Πράγματα που ίσως να μην ήξερες για το ρεμπέτικο

Το ρεμπέτικο, ένα από τα αγαπημένα είδη του ελληνικού λαού, έχει κρυμμένα μυστικά, με πόνο και δημιουργία. Ίσως θέλεις να τα ξέρεις.
Πράγματα που ίσως να μην ήξερες για το ρεμπέτικο

Τη δεκαετία του 1920 τα τραγούδια των προσφύγων Μικρασιατών διείσδυσαν στο ρεπερτόριο των καφέ αμάν που ήταν πολύ διαδεδομένα στην Ελλάδα από το τέλος του 19ου αιώνα. Τα καφέ αμάν ήταν ένα είδος λαϊκού καφενείου στο οποίο παιζόταν μελωδίες ελληνικών δημοτικών τραγουδιών και λαϊκών τραγουδιών της Σμύρνης και της Πόλης.

Λίγα χρόνια μετά, στη Δραπετσώνα, τη Νίκαια και το Κερατσίνι άνθισε ένα είδος μουσικής που αγάπησε ο ελληνικός λαός. Ορισμένοι το αποκαλούν ελληνικό μπλουζ, όχι αδίκως αφού μοιράζονται το ίδιο μέτρο, το ρεμπέτικο. Ένα μπλέξιμο των κομματιών του περιθωρίου με τους αμανέδες και εν γένει του μικρασιατικού είδους.

Τι σημαίνει όμως ρεμπέτικο; Σύμφωνα με τον λάτρη του είδους, κ. Κουνάδη, ρεμπέτικο αυτό που λέμε τραγούδια αυτών που μπορεί να γυρίζουν ασκόπως, να ονειρεύονται ή να "ρέμονται" σύμφωνα με την αρχαία ελληνική λέξη.

-Το ρεμπέτικο είναι το πέμπτο στοιχείο Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς που αποδίδεται στην Ελλάδα στον Αντιπροσωπευτικό Κατάλογο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ανθρωπότητας της UNESCO. Οι ρίζες του εντοπίζονται στη Μικρά Ασία και την ανατολή, κι αποτελεί κι ένα ιστορικό τεκμήριο για την καθημερινότητα των προσφύγων, των παρανόμων και της γκέτο κουλτούρας της εποχής του.

-Οι απαρχές του ρεμπέτικου έχει προταθεί πως συνδέονται με τα τραγούδια των φυλακών. Περί το 1850 ο Γάλλος ευγενής Αππέρ επισκέφτηκε την Ελλάδα για να μελετήσει το πρόβλημα των οθωνικών φυλακών και αφιέρωσε ένα κομμάτι της έρευνάς του στη μουσική που ακουγόταν σε αυτές. Στα τραγούδια των φυλακών αναφέρθηκαν και άλλοι, όπως ο Παπαδιαμάντης, ο Δάφνης και ο Καρκαβίτσας ο οποίος επισκέπτεται το Μοριά το 1890 και καταγράφει το 1891 στο περιοδικό "Εστία"  αρκετά από αυτά.

-Στα τέλη του 1934, με αφορμή την είδηση για την απαγόρευση που επέβαλε ο Κεμάλ Ατατούρκ στον αμανέ,  είχε ξεκινήσει ένας διάλογος στην εφημερίδα «Αθηναϊκά Νέα» (η τωρινή «ΤΑ ΝΕΑ») και η διαμάχη μέσω των στηλών της έδωσε το έναυσμα ώστε, έναν χρόνο μετά την επιβολή της μεταξικής δικτατορίας, να εφαρμοστεί η πρώτη προληπτική λογοκρισία στους στίχους του "πρώιμου" ρεμπέτικου. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα, κάθε μελωδία που θυμίζει το ανατολίτικο παρελθόν του ελληνικού λαού και κάθε "αντικοινωνικό" ή "περιθωριακό" θέμα (όπως η φτώχεια, η μετανάστευση, οι φυλακές, οι ψυχοτρόπες ουσίες) να λογοκρίνονται, να απορρίπτονται και να καταστρέφονται δημόσια, με τους ίδιους τους δημιουργούς να σέρνονται στα δικαστήρια. Ο λόγος; Ο ανατολίτικος χαρακτήρας των τραγουδιών θεωρούταν κατάλοιπο της μακροχρόνιας τουρκικής σκλαβιάς, επομένως αντεθνικό και απεχθές. Αυτό ήταν το κύριο επιχείρημα ως το 1922, χρονιά της Μικρασιατικής Καταστροφής και του περιορισμού των Ελλήνων στον σημερινό γεωγραφικό τους χώρο.

-Το 1936 λογοκρίνεται το τραγούδι του Τούντα "Βαρβάρα". Το 1937 επιβάλλεται από το καθεστώς του Μεταξά γενικευμένη λογοκρισία. Το περιεχόμενο αλλάζει αναγκαστικά. Οι αναφορές στο χασίσι, στους τεκέδες και στους ναργιλέδες εκλείπουν.

-Το ρεμπέτικο επέστρεψε δυναμικά με νέα γενιά δημιουργών, οι οποίοι, σε συνεργασία με τους παλιούς, έδωσαν μάχη παρά το ασφυκτικό κλίμα της ελεγχόμενης δημιουργίας. Επικεφαλής της νέας ομάδας ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο οποίος με την έμπρακτη στήριξη των δισκογραφικών εταιρειών πέτυχε ένα το απίστευτο ρεκόρ των 100 ηχογραφήσεων μέσα σε τρία μόλις έτη - από το 1937 μέχρι το 1940 όποτε και έκλεισε το εργοστάσιο στον Περισσό.

-Τα χρόνια της Κατοχής είχαν σοβαρές συνέπειες για το ρεμπέτικο, καθώς έφυγαν από τη ζωή ή αποσύρθηκαν οι περισσότεροι συνθέτες και ερμηνευτές από την Ανατολή. Η νέα μάχη άρχισε με την τεράστια επιτυχία μερικών χασικλίδικων που ηχογραφήθηκαν το 1946, μετά την επαναλειτουργία της Columbia και προτού αρχίσει να παρεμβαίνει ξανά η λογοκρισία. Μέσα στην κόλαση του Εμφυλίου οι αντιδράσεις κορυφώθηκαν, γράφηκαν άρθρα επί άρθρων και διατυπώθηκαν εκατοντάδες απόψεις, για να φτάσουμε στον Ιανουάριο του 1949 και στη δημόσια παρέμβαση του Μάνου Χατζιδάκι υπέρ του ρεμπέτικου, στην περίφημη Διάλεξή του.

-Η διάλεξη του Χατζιδάκι ήταν το ξεκίνημα της «απενοχοποίησης», καθώς στο πλευρό του τάχθηκαν μεγάλες προσωπικότητες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Γιάννης Τσαρούχης, Νίκος Κούνδουρος, Φοίβος Ανωγειανάκης και Αργύρης Κουνάδης. Οι διαμάχες πλέον είχαν περιοριστεί στα έντυπα της Αριστεράς, όπως η «Επιθεώρηση Τέχνης» και η «Αυγή», ιδίως μετά την επάνοδο του Θεοδωράκη από το Παρίσι το 1960 και τη χρησιμοποίηση οργάνων και προσώπων από τον χώρο του ρεμπέτικου (Γρηγόρης Μπιθικώτσης, Μανώλης Χιώτης, Καίτη Θύμη) στη λαϊκή εκδοχή του Επιτάφιου του Γιάννη Ρίτσου. 

-Η μεγάλη προσωπικότητα του ρεμπέτικου, Νίκος Βαμβακάρης ή αλλιώς "πατριάρχης" του είδους έμενε στα κακόφημα Ταμπούρια, όπου το πρωί εργαζόταν στα κάρβουνα και το βράδυ διασκέδαζε στους τεκέδες, εκεί που ήρθε σε επαφή με την κάνναβη. Αργότερα, πιάνει δουλειά ως λιμενεργάτης και καταλήγει εκδορέας στα σφαγεία της πόλης. Ωστόσο, η μουσική ήταν το μεγάλο πάθος του (από μικρός άκουγε τον πάτερα του να παίζει γκάιντα -ναι, γκάιντα- και να γράφει τα δικά του τραγούδια), και σύντομα έγινε ένα από τους κορυφαίους αυτοδίδακτους οργανοπαίκτες.

-Με πρωτοβουλία της UNESCO, το 1980 ο Βασίλης Τσιτσάνης ηχογράφησε ένας διπλός δίσκος με τίτλο ‘Χάραμα’, όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας και της ζωής του.

 

Με πληροφορίες από «ΔΙΑΛΟΓΟΙ: Η Ιστορία του Ρεμπέτικου», Μουσικές Διαδρομές, Π. Κουνάδης, Τα Ρεμπέτικα, εκδ. «ΤΑ ΝΕΑ»

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v