Τι να κάνω αν το παιδί δεν ενδιαφέρεται για τα μαθήματα

Ποιοι λόγοι κάνουν τα παιδιά να έχουν έλλειψη κινήτρου για το διάβασμα και πώς μπορούμε να τα κάνουμε να ενδιαφερθούν;
Τι να κάνω αν το παιδί δεν ενδιαφέρεται για τα μαθήματα
Γράφει ο Δημήτρης Κούκης, ψυχολόγος (BA, MSc) – συστημικός ψυχοθεραπευτής, Κέντρο Ψυχοθεραπείας “ψυχής άκος”

Αποτελεί εξαιρετικά συχνό φαινόμενο γονείς να παραπονιούνται ότι τα παιδιά τους αδιαφορούν για το σχολείο, σημειώνουν χαμηλή σχολική επίδοση και το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι ο ηλεκτρονικός υπολογιστής, το κινητό, η παιχνιδομηχανή.

Και εκφράσεις «είσαι τεμπέλης, δεν καταφέρνεις τίποτα στο σχολείο» ή «τι θα κάνεις στη ζωή σου με τόση αδιαφορία;» από εξοργισμένους γονείς, που έχουν βαρεθεί να ακούν αρνητικές κουβέντες από τους εκπαιδευτικούς αποτελούν μέρος της οικογενειακής καθημερινότητας. Έτσι το σχολείο αντί να είναι ένας χώρος δημιουργίας και μάθησης, γίνεται για πολλά παιδιά συνώνυμο της ψυχικής κούρασης και των δυσκολιών.

Η μάθηση πάντως είναι μια φυσιολογική δραστηριότητα για τον άνθρωπο, μια ανεξάντλητη πηγή ευχαρίστησης. Και πρέπει να παραδεχθούμε ότι δεν υπάρχει «κακός μαθητής» από τη φύση του, ούτε παιδί ανίκανο να αφομοιώσει τις γνώσεις. Πάντα υπάρχει ένας λόγος σημαντικός, ασυνείδητος, ακόμη και ιερός για την ψυχική του ισορροπία, που εξ αιτίας του δεν μπορεί να εμπλακεί με επιτυχία στη σχολική διεργασία.

Γιατί ποιο λόγο όμως ένας μαθητής δεν έχει κίνητρο να προσπαθήσει και να ολοκληρώσει επιτυχώς τις μαθησιακές του ευθύνες;

Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι σχεδόν πάντοτε ότι το παιδί δυσλειτουργεί στην καθημερινότητά του κι έχει χαμηλή ψυχική ανθεκτικότητα στη ματαίωση και την απογοήτευση. Η ζωή του κυλά με μικρές ή μεγάλες δυσκολίες (άγχος, απογοήτευση, κακή αυτοεικόνα, δυσφορία…), που το καθιστούν μη παραγωγικό στο σχολείο. Για να μπορέσει να διαχειριστεί αυτή τη δυσχέρεια προτιμά να αποσυρθεί από τις υποχρεώσεις του και να επιδείξει μία αδιαφορία, ως αμυντική στάση. Χάνει έτσι το κίνητρο του για προσπάθεια κι εγκαταλείπει τις ευθύνες του. Με τη συμπεριφορά του διαμηνύει στους γύρω του «μην έχετε προσδοκίες από εμένα».

Η αποθάρρυνση εμποδίζει το νέο άνθρωπο να αντλήσει ικανοποίηση και χαρά από το σημαντικότερο σημείο αναφοράς αυτής της ηλικίας, το σχολείο. Η παραίτηση από τη σχολική προσπάθεια οδηγεί σε αδιαφορία, σε προκλητική συμπεριφορά στην τάξη, σε περιφρόνηση για το μάθημα και τους συνεπείς συμμαθητές… Οι υπερβολικά αποθαρρυμένοι μαθητές διακηρύσσουν, ότι «το σχολείο φρενάρει τη νεανική ορμή κι έμπνευση», «ότι οι σπουδές είναι περιττές, αφού η ανεργία περιμένει τον καθένα», «ότι η Ιστορία ή τα Αρχαία είναι άχρηστα και πουθενά δεν χρειάζονται στην πραγματική ζωή»...

Όποιος όμως δε γοητεύεται, μοιραία απογοητεύεται. Παιδιά δίχως κίνητρο οδηγούνται σε πρόωρη αποτυχία και πλήρη απώλεια ελπίδας για το μέλλον. Και αφού το σχολείο δεν τα εμπνέει, αναζητούν ικανοποίηση και χαρά σε άλλους χώρους. Η παρέα, η παιχνιδομηχανή, το πατίνι, ένα άθλημα… τους χαρίζει αναγνώριση κι έλεγχο του περιβάλλοντος. Αποκτούν έτσι μια άμεση αίσθηση επιτυχίας και ταυτότητας.

Τα παιδιά αυτά δείχνουν ότι δεν τους νοιάζει τίποτα, ότι δεν έχουν φιλότιμο ή ενδιαφέρον για έπαινο. Κι όμως ποθούν το καμάρι των γονιών, θα ήθελαν την επιβράβευση στο σχολείο, αποζητούν το θετικό βλέμμα των άλλων. Δυσκολεύονται όμως, όπως προαναφέρθηκε, ψυχοσυναισθηματικά και φορούν το προσωπείο της αδιαφορίας και της απόσυρσης. Το οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον απογοητεύεται, εκπέμπει αρνητισμό, εκδηλώνει ματαίωση και αποθαρρύνει περαιτέρω τα παιδιά, που αντικρύζουν όλους γύρω τους με βλέμμα καχύποπτο κι απαισιόδοξο.

Τι φταίει όμως για την εμπλοκή αυτή στη σχολική ηλικία των παιδιών;

Οι αιτιολογικοί παράγοντες, που οδηγούν τους νέους ανθρώπους σε αδιαφορία προς τις σχολικές τους υποχρεώσεις είναι πολλοί και διαφορετικοί σε κάθε περίπτωση.

Θα πρέπει από την αρχή να κατανοήσουμε ότι ο σημερινός μαθητής είναι ο πιο σκληρά εργαζόμενος. Αν αθροίσουμε τις ώρες της διδασκαλίας στο σχολείο, το χρόνο για τα φροντιστήρια και τις ώρες της μελέτης στο σπίτι… εύκολα διαπιστώνουμε το εξαντλητικό πρόγραμμα των μαθητών. Από βιολογικής, παιδαγωγικής, αλλά και ψυχολογικής πλευράς, η πίεση αυτή προς τους νέους οδηγεί συσσωρευτικά σε υπερκόπωση και ψυχικό κορεσμό. Και δεν είναι σπάνιο, η μαθησιακή διαδικασία να καταντά διεκπεραίωση σχολικών υποχρεώσεων κι όχι διαδικασία, που κυριαρχεί η ευχαρίστηση.

Ακολούθως, οι μαθησιακές δυσκολίες εμποδίζουν την ομαλή εξέλιξη της εκπαιδευτικής διεργασίας. Μαθησιακά προβλήματα, δίχως τη συναντίληψη του εκπαιδευτικού συστήματος, αφήνουν όλο και περισσότερα παιδιά σε ένα ιδιόμορφο «περιθώριο». Η σχολική αποτυχία, λόγω μαθησιακών δυσκολιών, φέρνει την παραίτηση από την απόλαυση,  τον παραγκωνισμό στη σχολική αίθουσα, την αδυναμία επίτευξης στοιχειωδών απαιτήσεων και άρα τη χαμηλή αυτοπεποίθηση…

Οι προσδοκίες των γονέων οδηγούν επίσης σε αδιαφορία για τις σχολικές υποχρεώσεις. Γονείς απογοητευμένοι, που το παιδί τους δεν ακολουθεί την οδό που ονειρεύονταν και δεν είναι «ο άριστος μαθητής» που θα ήθελαν, το ωθούν σε πρόωρη παραίτηση από τη μαθησιακή διαδικασία. Τον συγκρίνουν με την αδελφή του ή με το παιδί του γείτονα και του εκδηλώνουν άμεσα ή έμμεσα τη ματαίωσή τους για την πορεία του στη ζωή. Η απόγνωση των γονέων προσβάλλει το νέο άνθρωπο και του στερεί πολλές φορές το δικαίωμα να απολαμβάνει το τρυφερό βλέμμα και το σεβασμό της οικογένειας.

Άρα δε θα πρέπει να μας εκπλήσσει το γεγονός ότι η επιτυχία ή η αποτυχία στο σχολείο ξεκινάει στο σπίτι. Γονείς που δεν προλαβαίνουν να ασχοληθούν με την καθημερινότητα του παιδιού τους, που δυσκολεύονται να αναγνωρίσουν τα ταλέντα του, που δημιουργούν ένα οικογενειακό μικρόκλιμα άγχους, υποτίμησης, έντασης, κακής επικοινωνίας… αποτελούν τη δράση, που μοιραία θα οδηγήσει στην αντίδραση.

Δυσκολίες εντός του σχολικού πλαισίου ενδέχεται να προκαλέσουν εμπόδια στη μαθησιακή διαδικασία. Μαθητές, που ταλαιπωρούνται από συνομηλίκους, και υφίστανται ένα υπόγειο «πόλεμο» στην παρέα, που δυσκολεύονται στην κοινωνικοποίηση τους, που είναι στοχοποιημένοι και βιώνουν μία διαρκή υποτίμηση… προφανώς δε θα αγαπήσουν το χώρο του σχολείου, ούτε τη μάθηση.

Τέλος θα πρέπει να συνδέσουμε την κακή ακαδημαϊκή επίδοση με παράγοντες όπως ο ελλιπής ύπνος, η κακή διατροφή, η έλλειψη κατάλληλων συνθηκών μελέτης και η μειωμένη υποστήριξη του περιβάλλοντος.

Χωρίς να ενοχοποιούμε κανέναν, είναι κρίμα να θεωρούμε ότι το παιδί μας γεννήθηκε τεμπέλης ή αδιάφορος. Μάλλον κάτι έχουμε κάνει λάθος εμείς, ως κοινωνία, ως σχολική κοινότητα, ως οικογένεια... Συνεπώς η αναστροφή της κακής επίδοσης πρέπει να περάσει πρώτα από την εμπιστοσύνη και την αποδοχή μας προς το νέο άνθρωπο, από την ενθάρρυνση και την τόνωση της αυτοεκτίμησής του. Και είναι κρίσιμο να ακούσουμε τα παιδιά μας. Το ερώτημα «πώς να μιλήσουμε στο παιδί μας, ώστε να μας ακούσει…» θα ήταν χρήσιμο να αντιστραφεί και να επαναδιατυπωθεί ως εξής: «πώς πρέπει να ακούμε το παιδί μας, ώστε αυτό να μας μιλήσει…».

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v