Γρανάδα: η βασίλισσα του ισπανικού Νότου

Υπάρχει ένα ισπανικό ρητό που λέει ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο κρίμα στη ζωή από έναν τυφλό που ζει στη Γρανάδα. Και έχει απόλυτο δίκιο. Η επί επτά αιώνες πρωτεύουσα του ισπανικού κράτους μαγεύει σήμερα τους επισκέπτες της, όπως μάγεψε τότε τους κατακτητές της. Είχαν γνώση οι Άραβες...
Γρανάδα: η βασίλισσα του ισπανικού Νότου

της Ηρώς Κουνάδη

Η Γρανάδα είναι η πόλη των αντιθέσεων. Με τις κορυφές της Sierra Nevada (”χιονισμένη οροσειρά”) σε απόσταση αναπνοής και τις παραλίες της Costa del Sol (”ακτή του ήλιου”) μόλις 70 χιλιόμετρα προς τα ανατολικά, είναι από τις λίγες πόλεις του κόσμου στις οποίες μπορεί κανείς να κάνει σκι και μπάνιο στη θάλασσα την ίδια μέρα.

Είναι, επίσης, μία από τις πλέον ετερόκλητες, από πληθυσμιακής τουλάχιστον απόψεως, ισπανικές πόλεις, με την αραβική, την εβραϊκή και την τσιγγάνικη συνοικία (Albaicín, Realejo και Sacromonte αντίστοιχα) να σφύζουν από ζωή και να αποτελούν έναν ακόμη πόλο έλξης επισκεπτών, τόσο για τα πολυάριθμα αξιοθέατά τους όσο και για την ιδιαίτερη αρχιτεκτονική τους.

Οι Γραναδίνοι λένε ότι ο καιρός στην πόλη τους ακολουθεί την κυκλοθυμική και ασταθή ιδιοσυγκρασία των κατοίκων της. Παρόλο που, οι παλαιότερες τουλάχιστον γενιές, έχουν τη φήμη των λιγότερο φιλικών και εξωστρεφών κατοίκων της Ισπανίας, και την προφορά που, αρχικά τουλάχιστον, αποθαρρύνει και τον πιο έμπειρο ομιλητή της ισπανικής γλώσσας, η πόλη στο σύνολό της δεν είναι καθόλου αφιλόξενη και μόλις πιάσεις τον παλμό της αρχίζεις να σκέφτεσαι τρόπους για να γίνεις μόνιμος κάτοικος.

Αυτό μπορούν να το επιβεβαιώσουν και οι πολυάριθμοι φοιτητές, που κάποια στιγμή της ζωής τους ήρθαν εδώ για διακοπές και αποφάσισαν να ζήσουν μερικά χρόνια στην πόλη που για να τη γνωρίσεις δεν φτάνει μία εβδομάδα – ούτε δύο, ούτε τρεις. Αυτοί είναι που δίνουν στη Γρανάδα και το ταμπεραμέντο της πόλης που ποτέ δεν κοιμάται –στην κυριολεξία.

Οι πολυσύχναστοι δρόμοι της πόλης τα βράδια γίνονται ακόμη πιο ζωντανοί και κεφάτοι. Ιδιαίτερα την Παρασκευή και το Σάββατο είναι από δύσκολο έως ακατόρθωτο, ανάλογα με την εποχή του χρόνου, να διασχίσεις με γρήγορο βήμα τους δρόμους Pedro Alarcón και Elvira, που συγκεντρώνουν τα δημοφιλέστερα μπαρ και, βέβαια, τους περισσότερους θαμώνες.

Αυτοί οι τελευταίοι δε θυμίζουν σε τίποτα τους επιτηδευμένους nightlifers και clubbers των κοσμικών μαγαζιών κάποιας μεγαλούπολης. Βγαίνουν για να φάνε tapas (δωρεάν μεζεδάκια, όπως tortillas –ισπανικές ομελέτες– chorrizos –μικρά λουκάνικα– και σάντουιτς, που συνοδεύουν την μπίρα και το κρασί σε όλα σχεδόν τα μπαρ), να πιουν, να χορέψουν μέχρι το πρωί ή να συζητήσουν, με την ίδια απλότητα που θα έβγαιναν για καφέ στην καφετέρια της γειτονιάς τους. Χωρίς ψηλά τακούνια, με τα οποία άλλωστε είναι αδύνατο να περπατήσεις στα λιθόστρωτα δρομάκια της Γρανάδας, και χωρίς επώνυμα ρούχα, αλλά με πολύ κέφι και χαλαρή διάθεση.

Αυτό ακριβώς είναι και το συναίσθημα που μένει για μήνες, μετά την επιστροφή από τη Γρανάδα, αν καταφέρεις να ξεπεράσεις τη νοσταλγία για την πόλη που τα έχει, στην κυριολεξία, όλα, και ζει στους ρυθμούς ενός ατελείωτου, ολοήμερου πάρτι.

Την πρώτη φορά που έφυγα από τη Γρανάδα, ευχόμουν να μην απογειωθεί το αεροπλάνο. Η ευχή, δυστυχώς, δεν έπιασε. Επέστρεψα, όμως, ένα χρόνο μετά, για να ανακαλύψω από την αρχή την πόλη που, όσα χρόνια κι αν περάσουν, όσες φορές κι αν την επισκεφθείς, ποτέ δε σταματά να σε εκπλήσσει και να σε γοητεύει.

Θα σας το επιβεβαίωναν και οι Άραβες που εκδιώχθηκαν από την Ιβηρική Χερσόνησο από τους χριστιανούς βασιλιάδες, αν μπορούσατε να τους ρωτήσετε. Ο θρύλος λέει ότι έκλαιγαν όταν έφευγαν από τη Γρανάδα. Δικαιολογημένα.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v