Αν ο Θεός ήταν Έλληνας, τι θα έκανε άραγε; Θα κατέστρεφε τον κόσμο για να εισπράξει την ασφάλεια.

Θεατρικός συγγραφέας, στιχουργός, ηθοποιός και χαρισματικός σκηνοθέτης, ο Αλέκος Σακελλάριος φεύγει από κοντά μας μια μέρα σαν κι αυτή.

Αν ο Θεός ήταν Έλληνας, τι θα έκανε άραγε; Θα κατέστρεφε τον κόσμο για να εισπράξει την ασφάλεια.

Η μανία μου ήταν το θέατρο, μεγάλωσα και δεν μπορούσα να παίζω στις μάντρες και στις κουζίνες της γειτονιάς, ήθελα τα κείμενά μου κάπου να τα διοχετεύσω θεατρικά και ας είναι ελαφρύ το χώμα που σκεπάζει τον Πέτρο τον Κυριακού, αυτός με βοήθησε, αυτός μου έδωσε την ευκαιρία να πρωτοεμφανιστώ και πρωτοεμφανίστηκα σαν θεατρικός συγγραφέας το 1935 στο θέατρο Κοτοπούλη σε μια ας το πούμε μουσική κωμωδία που λεγόταν ”Ο βασιλιάς του Χαλβά”.

Το ξεκίνημά μου ήταν απ’ τα μαθητικά θρανία, από τότε ξεκίνησα, από τότε έβγαζα μαθητικά περιοδικά, έγραφα τα πρώτα μου νούμερα τα θεατρικά, σχεδίαζα τα πρώτα μου έργα, από εκεί ξεκίνησα και τα πράγματα ήρθαν σε μια λογική σειρά. Δεν είπα ότι θα γίνω δημοσιογράφος, συγγραφέας, έγινα αυτομάτως, όπως μεγάλωνα μεγάλωνε μαζί μου και η επαγγελματική επιτυχία του λόγου στα διάφορα είδη που καλλιεργούσα τότε.

Το θέατρο δεν είναι είδος, είναι καλό και κακό, σε οποιοδήποτε είδος το καλό είναι προτιμότερο από το κακό. Το καλό προτιμάται πάντοτε. Αν είναι μια επιθεώρηση καλή αξίζει πολύ περισσότερο από μια τραγωδία κακή. Δεν είναι το είδος αλλά η ποιότητα.

Τα καλύτερα σενάρια που έχω γράψει είναι τα εμπορικότερα. Κι αυτό το λέω διότι ο κινηματογράφος είναι μια τέχνη για τον πολύ κόσμο και όχι για λίγους, όπως νομίζουν μερικοί. Ο κινηματογράφος δεν είναι σαν το βιβλίο που το αγοράζει αποκλειστικά κάποιος που ενδιαφέρεται γι’ αυτό. Ο κινηματογράφος απευθύνεται σε όλα τα κοινωνικά στρώματα.

Αυτοί που πιστεύουν ότι η επιθεώρηση δεν είναι πρόσφορο είδος τον κακό τους τον καιρό. Στην επιθεώρηση φανήκανε και προσφέρανε ηθοποιοί όπως η Μαρίκα Κοτοπούλη, σαν τον Βεάκη, τον Περικλή Γαβριηλίδη, τον Αλέκο Γονίδη και άλλους και ας αφήσουμε τους σημερινούς που έχουν προσφέρει νούμερα που έχουν μείνει ιστορικά όπως η Άννα και η Μαρία Καλουτά, ο Σταυρίδης.

(…) Και ξαφνικά εμφανίστηκε ο Φίνος. Νέος, γιος φαρμακοποιού, αλλά με μεγάλη κλίση και ταλέντο σε όλα τα μηχανικά πράγματα. Γύριζε συνέχεια με κατσαβίδια στις τσέπες και έλυνε και έδενε μηχανές, αυτό ήταν το ψώνιο του. Εγώ εκείνη την περίοδο έγραφα κωμωδίες για το θέατρο. Ο Φίνος που το ήξερε ήρθε και μου είπε: «-Γιατί δεν γράφεις και μια κωμωδία για τον κινηματογράφο;’». Εγώ απάντησα ότι θα έγραφα κωμωδία, αλλά με την προϋπόθεση ότι θα τη γύριζε είτε ο Τζαβέλας είτε ο Ιωαννόπουλος, οι οποίοι ήταν οι μόνοι που έκαναν εκείνη την εποχή ορθογραφημένο κινηματογράφο. Συμφωνήσαμε τελικά να την γυρίσει ο Τζαβέλλας. Έτσι έγραψα το ‘Παπούτσι από τον τόπο σου’.

Ο Φίνος το διάβασε, ενθουσιάστηκε και είπε:

»“Εντάξει, αύριο αρχίζεις το γύρισμα”.

»Απόρησα: “Ποιος, εγώ; Ο Τζαβέλλας δεν θα γυρίσει την ταινία;”

»“Όχι, τελικά δεν θα έρθει. Θα την γυρίσεις μόνος σου”.

»“Μα εγώ δεν έχω ιδέα!” αποκρίθηκα. “Δεν ξέρω καν τι είναι μια κινηματογραφική μηχανή”.

»“Δεν έχει σημασία, θα σου δείξω εγώ”, επέμεινε ο Φίνος.

Αν ο Θεός ήταν Έλληνας, τι θα έκανε άραγε; Θα κατέστρεφε τον κόσμο για να εισπράξει την ασφάλεια.

Είμαστε ένας λαός παράξενος και μαζοχιστής. Προπάντων μαζοχιστής. Πάντα έχουμε ένα εναλλακτικό πρόβλημα για κάθε λύση.

Από τους σπουδαίους προγόνους μας κληρονομήσαμε δύο ένδοξους βράχους: Την Ακρόπολη και τον Καιάδα. Και σταθήκαμε ανάξιοι, όχι μόνον στο ύψος του πρώτου, αλλά και στο βάθος του δεύτερου.

Γραφειοκρατία είναι οι διαδικασίες που ακολουθούν τα προβλήματα, όταν τα απασχολεί κάποια σοβαρή λύση.

Στην Ευρώπη, αντιστοιχούν τρία δέντρα σε κάθε κάτοικο. Στην Ελλάδα, αντιστοιχούν τρεις εμπρηστές σε κάθε δέντρο.

Αξιοκρατία ονομάζουμε τα προσόντα που απαιτούνται για να υπερπηδήσουμε έναν καλύτερό μας. Aναξιοκρατία λέμε την ατυχία μας να μην γίνουμε κι εμείς κάτι που δεν αξίζουμε, όπως θαυμάσια τα καταφέρνουν τόσοι άλλοι.

Ο καθένας μας κρύβει μέσα του τον καλύτερο και τον χειρότερο Έλληνα μαζί. Το κακό είναι ότι, όσο πάει, αυτοί οι δυο όλο και λιγότερο διαφέρουν μεταξύ τους.

Αν ποτέ πει να ξεβρομίσει αυτός ο τόπος, πολύ φοβάμαι ότι θα μείνει μόνον ο τόπος.

* Τα αποσπάσματα είναι από τη συνέντευξη του Σακελλάριου στον Αχιλλέα Παπαδιονυσίου το 1982 για τον ραδιοφωνικό σταθμό Μεσολογγίου, αλλά και από την… αυτοσυνέντευξή του στο βιβλίο με του με τίτλο «Τότε που οι άνθρωποι γελούσαν» 

 

 

 

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v