Παιδική παχυσαρκία: Τι φταίει και πώς αντιμετωπίζεται

Ποιοι παράγοντες ευνοούν την παιδική παχυσαρκία και πόσο «φταίνε» τα γονίδια; Τι προκύπτει από τις σύγχρονες μελέτες; Απαντήσεις για μια σοβαρή νόσο.
Παιδική παχυσαρκία: Τι φταίει και πώς αντιμετωπίζεται
του Νικόλα Γεωργιακώδη

Μια ακόμα… πρωτιά για την Ελλάδα σε θέματα (κακής) υγείας φέρνει στο φως το μείζον θέμα της παιδικής παχυσαρκίας στην χώρα. Σύμφωνα με μελέτη που πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο του προγράμματος Energy σε μαθητές ηλικίας 10-12 ετών, σε επτά ευρωπαϊκές χώρες (Βέλγιο, Ελλάδα, Ουγγαρία Ολλανδία, Νορβηγία, Σλοβενία και Ισπανία), τα υψηλότερα επίπεδα υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας εντοπίστηκαν στην Ελλάδα.

Τα αίτια του κακού

Ποιοι είναι οι παράγοντες που επιδρούν άμεσα ή έμμεσα στην εμφάνιση της παιδικής παχυσαρκίας
; «Στην προεφηβική ηλικία, στην εμφάνιση της παχυσαρκίας επιδρούν κυρίως οι γενετικοί, οι περιγεννητικοί και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες. Μικρότερο ποσοστό καταλαμβάνουν τα παθολογικά – ενδοκρινικά αίτια, ενώ οι ψυχολογικοί παράγοντες είναι δύσκολα διακριτοί στην ηλικία αυτή, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις παιδιών μπορεί να παίζουν σημαντικό ρόλο», λέει σχετικά ο κ. Βασίλης Παπαμίκος, Κλινικός Διαιτολόγος και προσθέτει:

«Ο σημερινός τρόπος ζωής των παιδιών, με τη μειωμένη φυσική δραστηριότητα, την αύξηση του χρόνου που αφιερώνεται στην παρακολούθηση τηλεόρασης, και οι ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες, όπως η κατανάλωση αναψυκτικών και γλυκισμάτων, η παράλειψη του πρωινού γεύματος, η κατανάλωση γευμάτων εκτός σπιτιού και η αυξημένη διαθεσιμότητα φθηνών τροφίμων, πλούσιων σε λιπαρά και ζάχαρη, καθώς και η αύξηση της μερίδας, είναι καταστάσεις που προωθούν την εμφάνιση παχυσαρκίας». Είναι χαρακτηριστικό, σύμφωνα με τον κ. Παπαμίκο ότι αρκετά συχνά στην ελληνική οικογένεια τον ρόλο της τροφού αναλαμβάνει η γιαγιά, η οποία αναγκάζει το παιδί να φάει ή χρησιμοποιεί το φαγητό ως μέσο επιβράβευσης, με αποτέλεσμα το παιδί να μην αναπτύσσει σωστή σχέση με την τροφή.

Πάντως, τόσο για τα παιδιά όσο και για τους ενήλικες, η παχυσαρκία φαίνεται να συνιστά μια πολυπαραγοντική νόσο. Είναι δηλαδή, αποτέλεσμα παραγόντων όπως οι συνήθειες διατροφής και άσκησης, αυτό που ονομάζουμε τρόπο ζωής, οι συνήθειες της οικογένειας, το κοινωνικοοικονομικό προφίλ, οι φίλοι και η κληρονομικότητα. «Σε μελέτη που έγινε σε 9.000 παιδιά στο Ηνωμένο Βασίλειο ανιχνεύτηκαν οκτώ παράγοντες που αυξάνουν τον κίνδυνο ένα παιδί να είναι παχύσαρκο στην ηλικία των επτά ετών. Οι παράγοντες αυτοί ήταν, μεταξύ άλλων, η παχυσαρκία των γονέων, το αυξημένο βάρος γέννησης του παιδιού, η παρακολούθηση τηλεόρασης πάνω από οκτώ ώρες ημερησίως, η ταχεία αύξηση του σωματικού βάρους κατά το πρώτο έτος της ζωής και η πρώιμη αύξηση του σωματικού λίπους κατά την προσχολική περίοδο», αναφέρει ο κ. Παπαμίκος.

Η θεωρία του γενετικού προγραμματισμού (Υπόθεση Barker)

Στην περίπτωση που η μητέρα έχει αυξημένο σωματικό βάρος πριν την εγκυμοσύνη, το παιδί παρουσιάζει και αυτό θετική προδιάθεση για υπερβάλλον βάρος και παχυσαρκία στην προεφηβική του ηλικία. Το κάπνισμα πριν την εγκυμοσύνη αυξάνει, επίσης, τις πιθανότητες για αυξημένο βάρος. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας, είναι η διατροφή του νεογνού. Αν η μητέρα ακολούθησε αποκλειστικό θηλασμό στο παιδί, τότε έχει μειώσει την πιθανότητά του να εμφανίσει παχυσαρκία, σε σχέση με μια άλλη μητέρα που επέλεξε την αποκλειστική χορήγηση υποκατάστατου μητρικού γάλακτος.

Επίσης, εάν το παιδί πρώτα θήλασε και μετά έλαβε υποκατάστατο, έχει επίσης μικρότερη πιθανότητα να εμφανίσει κεντρική παχυσαρκία, σε σχέση με τα παιδιά που δεν θήλασαν ποτέ. «Ο μητρικός θηλασμός βοηθά στη ρύθμιση όλων των διαδικασιών που σχετίζονται με τη διατροφή, όπως ο κορεσμός, η πείνα, η πέψη κ.λπ., από τους πρώτους μήνες ζωής και προστατεύει από την εμφάνιση μεταβολικών διαταραχών στο μέλλον», επισημαίνει ο κ. Παπαμίκος.

Τέλος, σημαντικό ρόλο στην εκδήλωση παχυσαρκίας στην παιδική ηλικία παίζει και το βάρος γέννησης του παιδιού. «Πολλές είναι οι γιαγιάδες αλλά και οι μαμάδες, που χαίρονται και καμαρώνουν όταν γεννιέται ένα παιδί στην οικογένεια και έχει αυξημένο βάρος, γύρω ή πάνω από 4 κιλά, Όσο κι αν μπορεί να μας παραξενέψει όμως, έχει φανεί, ότι τα παιδιά με μεγάλο βάρος κατά τη γέννηση, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης κεντρικής παχυσαρκίας, δηλαδή εναπόθεσης λίπους στην κοιλιακή χώρα», αναφέρει σχετικά ο ίδιος.

Το οικογενειακό λοιπόν περιβάλλον, και ιδιαίτερα η μητέρα και οι συνήθειές της, επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό την εμφάνιση παχυσαρκίας στο παιδί, ενώ προσοχή φαίνεται ότι πρέπει να δοθεί ήδη από την κύηση.

«Δεν φταίει το παιδί, δεν φταίμε εμείς, τα γονίδια φταίνε»

Αποτελεί σύνηθες άλλοθι πολλών γονέων για το υπέρβαρο παιδί τους, η ρίψη όλων των ευθυνών στην «κατασκευή» ή τα γονίδια του. Ισχύει όμως κάτι τέτοιο;

«Η αλήθεια είναι πως ο ανθρώπινος οργανισμός φροντίζει να γεμίζει τις «αποθήκες» του ώστε να είναι προετοιμασμένος για περίοδο «πολέμου». Δηλαδή, διαθέτει μηχανισμούς με τους οποίους τείνει, σε περιόδους αφθονίας, να αποθηκεύει ενέργεια σε μορφή λίπους στο σώμα για να χρησιμοποιήσει τα αποθέματα αυτά σε δύσκολες καταστάσεις. Ενώ, όμως, τέτοιες καταστάσεις ήταν συνήθεις για τους προγόνους μας, αυτό δεν συμβαίνει στη σημερινή εποχή, που η αφθονία και η διαθεσιμότητα των τροφίμων είναι μεγάλη», απαντά ο κ. Παπαμίκος, τονίζοντας ότι είναι δύσκολο να αποδώσουμε το αυξημένο βάρος στην κληρονομικότητα, καθώς εμπλέκεται πλήθος άλλων παραγόντων.

Ενδεικτικά, ο κληρονομικός παράγοντας έχει φανεί μέσα από μελέτες ότι συμμετέχει σε ποσοστό 30 με 50% στην αιτιολογία της παχυσαρκίας. Όπως αναφέρει ο ίδιος, υπάρχουν μελέτες που έχουν δείξει, ότι τα παιδιά των οποίων ο ένας από τους δύο γονείς είναι παχύσαρκος, έχουν 50% πιθανότητα να γίνουν και τα ίδια παχύσαρκα, ενώ στην περίπτωση που και οι δύο γονείς είναι παχύσαρκοι, η πιθανότητα αυτή φτάνει στο 80%. Έχει παρατηρηθεί, επιπλέον, ότι οι μονοζυγωτικοί δίδυμοι (που έχουν ακριβώς τα ίδια γονίδια), εκτός από τις εξωτερικές ομοιότητες, έχουν τις περισσότερες φορές και παραπλήσιο βάρος.

Όμως όπως επισημαίνει, είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε τον ακριβή βαθμό επίδρασης της κληρονομικότητας στη διαμόρφωση του βάρους, καθώς τα άτομα που ζουν και μεγαλώνουν σε δεδομένο οικογενειακό περιβάλλον, συνήθως μοιράζονται και τον ίδιο τρόπο ζωής και έχουν σε μεγάλο βαθμό κοινές διατροφικές συνήθειες.

«Σε γενικές γραμμές, φαίνεται ότι υπάρχει αλληλεπίδραση κληρονομικότητας – περιβάλλοντος, που οδηγεί στη συσσώρευση λίπους στο σώμα. Είναι σημαντικό να σημειωθεί εδώ, ότι ο γενετικός μας κώδικας, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση, έτσι και στην παχυσαρκία, εκδηλώνεται όταν ευνοηθεί από το περιβάλλον. Αυτό σημαίνει ότι τα γονίδια που εμπλέκονται στην αύξηση του σωματικού βάρους του παιδιού σας, δεν προκαλούν άμεσα την παχυσαρκία, αλλά αυξάνουν την εναπόθεση λίπους, όταν το παιδί εκτεθεί σε περιβάλλον αυξημένης πρόσληψης τροφής και μειωμένης φυσικής δραστηριότητας», προσθέτει ο ίδιος.

Μερικές ακόμα μελέτες

Όπως αναφέρει ο κ. Παπαμίκος, η μελέτη GENESIS που πραγματοποιήθηκε σε Ελληνικό πληθυσμό έδειξε ότι το 11,1% παιδιών ηλικίας 1-2 ετών αφιερώνουν πάνω από 2 ώρες τηλεόραση/ ήμερα με το ποσοστό αυτό να αυξάνεται στο 32,2% για παιδιά 3-5 ετών. Αν λοιπόν σαν γονείς προσπαθείτε να «βρείτε την ησυχίας σας» αφήνοντας το παιδί μπροστά σε μια οθόνη, τότε ίσως χρειαστεί να το… ξανασκεφτείτε!

Ερευνητικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι τα παιδιά που παρακολουθούν τηλεόραση για περισσότερες από 2 ώρες ανά ημέρα έχουν υψηλότερη συνολική ημερήσια ενεργειακή πρόσληψη, καταναλώνουν λιγότερα φρούτα, περισσότερους συσκευασμένους χυμούς, περισσότερα αναψυκτικά, λιγότερο γάλα και γιαούρτι, περισσότερα σοκολατοειδή και έχουν μια τάση για κατανάλωση περισσότερων αλμυρών σνακ.

«Ο παρατεταμένος χρόνος τηλεθέασης σχετίζεται με αυξημένη κατανάλωση τροφίμων υψηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά και ζάχαρη με αποτέλεσμα την αύξηση της ημερήσιας πρόσληψης ενέργειας. Σύμφωνα με βρετανική μελέτη, η παρακολούθηση τηλεόρασης στην ηλικία των 5 ετών αποτελεί προγνωστικό παράγοντα του δείκτη μάζας σώματος στην ενήλικο ζωή», αναφέρει σχετικά ο κ. Παπαμίκος και προτρέπει τους γονείς να βγάλουν την τηλεόραση από το δωμάτιο του παιδιού.

Το μέγεθος των μερίδων και η φυσική δραστηριότητα

Το αυξημένο σωματικό βάρος ενός παιδιού, σύμφωνα με τον κ. Παπαμίκο, είναι αποτέλεσμα δύο παραμέτρων: της αυξημένης ενεργειακής πρόσληψης και της μειωμένης φυσικής δραστηριότητας. «Ένα παιδί επομένως που δεν τρώει πολύ, ενδέχεται να έχει αυξημένο βάρος, αν παράλληλα κινείται ελάχιστα. Από την άλλη πλευρά, πόσο σίγουροι είμαστε ότι το παιδί μας δεν τρώει πολύ; Οι περισσότερες μελέτες διαπιστώνουν πως τα παιδιά και το οικογενειακό περιβάλλον υποεκτιμούν τόσο το μέγεθος των μερίδων που καταναλώνουν όσο και το φαινόμενο της παχυσαρκίας στα μέλη της οικογένειάς τους», λέει χαρακτηριστικά.

Η επίδραση του σχολικού περιβάλλοντος

Όταν το παιδί ξεκινήσει το σχολείο, ο χώρος και τα ενδιαφέροντά του αλλάζουν, αφού περνά μεγάλο μέρος της μέρας του στο σχολείο ή σε άλλες εξωσχολικές δραστηριότητες. Μοιραία, λοιπόν, στον χώρο του σχολείου, σημαντικό ρόλο στο τι θα καταναλώσει το παιδί, παίζουν οι συνήθειες των φίλων, των συνομηλίκων του, αλλά και των δασκάλων.

Σύμφωνα με μελέτες, ότι όταν το παιδί δει τον φίλο του να τρώει ένα λαχανικό, έχει πολύ μεγάλες πιθανότητες να το καταναλώσει και το ίδιο, ακόμη κι αν αρχικά είχε δηλώσει πως δεν του αρέσει. Εκτός από τις υγιεινές, όμως το παιδί «αντιγράφει» και τις ανθυγιεινές επιλογές και συνήθειες των συνομηλίκων του. Έτσι, όταν αντιληφθεί ότι ο καλύτερός του φίλος παραλείπει γεύματα, είναι πιθανό να τα παραλείψει και το ίδιο. Το ίδιο φαίνεται να ισχύει και για την πρόσληψη τροφίμων πλούσιων σε κορεσμένα λίπη

Παρόμοια μιμητική συμπεριφορά, σύμφωνα με τον κ. Παπαμίκο, ακολουθεί το παιδί και με τον δάσκαλό του. «Η πρόσληψη νέων τροφίμων από τα παιδιά αυξάνεται, όταν παρατηρήσουν ότι ο δάσκαλος καταναλώνει το νέο τρόφιμο με ενθουσιασμό. Αν και ο δάσκαλος αποτελεί ισχυρό πρότυπο για το παιδί, ιδιαίτερα στην προσχολική ηλικία, δεν είναι τόσο ισχυρό όσο οι φίλοι. Όταν οι φίλοι έχουν διαφορετικές προτιμήσεις τροφίμων από τον δάσκαλο, είναι πιθανότερο το παιδί να ακολουθήσει τις συνήθειες των φίλων, παρά του δασκάλου», επισημαίνει.

Η σημασία της οικογένειας

Η οικογένεια, ιδιαίτερα κατά τη νηπιακή και προσχολική ηλικία, αποτελεί τον βασικότερο παράγοντα που επηρεάζει και διαμορφώνει τις συνήθειες του παιδιού στο φαγητό. «Ίσως αξίζει απλά κάθε οικογένεια να αναρωτηθεί τα εξής: Ο τρόπος διατροφής μας είναι ανθυγιεινός; Υπάρχουν διαθέσιμα στο σπίτι περισσότερα ανθυγιεινά παρά υγιεινά τρόφιμα; Μήπως δεν τρώμε όλοι γύρω από το τραπέζι σαν οικογένεια; Η μητέρα απουσιάζει πολλές ώρες από το σπίτι; Μήπως την διατροφή του παιδιού την έχει αναλάβει κάποιος άλλος, όπως η γιαγιά; Παρέχουμε μεγάλη μερίδα στο παιδί μας; Μήπως σαν οικογένεια τρώμε συχνά εκτός σπιτιού; Μήπως έχουμε την τηλεόραση αναμμένη για «παρέα» την ώρα του φαγητού;», αναφέρει ο ίδιος.

Όλες αυτές οι συνήθειες διαμορφώνουν σε μεγάλο βαθμό τις διατροφικές επιλογές των παιδιών, συμβάλλοντας στην αύξηση της παιδικής παχυσαρκίας. Αντίθετα, όταν τα παιδιά βλέπουν τους γονείς να τρώνε φρούτα και λαχανικά τότε είναι πολύ πιθανό ότι θα καταναλώσουν και τα ίδια περισσότερα φρούτα και λαχανικά. «Ως γονείς, επηρεάζουμε τη διατροφή των παιδιών σας, όχι μόνο με τις διατροφικές μας συνήθειες, αλλά και με τις πρακτικές που χρησιμοποιούμε στην προσπάθειά μας να τους διδάξουμε έναν υγιεινό τρόπο διατροφής», καταλήγει.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v