Live 2007: Τα... είδαμε όλα!

Μαζέψαμε εντυπώσεις, θετικές και αρνητικές. Θυμηθήκαμε στιγμές, τραγικές ή αξέχαστες. Αναπολήσαμε βραδιές γεμάτες κέφι. Απαριθμήσαμε ονόματα. Και κάναμε τον απολογισμό μιας συναυλιακής σαιζόν που τα είχε, κυριολεκτικά, όλα.
Live 2007: Τα... είδαμε όλα!
της Ηρώς Κουνάδη

Άλλη μία μετα-Ολυμπιακή συναυλιακή σαιζόν, από εκείνες με τα ηχηρά ονόματα, τον προγραμματισμό των εξόδων μας σε μηνιαία βάση και το καθημερινό τρέξιμο από ολυμπιακό ακίνητο σε θέατρο και αντίστροφα, πλησιάζει στο τέλος της και οι συζητήσεις –τουλάχιστον όσες δεν περιλαμβάνουν τη μαγική λέξη διακοπές– αρχίζουν να στρέφονται γύρω από τις συνολικές εντυπώσεις που μας άφησε. Ρίχνω μια ματιά στον περσινό απολογισμό πριν ξεκινήσω να ανασύρω από τη μνήμη στιγμές και γεγονότα που έχουν θαφτεί κάτω από εικόνες νησιών με γαλανά νερά και μου φαίνεται ότι, μπροστά του, ο φετινός ωχριά.

Όχι ότι φέτος δεν περάσαμε καλά. Κάθε άλλο. Είδαμε και πάλι σαράντα και κάτι λιγότερο ή περισσότερο εντυπωσιακά live, θυμηθήκαμε αγαπημένες μελωδίες, ακούσαμε νέους ήχους, συγκινηθήκαμε, «ανεβήκαμε», χορέψαμε, γελάσαμε, δακρύσαμε. Συναντήσαμε παλιούς φίλους και γνωρίσαμε άλλους, τους οποίους περιμέναμε πολύ καιρό. Είχαμε και τις απαραίτητες ακυρώσεις και μερικά ακόμη ευτράπελα για να μας δίνουν τροφή για σχόλια και γκρίνιες από εκείνες που τόσο έχουμε ανάγκη ως έθνος, για να μπορούμε να παραπονιόμαστε χωρίς να έχει συμβεί κάτι πραγματικά σοβαρό. Τότε τι;

Απλά φέτος υπήρξαν και τα πραγματικά σοβαρά προβλήματα, αυτά που δεν μπορούν να κατηγοριοποιηθούν μαζί με τα παράπονα για το live που ακυρώθηκε τελευταία στιγμή, για την κίνηση στην Εθνική ή για την περιορισμένη ορατότητα λόγω ακατάλληλου χώρου. Τα προβλήματα που περιλαμβάνουν καμένα αυτοκίνητα, τραυματισμούς μελών συγκροτημάτων και ακυρώσεις λόγω τέτοιων γεγονότων, και όχι λόγω μειωμένης ζήτησης στην προπώληση ή αδυναμίας των διοργανωτών να «τα βρούνε» σε ημερομηνίες και λεφτά.

Δε θα μπούμε στον πειρασμό να αναλύσουμε για εκατομμυριοστή φορά τα πώς και τα γιατί των μεμονωμένων –όπως θα υποστήριζαν κάποιοι– αυτών γεγονότων. Όπως έγραψε πρόσφατα ένας Ισπανός δημοσιογράφος, το όνομα του οποίου ξεχνάω, σχολιάζοντας ένα άλλο, πολύ πιο τραγικό, γεγονός, «σε αυτή τη χώρα ζουν έντεκα εκατομμύρια άνθρωποι που έχουν έντεκα εκατομμύρια διαφορετικές απόψεις». Είναι, όμως, αναπόφευκτο να σκεφτούμε ότι αυτά είναι η αιτία για το γεγονός ότι το βάρος του φετινού απολογισμού, πολύ περισσότερο από τη θετική ή την αρνητική του πλευρά, πέφτει στην επεισοδιακή.

Διότι, αν ρωτήσετε οποιονδήποτε παρεβρέθη στο φετινό Ejekt πώς του φάνηκε, η απάντηση που θα πάρετε δε θα έχει καμία σχέση με το line up, τις εμφανίσεις και τα set lists των συγκροτημάτων. Ναι, οι Madness έδωσαν τον καλύτερό τους εαυτό, παίζοντας τα κομμάτια εκείνα που όλοι περίμεναν να ακούσουν. Και ναι, οι Beastie Boys, για όσο παρέμειναν στη σκηνή, ήταν εξαιρετικοί. Δεν πρόλαβαν, όμως, να παίξουν τις μεγάλες επιτυχίες τους, εκείνες που θέλαμε τόσο να ακούσουμε, γιατί στα μισά του set τους εξαφανίστηκαν. Τους λόγους τους ξέρουμε πλέον όλοι και η συνέχεια της βραδιάς έχει γραφτεί με μαύρα γράμματα στην ιστορία των αθηναϊκών διοργανώσεων.

Ο λόγος για τον οποίο ο απολογισμός μας δεν προκύπτει, παρ’ όλα αυτά, αρνητικός, είναι πως το καλοκαίρι που μόλις πέρασε είδαμε και αρκετές –δειλές ίσως, αλλά πάντα ευχάριστες– προσπάθειες προόδου και θετικής εξέλιξης σε έναν τομέα που στη χώρα μας βρίσκεται ακόμα υπό ανάπτυξη –για να μην πούμε το ψυχρό και απόλυτο «σε εμβρυακό στάδιο». Νέα Ολυμπιακά ακίνητα χρησιμοποιήθηκαν –άλλα με επιτυχία, άλλα όχι– για να στεγάσουν νέες φιλόδοξες διοργανώσεις, προσπάθειες για μείωση τιμών έγιναν από εταιρείες όπως η Astra και η Artache που μπήκαν φέτος δυναμικά στις καλοκαιρινές διοργανώσεις, η πρώτη συνεχίζοντας την παράδοση των επιτυχημένων χειμερινών συναυλιών της με το Gagarin Open Air Festival και η δεύτερη με «νέο αίμα», με ονόματα φρέσκα, λιγότερο διάσημα αλλά περισσότερο φερέλπιδα, και κάποιες… κινήσεις καλής θέλησης προσπάθησαν –αν και όχι πάντα με επιτυχία– να εγγυηθούν την ομαλότερη διοργάνωση των συναυλιών.

Από άποψη περιεχομένου, η πλειοψηφία των μεγάλων ονομάτων στάθηκε αντάξια της φήμης της, παρουσιάζοντας live που μπορεί να μην άφησαν τις συγκλονιστικότερες των εντυπώσεων, ήταν όμως αξιοπρεπή και επαρκέστατα. Επί παραδείγματι, οι Placebo ήταν, όπως πάντα, επαγγελματίες –με τη θετική και την αρνητική έννοια του όρου– επί σκηνής, χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό, χωρίς την οποιαδήποτε επικοινωνία με το κοινό –που κατά την ταπεινή μας άποψη δίνει χρώμα και χαρακτήρα στα live, το γκρουπ όμως φαίνεται να διαφωνεί, αποκλείοντάς την από τις συναυλίες του εν γένει– και χωρίς το Post Blue που περιμέναμε να ακούσουμε.

Οι Motorhead ονόμασαν το Metropolis “Acropolis” για δεύτερη φορά προς τιμήν των Ελλήνων fan τους και έπαιξαν απολαυστικά τόσο τα νέα κομμάτια από το Kiss of Death όσο και τους κλασσικούς τους ύμνους, μπροστά σε ένα κοινό πολύ μικρότερο αριθμητικά, σε σχέση με τις προηγούμενες εμφανίσεις τους –πράγμα που δικαιολογείται, αν σκεφτεί κανείς ότι κάποτε η άφιξή τους ήταν η είδηση της χρονιάς, ενώ τώρα είναι ένα μεγάλο όνομα ανάμεσα σε τριάντα άλλα.

Καλοί, αν και όχι τόσο όσο στις δύο προηγούμενες εμφανίσεις τους επί ελληνικού εδάφους, ήταν και οι Jethro Tull –αν και οι επικές διασκευές στα περισσότερα «κλασσικά» κομμάτια τους ξένισαν αρκετούς, που περίμεναν να τα ακούσουν στις original εκδοχές τους– αλλά και οι Evanescence, που παρουσίασαν ένα δυνατό, αν και μικρής διάρκειας, set list. Οι Ska Cubano ξεσήκωσαν τον κόσμο με τους reggae, son, calypso, mambo, cumbia και ska ρυθμούς τους, δημιουργώντας μια εξαιρετική ατμόσφαιρα πάρτι καθ’ όλη τη διάρκεια του live τους –στην οποία βοήθησαν και οι «δικοί μας», εξαιρετικοί Locomondo που άνοιξαν τη βραδιά.

Αντάξιοι των προσδοκιών μας φάνηκαν οι Buena Vista Social Club, που πλέον έχουν βρει το σημείο επαφής με το ελληνικό κοινό και το αποδεικνύουν σε κάθε εμφάνισή τους, γεμίζοντας ασφυκτικά τα θέατρα και κάνοντας τον κόσμο να χορεύει ασταμάτητα, η Dolores O’Riordan, που ερμήνευσε με κέφι και δυναμισμό τόσο επιτυχίες των Cranberries, όπως τα Zombie, Linger και Animal Instinct όσο και κομμάτια από τη solo δουλειά της και ο George Michael, που δεν έχασε στιγμή το κέφι του επάνω στη σκηνή, δεν ξέχασε τα κομμάτια που του χάρισαν την αγάπη του κόσμου και δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει το κοινό που τον φώναζε «Γιώργο» λέγοντας πως «μετά από 25 χρόνια καριέρας, άκουσε επιτέλους σωστά το όνομά του».

Από τις πλέον ευχάριστες εκπλήξεις, οι Orchestral Monoeuvres in the Dark, για τους φίλους OMD, μας συγκίνησαν με τα Enola Gay και Electricity και μας άφησαν με τις καλύτερες των εντυπώσεων, παρά το γεγονός ότι –ναι, θα το πούμε– ήρθαν… μερικά χρόνια καθυστερημένοι. Παρόμοια τα συναισθήματα και στο εξαιρετικό live των Waterboys, που γέμισαν το Θέατρο Βράχων, έπαιξαν τρία encore και μας μάγεψαν με κομμάτια όπως το –προσωπικό αγαπημένο– Whole of the Moon. Το μεγαλύτερο σε διάρκεια και καλύτερο μέχρι στιγμής live τους επί ελληνικού εδάφους παρουσίασαν οι Scorpions μαζί με τον Uli Roth στο πρώτο Scorpions Festival, που άνοιξαν γεμάτοι κέφι οι Juliette and The Licks, ακολουθούμενοι από έναν συναισθηματικότατο Joe Cocker.

Ο Robert Plant μας χάρισε μερικές δυνατές στιγμές, σε ένα live γεμάτο λυρισμό και συναίσθημα, που όμως δεν ήταν ακριβώς αυτό που περίμεναν να δουν όσοι ήρθαν για να αποτίσουν φόρο τιμής στο θρύλο των Led Zeppelin. H προσέλευση του κόσμου στο Terra Vibe εκείνη την –πρώτη– ημέρα του Rockwave ήταν ίσως η μικρότερη στην ιστορία του φεστιβάλ, με αποτέλεσμα η ατμόσφαιρα να παραμένει παγωμένη καθ’ όλη τη διάρκειά της, και τόσο οι Europe όσο και ο Chris Cornell που προηγήθηκαν στη σκηνή να παίξουν αξιοπρεπώς μεν, διεκπεραιωτικά δε.

Μακράν καλύτερη ήταν η δεύτερη μέρα του φεστιβάλ, με τους Metallica να ανεβαίνουν στην υπερμεγέθη, νέα σκηνή του Rockwave για να παίξουν μπορστά σε περισσότερους από 25.000 εκστασιασμένους φαν, που δημιούργησαν το αδιαχώρητο και τραγουδούσαν ασταμάτητα, διαμορφώνοντας τη μοναδική ατμόσφαιρα που μόνο ένα ενθουσιασμένο κοινό μπορεί να δώσει σε μια συναυλία. Περιττό να αναφέρουμε –το έχετε μάλλον ακούσει ήδη– ότι το γκρουπ τα έδωσε όλα επί σκηνής, ξεπερνώντας τις προσδοκίες μας και χαρίζοντάς μας ίσως το καλύτερο live της φετινής χρονιάς.

Τη δεύτερη υποψηφιότητα για την κορυφή των φετινών shows δίνουμε, ανεπιφύλακτα, στον Alice Cooper, για το θεατρικό του live, το φαντασμαγορικό σκηνικό, τις δολοφονίες επί σκηνής, την άρτια σκηνοθετημένη αυτοκτονία του, το set list που βασίστηκε κυρίως στις παλαιότερες επιτυχίες του, τις άψογες εκτελέσεις των “I’m Eigtheen”, “No More Mr. Nice Guy” και “School’s Out”, αλλά –κυρίως και περισσότερο απ’ όλα– για το ανεπανάληπτο encore που ξεκίνησε με το “Million Dollar Babes”, συνεχίστηκε με ένα συγκλονιστικό “Poison” και έκλεισε με την απολαυστικότατη, σπαρταριστή προεκλογική εκστρατεία του “I Want to Be Elected” –για τις ανάγκες της οποίας επιστρατεύτηκε επί σκηνής και μια ελληνική σημαία.

Η πολυσυζητημένη σύμπραξη των Black Sabbath χωρίς τον Ozzy με τον Dio επί σκηνής, γνωστή και ως “Heaven and Hell” ή “Black Sabbath: The Dio Years”, δεν απέδωσε τα αναμενόμενα, αφού οι φαν μας είπαν ότι δεν αρκούσαν τα κομμάτια που είχαν ηχογραφήσει μαζί οι Heaven and Hell για να τους δικαιολογήσουν ως headliners της ημέρας –ορισμένες προσθήκες από τη δουλειά του καθενός ξεχωριστά θα είχαν σώσει την κατάσταση. Στον αντίποδα, αξιοπρεπέστατες ήταν οι εμφανίσεις των Dream Theater και Iced Earth την ίδια μέρα.

Τα δύο φεστιβάλ που εγκαινιάστηκαν φέτος, Gagarin Open Air και Fly Beeyond, έγιναν talk of the town για αρκετούς διαφορετικούς λόγους. Το μεν πρώτο για την άρτια οργάνωση, το νέο χώρο στο Γήπεδο του Baseball, το all star line up, τη μεγάλη διάρκεια και την παρά ταύτα μάλλον μειωμένη προσέλευση, το δε δεύτερο για τον επίσης όμορφο, νέο χώρο, στην Αγορά του Ολυμπιακού Σταδίου, το «διαφορετικό» line up που περιελάμβανε ονόματα έξω από την κλασσική ροκ γραμμή των υπολοίπων, τη μάλλον ελλιπή οργάνωση, τις τεράστιες ουρές που σχηματίζονταν στα μπαρ του και τις ακυρώσεις του.

Highlights του Gagarin Open Air, ο πάντα απολαυστικός Iggy Pop με τους Stooges, που δε χρειάζεται να κάνει πολλά πέραν του να είναι απλά ο ημιπαράφρων εαυτός του για να ενθουσιάσει τους πάντες, οι αγαπημένοι του ελληνικού κοινού Calexico, που έχουν καταστήσει το όνομά τους συνώνυμο του επιτυχημένου live, και οι γεμάτοι κέφι Kaiser Chiefs –για τους οποίους όσοι τους είχαν δει το χειμώνα είπαν ότι τότε ήταν καλύτεροι, για εμάς που τους βλέπαμε πρώτη φορά ήταν απλά εξαιρετικοί.

Αντίστοιχα, στο Fly Beeyond οι James ενθουσίασαν το πολυάριθμο κοινό τους, που έφυγε με τις καλύτερες των εντυπώσεων, παρά το γεγονός ότι δεν άκουσε το πολυαγαπημένο Señorita. Οι Air, που δεν περιλαμβάνονται στα δικά μας αγαπημένα ακούσματα, δεν απογοήτευσαν τους φαν τους –το αντίθετο μάλλον θα λέγαμε– ενώ η Tori Amos, παρά το γεγονός ότι έπαιξε νωρίς την ίδια μέρα, ξεσήκωσε το κοινό που έχει ήδη κατακτήσει και συγκέντρωσε θετικά σχόλια. Μία μέρα πριν, η Avril Lavigne ενθουσίαζε ένα ως επί το πλείστον εφηβικό κοινό, με ένα εξαιρετικό για το είδος του live, ενώ το κλείσιμο του φεστιβάλ άφησε μάλλον πικρή γεύση, με μόνο δύο από τις τρεις Sugababes να εμφανίζονται για μισή ώρα στη σκηνή, και την εμφάνιση της Pink να ακυρώνεται κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. Παρ’ όλα αυτά, η όλη ιδέα ήταν όσο καλή χρειάζεται για να πειστούμε ότι του χρόνου θα λειτουργήσει πολύ καλύτερα.

Έχοντας μπροστά μας μία πολλά υποσχόμενη φθινοπωρινή συναυλιακή σαιζόν, που περιλαμβάνει ονόματα όπως αυτά των HIM, Patti Smith, Goran Bregovic –το τελευταίο live του οποίου, στο Θέατρο Βράχων, ήταν ένα από τα πιο κεφάτα που παρακολουθήσαμε φέτος–, Tool και Muse, ευχόμαστε το επόμενο καλοκαίρι να απολαύσουμε ακόμα περισσότερα ονόματα, ακόμα καλύτερες διοργανώσεις και λιγότερες κακές στιγμές. Αν όχι, υπάρχει πάντα η εναλλακτική να πάμε (νωρίτερα) διακοπές.
 


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v