Είδαμε την μαύρη κωμωδία Παπάγια Μάντολες στο Θέατρο 104

Η βραβευμένη μαύρη κωμωδία του Αντώνη Κρύσιλα είναι ένα one man show με τον Χρήστο Χρήστου να παραδίδει μαθήματα μαγειρικής και υποκριτικής.

Είδαμε την μαύρη κωμωδία Παπάγια Μάντολες στο Θέατρο 104

Το “Παπάγια Μάντολες” γράφτηκε το 2009. Τότε που τα κανάλια είχαν γεμίσει τηλεμάγειρες, αλλά υπήρχαν περιστατικά λιποθυμίας στα σχολεία, από πείνα. Είναι ένα καθαρά πολιτικό κείμενο, όσο κι αν ο τίτλος του το κρύβει.

Αποτελεί άξιο μελέτης πως γίνεται εποχή κρίσης με ανθρώπους να ψάχνουν στα σκουπίδια, να ανθούν στην τηλεόραση οι εκπομπές μαγειρικής και μάλιστα με εξωτικά φαγητά, με περίεργες και ψαγμένες γεύσεις.

Αυτά πραγματεύεται η παράσταση Παπάγια Μάντολες που μεταφέρει επι σκηνής το κείμενο του Αντώνη Κρύσιλα.

Το έργο

Το έργο είναι η βραβευμένη μαύρη κωμωδία του Αντώνη Κρύσιλα που αφηγείται την πορεία ενός καταξιωμένου Σεφ από την απόλυτη δόξα ως το κελί της φυλακής. Μια ιστορία δοσμένη με καυστικό χιούμορ, που μέσα από τον μαγειρικό καμβά βρίσκει την ευκαιρία να θίξει τα κακώς κείμενα της εποχής τόσο στην πολιτική σκηνή της χώρας όσο και στον σύγχρονο τρόπο ζωής.

Το «κακό παιδί της μαγειρικής», όπως τον αποκαλεί ο συγγραφέας, λέει και κάνει όλα αυτά που όλοι μας έχουμε σκεφτεί αλλά κανείς δεν έχει τολμήσει να κάνει. Όπως αναφέρει και στο κείμενο: «Θα μπορούσε βέβαια να κάνει αυτό που του ζήτησαν. Να τους τραπεζώσει, να εισπράξει μισό ετήσιο προϋπολογισμό και να το βουλώσει. Όπως έκανε πάντα. Όπως κάνουμε όλοι μας πάντα. Θα ήταν έξω τώρα. Καταξιωμένος. Όχι όμως και ελεύθερος!» Μέσα από την επαναστατική του πράξη διαμαρτυρίας, όπου σκέφτεται να τους μαγειρέψει και να τους σερβίρει ό,τι πραγματικά τους αξίζει, κέρδισε την ελευθερία του μέσα στην φυλακή, έχοντας ξεμπροστιάσει έναν κόσμο της δηθενιάς, που το μόνο που ξέρει να κάνει καλά είναι να εντυπωσιάζεται από  διάφορα  φανταχτερά πράγματα και να ξοδεύει με επίδειξη τα χρήματά του, ενώ γύρω του οι άνθρωποι δυστυχούν.

Η παράσταση

Είναι ένα one man show ενός ανθρώπου (Χρήστος Χρήστου) μέσα σε μια κουζίνα, ενός σεφ  στο μαγαζί του οποίου «έτρεχαν τα πιο παχιά πορτοφόλια της Αθήνας, εκλιπαρώντας τον να τους ξελαφρώσει». Εκεί που όλοι τον αποθέωναν,  κατέληξε στη φυλακή, οι εφημερίδες τον ονόμαζαν «εχθρό του λαού».

Με νοσταλγία θυμάται ο χαρακτήρας το πρώτο ραντεβού με τη Σούλα σε ακριβό ρεστοράν της εποχής, με τον ξινισμένο σερβιτόρο και τα πιάτα σχεδόν άδεια με τρία υλικά σαν «γλυπτική σε άδειο πιάτο», το άψητο κρέας , που ζητούσε  να του το ψήσουν «γιατί του  έτρωγε τις πατάτες», και βέβαια τον ακριβό λογαριασμό. Έφυγαν νηστικοί για να χορτάσουν σε διπλανό σουβλατζίδικο.

Ο Χρήστος Χρήστου ερμηνεύει γλαφυρά το κείμενο, που κρύβει πολλούς υπαινιγμούς για μια επίφαση καλοπέρασης και γευσιγνωσίας, αλλά και  ατελείωτης μοναξιάς, κατάθλιψης και επιδειξιομανίας. Κρατά μια σωστή ισορροπία ανάμεσα στο χιούμορ και τη σοβαρότητα, γεγονός που κάνει την παράσταση πιο καυστική, αφήνοντας μια πικρή γεύση κλαυσίγελου. Ερμηνεύει πολλούς ρόλους, από τον στεγνό στρυφνό σερβιτόρο, που συμπεριφέρεται σαν να του ανήκει το εστιατόριο με ύφος δέκα καρδιναλίων, τον ρόλο της μάνας του, που αρχικά φρικάρει που ο γιος της θα γίνει μάγειρας (ενώ μετά που γίνεται διάσημος  περηφανεύεται)  και τον πατέρα του, που δηλώνει ότι το μόνο που θέλει είναι να είναι ευτυχισμένο το παιδί του, αλλά συνέχεια του υπενθυμίζει τους αριστερούς προγόνους του και το χρέος του προς αυτούς.

Μέσα σε αυτό το ρεστοράν με τη Σούλα γεννήθηκε στο μυαλό του να δημιουργήσει έναν αντίστοιχο χώρο, πιο πολύ για να το εξευτελίσει, να εξευτελίσει όλους αυτούς που αίφνης ξέχασαν την παραδοσιακή κουζίνα και άρχιζαν να τρώνε «γαλοπούλα με βατόμουρα». «Από το τι τρώει ένας λαός καταλαβαίνεις αν ακμάζει ή παρακμάζει», λέει.

Η φτώχεια φτώχεια, αλλά η μαγειρική απέκτησε μόδα, όπως το ωμό ψάρι, το σούσι. Η μαγειρική έγινε ή μάλλον πάντα ήταν μέσο χειραγώγησης του λαού, αλλά και μέσο εκδίκησης. Αρκεί να σκεφτεί κανείς τα χρόνια της Κατοχής, τις φυλακές του Γκουαντάναμο.

 Ο χαρακτήρας ανέτρεξε σε μνήμες από τον στρατό, το πόση πίεση και υποβάθμιση είχε δεχτεί για να την αποδώσει και να ξεσπάσει. Έτσι ξεβράζεται μετέπειτα στη ζωή του. Η εξεζητημένη κουζίνα έγινε το όπλο του για όλους αυτούς τους νεόπλουτους. Η  αυθεντική σπιτική κουζίνα ήταν το τρυφερό άγγιγμα, όπως αυτό το γεύμα στο νεαρό ζευγάρι, που είχε έρθει μια μέρα στο μαγαζί του και του θύμισε τον εαυτό του. Όλοι τους έβλεπαν να τρώνε κάτι διαφορετικό που δεν σερβιριζόταν στο υπόλοιπο κατάστημα. Το ίδιο φαγητό έτρωγε και εκείνος, με τους σερβιτόρους και τους άλλους μάγειρες. Ο μεγαλοπιασμένος σερβιτόρος του νόμιζε ότι τους κέρναγε φθηνό φαί.

Τα φαγητά απέκτησαν περίεργα ονόματα, όπως «πίτσες μπλε», «παπάγια μάντολες», ώστε να προκαλεί με την εκκεντρική του συμπεριφορά όλους αυτούς του χαλκέντερους υπουργούς να του παραγγέλνουν αυτά τα φαγητά. Ο λαός,  όπως προκύπτει από το κείμενο, δεν έχει μνήμη αλλιώς θα αντιδρούσε και δεν θα ψήφιζε τους ίδιους και τους ίδιους.

Ο Χρήστος Χρήστου ερμηνεύει το κείμενο με άμεσο τρόπο, άλλοτε κωμικό, άλλοτε επαναστατικό και εξοργισμένο, άλλοτε χλευαστικό, άλλοτε με διάδραση με το κοινό του.

Απολύτως λειτουργική η σκηνοθεσία της Πέτρας Μαυρίδη και του Αλέξανδρου Μούστα, συμμετέχουν στην προετοιμασία του επιδόρπιου για το οποίο οι θεατές πρέπει να είναι επιφυλακτικοί, αφού δεν κατορθώνουν να είναι καχύποπτοι με όσα τους σερβίρει η εξουσία.

Η βραβευμένη μαύρη κωμωδία του Αντώνη Κρύσιλα θα παίζεται από 24 Φεβρουαρίου μέχρι 28 Απριλίου, κάθε Σάββατο στις 18:30 & Κυριακή στις 21:00 στο θέατρο 104.

Ταυτότητα της παράστασης

Κείμενο: Αντώνης Κρύσιλας

Σκηνοθεσία: Πέτρα Μαυρίδη, Αλέξανδρος Μούστας

Σκηνικά-Κοστούμια: Γιάννης Κράβαρης

Επιμέλεια Κίνησης: Πέτρα Μαυρίδη

Φωτισμοί: Χρήστος Χρήστου

Φωτογραφίες-Αφίσα: Αντώνης Χρήστου

Επικοινωνία Παράστασης: Νταίζη Λεμπέση

Ερμηνεύει ο Χρήστος Χρήστου

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v