του πάνω μέρους του στόματος, που στα αγγλικά λέγεται hard palate.

Τα ρήματά μας έχουν όψεις

Αλλιώς γνωστή και ως ποιόν ενέργειας, η όψη του ρήματος συναντάται σε λίγες γενικά γλώσσες (τα ρώσικα είναι ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα). Είπαμε ότι δεν θα σε κουράσουμε με περίπλοκους γραμματικούς κανόνες, οπότε το θέτουμε απευθείας με παράδειγμα: Το ποιόν ενέργειας είναι αυτό που διαχωρίζει το «θέλω να φάω» από το «θέλω να τρώω». Τρώω και φάω είναι δύο τελείως διαφορετικές μεταξύ τους λέξεις, που σημαίνουν το ίδιο πράγμα, αναλόγως αν το κάνεις πολλές φορές ή μία –για την ακρίβεια, εξακολουθητικά ή όχι. Κι αυτό είναι ένα από τα πράγματα που κατατάσσουν γενικά τα ελληνικά στις δύσκολες ξένες γλώσσες για να μάθει κανείς.

Το σίγμα μας δεν μοιάζει με κανένα (σε κάποιες περιπτώσεις, ούτε με τον εαυτό του)

Σε ένα βιβλίο εκμάθησης ελληνικών για ξένους, πέσαμε πάνω στην οδηγία «το σίγμα όταν ακολουθείται από μι διαβάζεται σαν ζήτα» και πάνω που ετοιμαζόμασταν να διαμαρτυρηθούμε ότι πρόκειται για λάθος, αρχίσαμε να σκεφτόμαστε λέξεις όπως κόσμος, σμήνος, Νέα Σμύρνη και πάει λέγοντας. Πέρα από την ζητ-ο-ποίησή του, όμως, το ελληνικό σίγμα δεν αντιστοιχεί ούτε στο παχύ sh, ούτε στο πολύ ελαφρύ s γλωσσών όπως τα αγγλικά, είναι ένας ενδιάμεσος ήχος. Κι αυτό είναι ένα από τα πράγματα που συχνά μας προδίδουν σαν λαό όταν μιλάμε ξένες γλώσσες, φτιάχνοντας το ηχόχρωμα που έχουμε μάθει να αποκαλούμε «ελληνική προφορά».

Κι αυτό δεν ισχύει μόνο με το σίγμα (ή: Επιστημονική βερσιόν της από πάνω παραγράφου)

Τα άηχα /p t k/ ηχηροποιούνται μπροστά από ηχηρά σύμφωνα:
απ’ τον → [apdon] → [abdon]

Αντίστροφα, τα ηχηρά /b d g/ στο τέλος λέξης συχνά αποηχηροποιούνται:
club → [klap]

Αυτό δείχνει την αφομοίωση (assimilation), δηλαδή το πώς τα φωνήματα “τραβούν” το ένα το άλλο.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v