Φταίμε (μόνο) εμείς που γκρινιάζουμε για τις κουλτουριάρικές παραστάσεις;
Γκρίνια για την Αντιγόνη του Ρόσε στην Επίδαυρο- κάθε χρόνο η ίδια ιστορία. Μα, τις πταίει;

Πολύ γκρίνια για την σκηνοθεσία της Αντιγόνης που ανέβηκε στην Επίδαυρο το τελευταίο σαββατοκύριακο του Ιουνίου. Γκρίνια που προήλθε από όσους πήγαιναν αμέριμνοι για να δουν μια τυπική Αντιγόνη αλλά και από τους θεατροαναθρεμμένους που είδαν σημαντικά περικομμένο το έργο τόσο από πλευράς κειμένου, όσο και πλευράς ρόλων (δεν υπήρχε Ισμήνη αλλά και άλλοι ρόλοι).
Γιατί μας το έκανε αυτό ο Γερμανός σκηνοθέτης; Γιατί δεν μα έδωσε αυτό που περιμέναμε να δούμε και να είμαστε όλοι ήσυχοι; Μα αυτό ακριβώς είναι το νόημα των συνεργασιών με ξένους οργανισμούς σε ανεβάσματα τραγωδιών: να έχουμε την ευκαιρία να δούμε μια άλλη προσέγγιση λιγότερο προσδεδεμένη στην εγχώρια θεατρική παράδοση που κουβαλά το βάρος της αρχαίας γραμματείας.
Είμαι καλά; Είπα το βάρος της αρχαίας γραμματείας. Ναι, γιατί όλα αυτά τα σπουδαία που γράφτηκαν στο αρχαίο θέατρο είναι σε ένα βαθμό «ευχή», αλλά σε έναν άλλο βαθμό «κατάρα». Είναι τύχη να έχεις τόσο κοντά στη σημερινή σου γλώσσα αυτά τα αριστουργήματα της γραφής, αλλά είναι και περιοριστικό το να μην νιώθεις την ελευθερία να αποδομήσεις κάτι και να το ξαναφτιάξεις όπως εσύ νομίζεις ότι θα μιλήσει τη γλώσσα του σήμερα.
Γιατί δεν είναι μόνο ο Γερμανός Ράσε, ο οποίος δέχθηκε φέτος το κράξιμο. Κάθε χρόνο κάποιος που τολμά να δείξει κάποια τραγωδία αλλιώς κάτι ακούει. Αν αυτός ο κάποιος είναι στο εξωτερικό δεν πολυιδρώνει το αυτί του, αλλά το εγχώριο κράξιμο σημαίνει ότι ίσως να δυσκολευτείς να βρεις την επόμενη δουλειά.
Όσοι γκρινιάζουν να μην πειράζουμε τις τραγωδίες και να βλέπουμε μια ζωή το ίδιο και το ίδιο έργο δεν συμβάλουν στο να ζουν πραγματικά τα έργα και να μένουν διαχρονικά.
Όμως υπάρχει ένα άλλο σημείο. Ο δημόσιος φορέας που επιλέγει να κάνει ένα τέτοιο εναλλακτικό ανέβασμα πρέπει με κάποιο τρόπο να ειδοποιεί το κοινό για το τι στυλ παράστασης θα δει. Κι αυτό γιατί μπορεί να έχουμε ανθρώπους που αποφασίζουν να πάνε στο θέατρο μία φορά στα δέκα χρόνια και σε εκείνη το φορά θέλουν να δουν μια πιο συμβατική και πιστή στο πρωτότυπο παράσταση· που δεν έχουν ή και δεν θέλουν να έχουν καμία σχέση με τις θεατρικές πρωτοπορίες και τις εναλλακτικές αναγνώσεις.
Οι δημόσιοι φορείς που προωθούν το θέατρο πρέπει να μπορούν να στοχεύουν το ευρύ κοινό. Εκεί είναι η δύναμή τους και όχι στους λίγους και εκλεκτούς ψαγμένους. Ναι, η τέχνη με χρήματα του δημοσίου πρέπει να φροντίζει και για την πρωτοπορία και τις διαφορετικές οπτικές, πρέπει όμως να φροντίζει ώστε να μπορεί το λαϊκό κοινό να βρίσκει τη θέση του στις παραγωγές.