Γιατί να προτιμήσουμε βιολογικά προϊόντα

Τα βιολογικά προϊόντα ήρθαν για να μείνουν, αν και το καταναλωτικό κοινό εμφανίζεται επιφυλακτικό για την προέλευσή τους και την υψηλότερη τιμή τους. Ο επικεφαλής της αλυσίδας καταστημάτων Βιολογικός Κύκλος, Γ. Κυριακίδης μας εξηγεί τι μπορούν να προσφέρουν τα βιολογικά προϊόντα στον Έλληνα καταναλώτη και γιατί αξίζει να τα προτιμήσουμε.

Η ”στροφή” προς την υγιεινή διατροφή μεγάλου μέρους των καταναλωτών, τα τελευταία χρόνια, έχει οδηγήσει στην ολοένα αυξανόμενη ζήτηση των βιολογικών προϊόντων, για τα οποία ακούμε να γίνονται πολλές συζητήσεις –ίσως με κάποια διστακτικότητα, η οποία άλλωστε χαρακτηρίζει τη στάση του κοινού μπροστά σε κάθε νέα τάση.

Τι είναι, όμως τα βιολογικά προϊόντα, για τα οποία μιλάει τελευταία όλος ο κόσμος, πώς μπορούν να ωφελήσουν το καθημερινό μας διαιτολόγιο και ποια η διαφορά τους από τα συμβατικά;

Απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά έρχεται να δώσει η ΕΒΙΚ, εταιρεία παραγωγής, τυποποίησης και εμπορίας βιολογικών προϊόντων, η οποία με τα 14 καταστήματα ”Βιολογικός Κύκλος” που έχει ιδρύσει από το 2000, δραστηριοποιείται όχι μόνο στο εμπόριο, αλλά και στην ενημέρωση και την ευαισθητοποίηση του ελληνικού κοινού σχετικά με τα βιολογικά προϊόντα.

Όπως λέει ο κ. Γεώργος Κυριακίδης, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της ΕΒΙΚ ”Η εταιρεία, με τα 14 καταστήματά της, αποτελεί κέντρο εκπαίδευσης όσον αφορά τα βιολογικά προϊόντα. Φρονούμε ότι η εταιρεία αποτέλεσε, από το 2000, οπότε και ιδρύθηκε, σημαντικό φορέα ώθησης του βιολογικού τομέα στην Ελλάδα. Αρχικά οι Έλληνες καταναλωτές ήταν επιφυλακτικοί απέναντι στα βιολογικά προϊόντα. Στα πέντε αυτά χρόνια έχει γίνει σπουδαία δουλειά, το αγοραστικό κοινό αναπτύσσεται συνεχώς”.

Τι μπορεί ο καταναλωτής να προμηθευτεί από τα καταστήματα του Βιολογικού Κύκλου; Κυριολεκτικά, τα πάντα. Από τρόφιμα που επαρκούν για να καλύψουν τις διατροφικές ανάγκες όλης της οικογένειας –συμπεριλαμβανομένων των πλέον ”παρεξηγημένων”, όπως σνακ, γλυκά, σάλτσες και αναψυκτικά– μέχρι απορρυπαντικά φιλικά προς το περιβάλλον, χωρίς χημικά πρόσθετα, αλλά με βιολογικές πρώτες ύλες, βότανα με αντιοξειδωτική και αποτοξινωτική δράση και καλλυντικά.

Όλα τα προϊόντα της ΕΒΙΚ, είτε παράγονται από την ίδια την εταιρεία είτε εισάγονται από εγκεκριμένες γερμανικές, ολλανδικές και ιταλικές εταιρείες, είναι πιστοποιημένα βιολογικά, χωρίς χρωστικά και συντηρητικά.

Υπόκεινται, μάλιστα, σε δύο ελέγχους, πρώτα από τον ελεγκτικό οργανισμό που εξασφαλίζει την πιστοποίηση ενός προϊόντος ως βιολογικό και στη συνέχεια από την ίδια την ΕΒΙΚ, προκειμένου να διασφαλιστεί η πλήρης απουσία χημικών και άλλων επικίνδυνων για την ανθρώπινη υγεία ουσιών, σε όλα τα στάδια παραγωγής και επεξεργασίας.

Όπως επισημαίνει ο κ. Κυριακίδης, ”οι Έλληνες καταναλωτές είναι νοήμονες και οξυδερκείς, κι έχουν αρχίσει να ενδιαφέρονται για τις πηγές από τις οποίες προέρχεται η τροφή τους. Σε αυτό, βέβαια, έχουν συμβάλλει σημαντικά και οι ενημερωτικές εκπομπές, οι οποίες τα τελευταία χρόνια έχουν δώσει το ερέθισμα για να αφυπνιστεί ο κόσμος”.

Πέραν του γεγονότος ότι συμβάλλουν στη διατήρηση και βελτίωση της υγείας και ευεξίας, λόγω της πλήρης απουσίας φυτοφαρμάκων, λιπασμάτων και άλλων βλαβερών ουσιών, τα βιολογικά προϊόντα διασφαλίζουν την αειφορία του εδάφους, την προστασία του περιβάλλοντος και τη διάσωση του πλανήτη.

Ένα ακόμη σημαντικό χαρακτηριστικό των βιολογικών προϊόντων είναι η ιχνηλασιμότητά τους, το γεγονός δηλαδή ότι ο καταναλωτής έχει τη δυνατότητα να γνωρίζει λεπτομερώς όλα τα στάδια παραγωγής, επεξεργασίας και διάθεσης των προϊόντων που αγοράζει.

Τα βιολογικά τρόφιμα έχουν συχνά κατηγορηθεί για τις υψηλές σε σχέση με τα συμβατικά τιμές τους, οι οποίες προκύπτουν κυρίως λόγω της μεγαλύτερης διάρκειας του σταδίου παραγωγής, του πολύ μικρού χρόνου ζωής τους και του υψηλού κόστους συντήρησης που απαιτούν.

Για παράδειγμα, στις βιολογικές κτηνοτροφικές φάρμες δεν χορηγούνται αντιβιοτικά ή ορμόνες στα ζώα, τα οποία, άλλωστε, τρέφονται μόνο με ελεγμένες βιολογικές τροφές υψηλής ποιότητας, και βόσκουν ελεύθερα 187 ημέρες το χρόνο. Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα οι τιμές των βιολογικών κρεάτων να φτάνουν σε επίπεδα έως και 120% πάνω από τις τιμές των συμβατικών.

”Στην πραγματικότητα, όμως, τα συμβατικά προϊόντα είναι αυτά που είναι ακριβά” λέει ο κ. Κυριακίδης. ”Αν σκεφτούμε ότι, αγοράζοντας, για παράδειγμα, ένα αναψυκτικό, πληρώνουμε το νερό, τη ζάχαρη και τα συντηρητικά που περιέχει, η τιμή του δε δικαιολογείται –σε αντίθεση με αυτή των βιολογικών, τα οποία έχουν μικρότερη περιεκτικότητα σε νερό και καθόλου συντηρητικά”.

Υπάρχουν, όμως, και ορισμένες κατηγορίες τροφίμων, των οποίων η διαφορά κόστους με τα συμβατικά προϊόντα είναι μηδαμινή, σε σχέση με τα οφέλη που παρέχουν –για παράδειγμα, το βιολογικό γάλα και τα όσπρια κοστίζουν περίπου 10-20% περισσότερο από τα συμβατικά.

Αν και στην Ελλάδα η βιολογική καλλιέργεια είναι ακόμη περιορισμένη, σε σχέση με την αντίστοιχη του εξωτερικού, τα τελευταία χρόνια παρατηρούνται αυξητικές τάσεις, που οφείλονται, κατά κύριο λόγο, στην αυξημένη ζήτηση των βιολογικών προϊόντων. Έτσι, οι βιολογικές καλλιέργειες σήμερα αντιπροσωπεύουν περίπου το 2% της συνολικής γεωργικής καλλιέργειας στην Ελλάδα.

Στις Ευρωπαϊκές χώρες η βιολογική καλλιέργεια είναι αμιγής, ολόκληρα χωριά πολλές φορές αφιερώνονται σε αυτήν, με αποτέλεσμα να αποφεύγεται ο κίνδυνος της επιμόλυνσης –ο κίνδυνος, δηλαδή, να μολυνθούν τα προϊόντα από χημικές ουσίες που χρησιμοποιούνται σε γειτονικές καλλιέργειες– από τον οποίο απειλείται η πλειοψηφία των Ελλήνων παραγωγών βιολογικών προϊόντων.” λέει ο κ. Κυριακίδης.

”Οι Ευρωπαίοι είναι πολύ προχωρημένοι σε ό,τι αφορά την τεχνογνωσία σχετικά με τα βιολογικά προϊόντα, σε σύγκριση με τους Έλληνες. Παρ’ όλα αυτά, όλο και περισσότεροι παραγωγοί στη χώρα μας στρέφονται τα τελευταία χρόνια προς τη βιολογική καλλιέργεια”.

Πιστή σε αυτό το πνεύμα, της ανάπτυξης της βιολογικής καλλιέργειας στην Ελλάδα, η ΕΒΙΚ διαθέτει 185 ιδιόκτητα στρέμματα στον Πύργο Ηλείας, στα οποία πραγματοποιούνται πρότυπες βιολογικές καλλιέργειες. Όπως επισημαίνει ο κ. Κυριακίδης ”η ΕΒΙΚ, στοχεύοντας σε αδιάκοπη ανάπτυξη και βελτίωση των δραστηριοτήτων της, προσανατολίζεται σε μελλοντικές συνεργασίες, αγορές και εξαγορές με παραγωγούς του χώρου”.

Ηρώ Κουνάδη

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v