Beg to differ: Το πιο ενοχλητικό «κίνημα» στα social media
Αν έχεις κι εσύ διαδικτυακούς φίλους που δηλώνουν συνεχώς, ευθαρσώς κι αδιαλείπτως πόσο «διαφορετικοί» είναι, τότε θα εκτιμήσεις το σιχτίρι μας.

Αν έχεις κι εσύ διαδικτυακούς φίλους που δηλώνουν συνεχώς, ευθαρσώς κι αδιαλείπτως πόσο «διαφορετικοί» είναι, τότε θα εκτιμήσεις το σιχτίρι μας.
Στον θαυμαστό κόσμο των social media υπάρχουν είναι η αλήθεια μπόλικα πράγματα που μας εκνευρίζουν όμως τώρα τελευταία έχει κάπως παραγίνει το κακό με όλους εκείνους τους τόσο «διαφορετικούς» από τη μάζα διαδικτυακούς φίλους που έχουν μια παθολογική ανάγκη να δηλώσουν την «ξεχωριστή» αποψάρα τους. Θα τους δεις συχνά σε επικήδειους αγαπημένων καλλιτεχνών να αποδομούν με μια φράση τους μακαρίτες γιατί σε μια συνέντευξη τους πριν 32 χρόνια είχαν δηλώσει κάτι αμφιλεγόμενο.
Αφού ξαποστάσουν ξανά προς την εφήμερη δόξα των likes τραβάνε για να σου πουν ότι ένας αγαπημένος μουσικός είναι τέρμα υπερτιμημένος κι είχε κλέψει ασύστολα ένα proto-punk εσθονικό γκρουπ των 60s. Βλέπεις, υπάρχει πια μια νέα μόδα στα social media που έχει πάρει διαστάσεις κινήματος ή μάλλον ενός μίνι κοινωνικού φαινομένου που δεν έχει στόχο να προσφέρει κάτι ουσιαστικό, αλλά να υπονομεύσει μπόλικες δημοσιεύσεις και τελικά να τραβήξει την προσοχή. Ονομάζεται “beg to differ” και είναι σχεδόν βέβαιο πως τους έχεις ήδη συναντήσει σε σχόλια, threads, reposts και story replies όπως προγράψαμε. Στην ουσία πρόκειται για την παγίωση μιας φράσης που παλιότερα είχε θέση συνήθως σε ευγενικούς, επιχειρηματολογικούς διαλόγους, αλλά πλέον χρησιμοποιείται ως καμουφλαρισμένο εργαλείο παθητικής επιθετικότητας και επελαύνει δυστυχώς στα social media.
Tα «μέλη» του “I beg to differ” κινήματος σπάνια πρόκειται να αναπτύξουν μια εναλλακτική άποψη η οποία να βασίζεται σε επιχειρήματα. Τουναντίον, βασίζουν τη διαδικτυακή δράση τους στην επιτομή της ψευδοευγένειας. Θα σκάσουν μύτη λοιπόν γράφοντας μία φράση-σφήνα, που δεν έχει φυσικά σκοπό τη συζήτηση, αλλά την επιβολή της άποψης τους. Είναι ο διαδικτυακός τρόπος να σου πει κάποιος «κάνεις λάθος» χωρίς να σου πει ευθέως «κάνεις λάθος», κρύβοντας τα γραφόμενα του πίσω από μια επίφαση διαλόγου μια καλά κρυμμένη αδιαλλαξία. Κι εκεί ξεκινάει το πρόβλημα.
Το κίνημα αυτό σαρώνει τα social γιατί, πολύ απλά, κουμπώνει τέλεια με τον τόνο του διαδικτυακού διαλόγου στα 2020s, όντας σαρκαστικά δηκτικό και επιφανειακά ευγενικό. Το «beg to differ» λειτουργεί σαν ένα ψηφιακό eye-roll, που τυλίγεται σε γλωσσικό χρυσόχαρτο προκειμένου να μην αποκαλυφθεί το αγενές περιεχόμενο από κάτω. Άλλωστε δεν χρειάζεται για να έχεις επιχειρήματα προκειμένου να πεις μεγαλόφωνα τη γνώμη σου επί παντός επιστητού, αφού το ύφος φτάνει και περισσεύει. Όσο μεγαλώνει το κίνημα τόσο πιο ενοχλητικό για τους χρήστες των social media γίνεται και για άλλη μια φορά θα μιλήσουμε με αποδείξεις και ονόματα γράφοντάς τα: νέτα, σκέτα και χωρίς να χαϊδεύουμε αυτάκια.
Αρχικά ακυρώνει τη συζήτηση πριν καν εκείνη αρχίσει, φοπλίζοντας τον εκάστοτε διαδικτυακό συνομιλητή. Το να διαφωνείς είναι υγιές, αλλά το να διαφωνείς με σκοπό απλώς να διαφωνήσεις, χωρίς επιχειρήματα και καμία διάθεση ανταλλαγής απόψεων είναι μια αντίδραση που κίνειται στα όρια μεταξύ μιας απλής κίνησης εντυπωσιασμού ή μιας καλογραμμένης φανφάρας. Το μόνο που σε ενδιαφέρει είναι να κάνεις εντύπωση και να τσιμπήσεις κανένα like παραπάνω.
Οι περισσότερες beg to differ τοποθετήσεις και σχόλια στην ουσία ενισχύουν τον ναρκισσισμό του σχολιαστή και τίποτα παραπάνω. Μοιάζει με μια ψηφιακή performance θα λέγαμε, μια προδιαγεγραμμένη πόζα διαφωνίας που εξυπηρετεί μόνο τη δημόσια αυτο-προβολή του σχολιαστή ως κάποιου που «βλέπει τα πράγματα διαφορετικά», χωρίς όμως να κάνει την παραμικρή προσπάθεια να εξηγήσει ούτε το πώς αλλά ούτε και το γιατί.
Ο βασικός σκοπός των “beg to differs” είναι πάρουν μια καλή θέση στον άτυπο διαγωνισμό πνευματικής ανωτερότητας που οι ίδιοι οργανώνουν. Αδιαφορούν στην πλειονότητά τους για τις αντίθετες απόψεις κι ούτε είναι διατεθειμένοι να ακούσουν τα επιχειρήματα των «αντιπάλων» τους. Νοιάζονται μόνο για να πετάξουν μι εξυπνάδα την οποία συνήθως διανθίζουν με screenshots κάποιου άρθρου που επιβεβαιώνουν τα λεγόμενά τους κι αποχωρούν μετρώντας likes και reactions. Σπάνια νοιάζονται για την αλήθεια, καθώς η βασική τους έγνοια είναι να πουν την τελευταία κουβέντα.
Το beg to differ κίνημα αναπαράγει στην ουσία μια ψευδαίσθηση πολιτισμένου λόγου ο οποίος έρχεται με τις καλύτερες των προθέσεων μα δυστυχώς μηρυκάζει την ανάγκη του κατ’ επίφαση ψύχραιμου και συγκροτημένου σχολιαστή να πει κάτι διαφορετικό από τη μάζα για να τραβήξει την προσοχή.
Και κάπως έτσι, η φράση που κάποτε λειτουργούσε ως προοίμιο ενδιαφέρουσας επιχειρηματολογίας, έχει καταλήξει κλισέ για τους beg to differ warriors του διαδικτύου που είναι έτοιμοι να διαξιφιστούν με κάποιον άμοιρο για ένα R.I.P.σε έναν καλλιτέχνη ο οποίος είχε γίνει αφίσα στα παιδικά δωμάτια εκατομμυρίων fans.