Η ριζική αλλαγή του δημογραφικού τοπίου και οι προκλήσεις ως το 2050

Ο δημόσιος διάλογος επικεντρώνεται στην «υπογεννητικότητα» και τη δημογραφική γήρανση -ως και τις άμεσες και απώτερες επιπτώσεις τους- ενώ πολύ λιγότερο μας προβληματίζουν η επιβράδυνση των προσδόκιμων ζωής, η υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού στον χώρο και οι εντονότατες διαφοροποιήσεις σε περιφερειακό επίπεδο όλων των δημογραφικών δεικτών.

Η ριζική αλλαγή του δημογραφικού τοπίου και οι προκλήσεις ως το 2050

Το κείμενο αποτελεί μέρος της ειδικής έκδοσης του euro2day.gr και του mama365.gr «Η Σιωπηλή Κρίση – Οικογένεια και Δημογραφικό».

Γράφει o Βύρων Κοτζαμάνης, Καθηγητής Δημογραφίας, Δ/ντής Ερευνών στο Ινστιτούτο Δημογραφικών Ερευνών και Μελετών (ΙΔΕΜ)

Η δημογραφική εικόνα της χώρας μας διαφέρει σημαντικά από αυτήν της δεκαετίας του 1970. Συνοψίζοντας τις βασικές εξελίξεις θα αναφέρουμε:

1) την υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού σε ένα εξαιρετικά περιορισμένο τμήμα της επικράτειας, καθώς ένας στους δύο κατοίκους διαμένει στο 2% της συνολικής επιφάνειας (άμεση επίπτωση του μεταπολεμικού μοντέλου ανάπτυξης, που οδήγησε στην εγκατάλειψη ενός μεγάλου τμήματος του ύπαιθρου χώρου και στη συγκέντρωση στα μεγάλα αστικά κέντρα και κυρίως στις μητροπολιτικές περιοχές Αθηνών και Θεσσαλονίκης),

2) τη συνεχή μεν αύξηση των προσδόκιμων ζωής (+9,5 χρόνια στη γέννηση και +5,5 χρόνια στα 65 έτη) αλλά και τη σημαντική επιβράδυνση των κερδών αυτών τις τελευταίες δεκαετίες,

3) τη μείωση του αριθμού των παιδιών που αποκτούν οι διαδοχικές γενεές (οι γυναίκες που γεννήθηκαν γύρω στο 1985 θα κάνουν λιγότερα από 1,5 παιδιά, ενώ οι μητέρες τους που γεννήθηκαν το 1960 έκαναν 2,0) και την επάγωγη πτώση των γεννήσεων, καθώς, σε αντίθεση με άλλες χώρες, δεν δημιουργήθηκε στη χώρα μας ένα ευνοϊκό για τη δημιουργία οικογένειας και την απόκτηση παιδιών περιβάλλον,

4) τον υπερδιπλασιασμό σχεδόν του ειδικού βάρους των 65 ετών και άνω (από το 12% το 1975 στο 24% του πληθυσμού σήμερα), που οφείλεται στην αύξηση των προσδόκιμων ζωής και στην κατάρρευση των γεννήσεων μετά το 1980,

5) τη μετατροπή των μεταναστευτικών μας ισοζυγίων από θετικά σε αρνητικά μετά το 2010 εξαιτίας της μαζικής φυγής των νέων μας, παρόλο που ένα τμήμα των 2 εκατ. παρατύπως εισερχομένων αλλοδαπών στη χώρα μας το 2011-24 συνεχίζει να παραμένει σε αυτή, και, τέλος,

6) τις σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση και δομή των νοικοκυριών/οικογενειών (αύξηση των μονογονεϊκών νοικοκυριών, μείωση του ειδικού βάρους των εδραζόμενων στον γάμο πυρηνικών οικογενειών).

Αντίστοιχες εξελίξεις (αστικοποίηση, γήρανση του πληθυσμού, πτώση της γονιμότητας και της γαμηλιότητας, συρρίκνωση των φυσικών ισοζυγίων, αλλαγές των οικογενειακών δομών) καταγράφονται φυσικά σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες.

Η Ελλάδα όμως:

  •  δεν είχε τη μεταπολεμική «έκρηξη» των γεννήσεων (baby-boom) που χαρακτήρισε την πλειονότητα των χωρών της Ε.Ε.
  • διατηρεί μια ισχυρή συσχέτιση ανάμεσα στον γάμο και την απόκτηση παιδιών, έχοντας ταυτόχρονα από τα υψηλότερα ποσοστά άτεκνων γυναικών στην Ε.Ε στις γενεές που γεννήθηκαν μετά το 1980.
  • εντάσσεται στην ομάδα εκείνη των χωρών της Ένωσης με την υψηλότερη μέση ηλικία στην απόκτησή τους έχοντας από τους χαμηλότερους ετήσιους δείκτες γονιμότητας (<1,5 παιδιά/γυναίκα για 37 από τα 44 χρόνια της περιόδου 1970-2023!!), από τις ταχύτερες πτώσεις του μέσου αριθμού παιδιών /γυναίκα ανάμεσα σε όσες γεννήθηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και σε αυτές που γεννήθηκαν 30 χρόνια αργότερα, και, ταυτόχρονα, από το μεγαλύτερο «άνοιγμα» ανάμεσα στον αριθμό παιδιών που επιθυμούμε και αυτόν που αποκτούμε.

@ είναι και θα παραμείνει και τις αμέσως επόμενες δεκαετίες από τις «γηραιότερες» χώρες της Ε.Ε. με βάση τα ποσοστά των 65+, τη μέση και διάμεση ηλικία.

Το νέο δημογραφικό τοπίο μάς προβληματίζει όλο και περισσότερο και αρχίζουμε, έστω και καθυστερημένα, να συνειδητοποιούμε ότι η δημογραφία αποτελεί έναν παράγοντα που δεν έχουμε πλέον την πολυτέλεια να υποτιμούμε. Η ισχνή δημογραφική μας παιδεία αποτελεί όμως εμπόδιο για την κατανόηση των φαινομένων και την αντιμετώπιση των προκλήσεων που τίθενται, ενώ ο ιδεολογικός λόγος προτάσσεται συχνά του επιστημονικού, επηρεάζοντας αναπόφευκτα και τον δημόσιο διάλογο. Ο διάλογος αυτός επικεντρώνεται κυρίως στην «υπογεννητικότητα» και τη δημογραφική γήρανση -ως και τις άμεσες και απώτερες επιπτώσεις τους- ενώ πολύ λιγότερο μας προβληματίζουν η επιβράδυνση των προσδόκιμων ζωής μας, η υπερσυγκέντρωση του πληθυσμού στον χώρο και οι εντονότατες διαφοροποιήσεις σε περιφερειακό επίπεδο όλων των δημογραφικών δεικτών.

Δεν φαίνεται, δε, να έχει γίνει ακόμη πλήρως κατανοητό αφενός ότι ο πληθυσμός διέπεται από αδράνεια, αφετέρου ότι οι κύριες δημογραφικές συνιστώσες (γονιμότητα, θνησιμότητα, εσωτερική και εξωτερική μετανάστευση) συνδέονται με αμφίδρομες σχέσεις, επηρεάζοντας και επηρεαζόμενες από πλήθος εξωγενών της δημογραφίας μεταβλητών.

Οι προκλήσεις με δεδομένες τις μη αναστρέψιμες μεσοπρόθεσμα τάσεις είναι ήδη παρούσες, καθώς τις αμέσως επόμενες δεκαετίες οι θάνατοι θα συνεχίσουν να υπερτερούν σημαντικά των γεννήσεων και ακόμη και αν η μεταναστευτική ζυγαριά είναι μηδενική, ο πληθυσμός μας με βάση τις πρόσφατες προβολές του ΙΔΕΜ θα είναι μειωμένος το 2050  -ευνοϊκό σενάριο- κατά 1,5 εκατομμύρια (μια μείωση που θα οφείλεται αποκλειστικά στη συρρίκνωση των μικρότερων των 65 ετών, καθώς οι 65 και άνω θα αυξηθούν κατά 700 χιλ. περίπου).

Η αντιμετώπιση των προκλήσεων προϋποθέτει τη συνειδητοποίηση από όλους -ιδιαίτερα, όμως, από τους επιφορτισμένους για τη λήψη μέτρων πολιτικής- ότι τα συστήματα δημογραφία, οικονομία, κοινωνία και περιβάλλον διέπονται από αμφίδρομες σχέσεις και ότι τα όποια μέτρα θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όχι μόνον όλες τις συνιστώσες που διαμορφώνουν τις δημογραφικές εξελίξεις, αλλά και τις άμεσες και απώτερες επιπτώσεις τους σε πλήθος πεδίων. Οι αναμενόμενες εξελίξεις επιτάσσουν ειδικότερα, εκτός των άλλων, και σημαντικές αλλαγές σε πλήθος τομέων, καθώς, αν το μεταναστευτικό ισοζύγιο είναι μηδενικό, οι 20-64 ετών θα είναι στο ευνοϊκότερο σενάριο με βάση τις προβολές του ΙΔΕΜ λιγότεροι το 2050 κατά 1,7 εκατ. (4,4 εκατ. έναντι 6,1 σήμερα).

Δεν είναι έτσι δυνατόν να συνεχίσουμε να έχουμε από τα χαμηλότερα ποσοστά συμμετοχής στην Ε.Ε της ομάδας αυτής στο εργατικό δυναμικό και, ταυτόχρονα, σχετικά υψηλά ποσοστά ανεργίας, με αποτέλεσμα οι απασχολούμενοι να αποτελούν λιγότερο από το 67% των 20-64 ετών, όταν σε κάποιες χώρες της Ε.Ε το αντίστοιχο ποσοστό υπερβαίνει ήδη το 80%. Δεν είναι δυνατόν να συνεχίσουμε να έχουμε μια οικονομία μονομερώς προσανατολισμένη, που χαρακτηρίζεται -εκτός των άλλων- και από περιορισμένες παραγωγικές επενδύσεις και χαμηλή παραγωγικότητα, αργή ενσωμάτωση καινοτόμων μεθόδων παραγωγής, νέων τεχνολογιών και χαμηλές επιδόσεις σε όρους διεθνούς ανταγωνιστικότητας.

Δεν είναι όμως επίσης δυνατόν να συνεχίζουμε να προσεγγίζουμε τη γήρανση θεωρώντας την ηλικία σαν μια «φυσική» κατηγορία, ξεχνώντας ότι τα κριτήρια ταξινόμησης του κοινωνικού κόσμου, ακόμα και αυτά που θεωρούνται ως τα πλέον «φυσικά», παραπέμπουν πάντοτε σε ένα κοινωνικό υπόβαθρο, περιχαρακώνοντας τους ηλικιωμένους σε εξειδικευμένα δίκτυα κατανάλωσης, αντιμετωπίζοντάς τους σαν μια ομάδα που «επωφελείται» μονομερώς της μεταφοράς κοινωνικών πόρων και θεωρώντας ότι δραστηριότητες όπως η φροντίδα/ θεραπεία είναι μη «παραγωγικές».

Οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι η μεταβλητή «πληθυσμός» αποτελεί μία μόνον από τις παραμέτρους που επηρεάζουν την επίτευξη των συλλογικών μας στόχων και ότι οι όποιες παρεμβάσεις στο πλαίσιο μιας δημογραφικής πολιτικής προσδιορίζονται από τους γενικότερους αυτούς στόχους. Η πολιτική αυτή οφείλει επομένως να είναι αναπόσπαστο τμήμα μιας γενικότερης «Πολιτικής», οι στόχοι της θα πρέπει να προσδιορίζονται με βάση τους γενικότερους στόχους της και τα όποια μέτρα λαμβάνονται θα πρέπει να είναι όχι μόνον αποτελεσματικά αλλά και συμβατά με αυτούς.

Το κείμενο αποτελεί μέρος της ειδικής έκδοσης του euro2day.gr και του mama365.gr: «Η Σιωπηλή Κρίση – Οικογένεια και Δημογραφικό». 

 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v