Οι «κρατικοί» πρωταθλητές των τελευταίων 5 χρόνων

Οι «κρατικοί» πρωταθλητές των τελευταίων 5 χρόνων
της Λένας Βλασταρά

Τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας εγκαινιάστηκαν για πρώτη φορά το 1956, επί κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Καραμανλή. Από τότε κάθε χρόνο βραβεύονται τα έργα της χρονιάς που πέρασε.

Στην αρχή του θεσμού τα βραβεία για τα οποία διαγωνίζονταν τα έργα ήταν τα βραβεία ποίησης, μυθιστορήματος, διηγήματος, δοκιμίου, μυθιστορηματικής βιογραφίας, ταξιδιωτικών εντυπώσεων και θεατρικού έργου ενώ υπήρχαν Α' και Β' βραβεία.

Το 1971 το βραβείο δοκιμίου εμπλουτίστηκε με το βραβείο κριτικής και από τότε καθιερώθηκε ως «Βραβείο κριτικής-δοκιμίου».

Από το 1989 και μετά το Κρατικό Βραβείο γίνεται ένα μόνο για κάθε κατηγορία. Από τότε άρχισαν να προστίθενται καινούριες κατηγορίες με τα βραβεία σήμερα να έχουν διαμορφωθεί στα εξής έντεκα: ποίησης, διηγήματος, μυθιστορήματος, κριτικής-δοκιμίου, χρονικού-μαρτυρίας, παιδικού λογοτεχνικού βιβλίου, εικονογράφησης παιδικού βιβλίου, μετάφρασης έργου ελληνικής λογοτεχνίας σε ξένη γλώσσα, μετάφρασης έργου ξένης λογοτεχνίας στην ελληνική γλώσσα, λογοτεχνικού περιοδικού και μεγάλο βραβείο λογοτεχνίας που απονέμεται κάθε χρόνο σε μεγάλες προσωπικότητες των γραμμάτων. Το τελευταίο, αρχικά ξεκίνησε ως δικαίωση ανθρώπων που δεν είχαν βραβευτεί σε κρατικές βραβεύσεις κυρίως λόγω πολιτικών πεποιθήσεων.

Θεωρητικά μιλώντας πάντα, τα Κρατικά Βραβεία Λογοτεχνίας αποτελούν τον ύψιστο λογοτεχνικό θεσμό και διάκριση της χώρας μας. Πρακτικά όμως, λίγοι είναι οι αναγνώστες που ασχολούνται φανατικά μαζί τους. Όπως καθετί που κρύβεται πίσω από τον όρο «κρατικό», πολλοί τα αντιμετωπίζουν με δυσπιστία, ενώ εικάζεται ότι πολλές φορές είναι μεροληπτικά και ότι αποκλείουν αριστουργήματα της εκδοτικής χρονιάς που πέρασε. Στα δε παρασκήνια των Κρατικών Βραβείων κάθε άλλο παρά ευγενής δεν χαρακτηρίζεται η άμιλλα. Για να μπορεί όμως να κρίνει ο καθένας μόνος του, καλό θα είναι να έχει προσωπική άποψη για τα έργα που έχουν βραβευτεί. Εμείς, στο παρόν άρθρο θα ασχοληθούμε με τα Κρατικά Βραβεία Μυθιστορήματος της τελευταίας πενταετίας.

2006: Θέκλη της Αθηνάς Κακούρη, εκδόσεις Εστίας, 2005.
Το μυθιστόρημα τοποθετείται χρονικά κατά τη διάρκεια των βαλκανικών πολέμων. Τόσο η Θέκλη, η πρωταγωνίστρια του μυθιστορήματος, όσο και τα υπόλοιπα πρόσωπα, μέσα από την διαφορετική οπτική των πραγμάτων που δίνει ο πόλεμος, προσπαθούν όχι μόνο να επιβιώσουν αλλά και να ζήσουν φυσιολογικά. Μέσα από έντονες καταστάσεις η ατομικότητα δίνει τη θέση της στη συλλογικότητα. Έντονες σχέσεις –χαρακτηριστικό όλων των δύσκολων καταστάσεων- δημιουργούνται και φυσικά ο έρωτας δεν μπορεί να μείνει απ’ έξω. Παράλληλα όμως, η πολιτικοοικονομική κατάσταση είναι τέτοια που απαιτεί το μέγιστο των προσπαθειών από όλους. Αναπόφευκτο αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι η βαθιά βουτιά στον εσωτερικό κόσμο όλων των ηρώων αλλά και της πρωταγωνίστριας ειδικότερα, και η ανάδυση χαρακτηριστικών και δυνατοτήτων άγνωστων μέχρι πρότινος.


2007: Σουέλ της Ιωάννας Καρυστιάνη, εκδόσεις Καστανιώτης 2006.
Μπορεί ένα καράβι να είναι πατρίδα; Είναι ένα από τα ερωτήματα που εξερευνώνται στο μυθιστόρημα της Ιωάννας Καρυστιάνη, Σουέλ. Το καράβι, ένα εκ φύσεως περιορισμένο μέρος, αποτελεί για τον καπετάνιο Μήτσο Αυγουστή τον χώρο που έζησε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του. Πώς μπορεί να το αποχωριστεί όταν θα φτάσει η ώρα; Και πώς θα μπορέσει να διαχειριστεί σχέσεις που ως τώρα τις χώριζε πάντα η θάλασσα; Για το «Σουέλ» είναι προτιμότερο να μιλάς με ερωτήσεις παρά με περιγραφές έτσι ώστε να αφήσεις στον επόμενο αναγνώστη να ανακαλύψει μόνος του την πλοκή και τις σχέσεις που δημιουργούνται μέσα στο μυθιστόρημα. Σ’ ένα ταξιδιωτικό μυθιστόρημα, εφόσον οι ναυτικοί όροι δεν είναι λίγοι ενώ η αίσθηση του ταξιδιού είναι πανταχού παρούσα.

2008: Ο Τελευταίος Παλαιολόγος του Γεωργίου Λεονάρδου, εκδόσεις Λιβάνη, 2007.
Στο τελευταίο βιβλίο της τριλογίας του για τους Παλαιολόγους, ο Γιώργος Λεονάρδος ασχολείται με τον τελευταίο αυτοκράτορα του Βυζαντίου Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και την άλωση της Πόλης. Mε γραφή γλαφυρή και με στήριγμα πηγές βενετσιάνικες, τουρκικές και, βέβαια, ελληνικές, η εξιστόρηση ξεπερνά τα γνωστά αφηγήματα για το ίδιο θέμα.

Πόσο πολέμησαν οι Ρωμιοί τους Τούρκους για να σωθεί η Κωνσταντίνου πόλη και πόσο οι Λατίνοι καθολικοί; Ποιοι πρόδωσαν τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο και σήκωσαν την οθωμανική σημαία στον πύργο των Βλαχερνών, ενώ εκείνος συνέχιζε να πολεμά στο κέντρο των χερσαίων τειχών της Πόλης; Αντιστάθηκε ο κλήρος στην άλωση ή απέβλεπε σε βόλεψη και προνόμια από το «πολλά υποσχόμενο» οθωμανικό καθεστώς; Και τι έγινε μετά την πτώση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας; Τι δρόμους τράβηξαν οι πρωταγωνιστές των γεγονότων; Σήκωσαν τη σημαία της αντίστασης ή προσκύνησαν το τουρκικό φέσι;

Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα ξεδιπλώνονται μέσα από το ζωντάνεμα των χαρακτήρων και των γεγονότων που σημάδεψαν αυτό το κοσμοϊστορικό γεγονός του 15ου αιώνα και βυθίζουν τον αναγνώστη στην κοινωνική δίνη και το χάος του δυτικοευρωπαϊκού και βυζαντινού Ύστερου Μεσαίωνα.

2009: Θολός Βυθός του Γιάννη Ατζακά, εκδόσεις Άγρα, 2008.
Υπήρχε πάντα μέσα του η βαθιά χαρακιά που άφησε το πέρασμα από τις μετεμφυλιακές εκείνες παιδοπόλεις -ένδοξους βασιλικούς τόπους υποταγής και χειραγώγησης, σταθμούς καθαγιασμένους μόνον κατ' όνομα: "Απόστολος Παύλος", "Άγιος Χαράλαμπος", "Καλή Παναγιά", "Άγιος Δημήτριος", Αθήνα, Βέροια, Θεσσαλονίκη, 1949-1955.

Έχοντας από καιρό διανύσει τις περισσότερες από τις αναπότρεπτες διαδρομές του, ο Γιάννης Αρχοντής φτάνει μόνος του ένα απόγευμα του Ιουνίου σε κάποια ερημική ακτή του Αιγαίου. Δεν ήταν τόσο η ανάγκη ενός τελικού απολογισμού, όσο η επίμονη "αναζήτηση του χαμένου χρόνου" και των σημαδιών που άφησε μέσα του μια εποχή ερμητικά κλειστή, όπως τα περίκλειστα και περίλαμπρα ιδρύματα, όπου έζησε έξι από τα πρώτα παιδικά χρόνια του.

Εκεί, την ώρα που ένα φωταγωγημένο καράβι περνά ανοιχτά μέσα στη νύχτα, από τον "θολό βυθό" της μνήμης του, όπου για περισσότερο από πενήντα χρόνια το είχε απωθήσει, αναδύεται απροσδόκητα το φάσμα του παιδιού που κάποτε υπήρξε, για να πει επιτέλους ολόκληρη την παλιά ιστορία του.

Όσο κρατά η κοφτερή "νύχτα του Θεριστή", μπροστά στο σκοτεινιασμένο πέλαγος, ο ώριμος άντρας και το ξεριζωμένο αγόρι εμπλέκονται σε δύο παράξενους και σχεδόν παράλληλους μονολόγους. Ο συγχρονισμός της άγουρης μνήμης με την ύστερη κρίση διχάζει σε δύο όψεις το πρόσωπο του Γιάννη, κάνοντας την ίδια στιγμή τραύμα και ίαση να συνυπάρχουν.

Το Παιδί μιλά ακατάπαυστα, μ' όλη την άγνοια και την αθωότητα της ηλικίας του, αν και με απροσδόκητη μερικές φορές ακρίβεια• ανασύρει, μέρα με τη μέρα, τα καταχωνιασμένα χρόνια του σε κείνα τα παιδικά στρατόπεδα• διασχίζει ακόμη μία φορά με οδύνη την άνυδρη έρημο, αναζητώντας τη χαμένη πηγή της αληθινής αγάπης. Ενώ οι αραιές "παρεμβάσεις" του ώριμου άντρα μοιάζει να απευθύνονται μόνο στον ίδιο, αφού αυτό που αναζητά, πίσω από τις εμμονές, τις απωθήσεις και τις φοβίες του, δεν είναι παρά το δικό του πραγματικό πρόσωπο.

2010: Σμιθ της Βασιλικής Ηλιοπούλου, εκδόσεις Πόλις, 2009.
Είναι "ένα καλοκαιριάτικο μεσημέρι του 1956", στη μετεμφυλιακή Ελλάδα του χωροφύλακα και της εθνικοφροσύνης. Η τακτοποιημένη ζωή του Θωμά, νομοταγούς πλέον υπαλλήλου, αναστατώνεται όταν ξαφνικά εμφανίζεται, απαιτητικό, ένα πρόσωπο από το αποκηρυγμένο του παρελθόν. Τι θα κάνει τώρα που απειλούνται οι εύθραυστες ισορροπίες της οικογενειακής και κοινωνικής του ζωής;

Γύρω του, ο κόσμος της γειτονιάς με τα προβλήματα και τη μιζέρια του. Κάθε σπίτι, πίσω από τις κλειστές πόρτες και τα γερμένα παντζούρια, κρύβει τα δικά του μυστικά, ενώ στους δρόμους και τις αυλές κινείται ένας ατίθασος μικρόκοσμος: παιδιά με θράσος ζωής, σκληρά και τρυφερά, αντιμέτωπα με τα πάθη των μεγάλων, κάνουν όνειρα και νιώθουν το κάλεσμα ενός μεγάλου, μαγικού κόσμου που τα περιμένει.

Σε ατμόσφαιρα προσμονής και έντασης, γαντζωμένοι από τη ζωή, με το σώμα τους να αποζητά με λαχτάρα το άλλο σώμα, οι ήρωες αγωνίζονται να συμβιβάσουν επιθυμίες, ελπίδες και καταναγκασμούς μέσα στα στενά περιθώρια ενός κόσμου ανελέητου. Ζωή και θάνατος, βία και τρυφερότητα, διάχυτος αισθησιασμός και παραλυτικός φόβος, αξεδιάλυτα δεμένα, θα δώσουν αναπάντεχη τροπή στην ιστορία.

Ένα μυθιστόρημα που αναπλάθει με δύναμη την εποχή, με λιτά μέσα, συχνά με τρόπο ειρωνικό, μιλά για τα όρια και την ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων, για τη δύναμη της ερωτικής επιθυμίας, και αναδεικνύει τους συμβιβασμούς και τις μικρές καθημερινές προδοσίες.

Προγονολατρεία ή εξέλιξη;
Αν παρατηρήσουμε το θεματικό άξονα των 5 τελευταίων βραβευθέντων μυθιστορημάτων θα δούμε ότι τα 4 από τα 5 κινούνται στα ιστορικά πλαίσια της μετεμφυλιακής Ελλάδας, των Βαλκανικών πολέμων και της Άλωσης τη Πόλης. Πρόκειται για προγονολατρεία; Για απλή σύμπτωση; Αν κρίνουμε το σύνολο των βραβευθέντων έργων από το 1956 μέχρι σήμερα, μάλλον πρόκειται για εμμονή…

Προσωπική άποψη της γράφουσας είναι ότι αν μία χώρα θέλει να προχωρήσει και να εξελιχτεί πρέπει να μάθει να αφήνει πίσω τις παλιές της πληγές. Η Τουρκοκρατία, οι Εμφύλιοι, η Μικρασιατική καταστροφή έχουν δώσει ότι είχαν να δώσουν λογοτεχνικά στο λαό μας: γνώσεις, συγκίνηση, οργή… Για τα συγκεκριμένα θέματα έχουν γραφτεί εκατοντάδες βιβλία. Τα περισσότερα από τα οποία το αναγνωστικό κοινό τα αγκάλιασε και τα καλοδέχτηκε. Σε μία χώρα όμως όπου το 80% των προτεινόμενων λογοτεχνικών βιβλίων στα σχολεία είναι έργα που κινούνται γύρω από τους προαναφερθέντες θεματικούς άξονες, ο κόσμος πρέπει να μάθει ότι λογοτεχνία δεν είναι μόνο οι πόλεμοι, οι κακουχίες και η ιστορία. Κάτι με το οποίο δεν φαίνεται να ασχολούνται ιδιαιτέρως τα Κρατικά Βραβεία.

Λένα Βλασταρά

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v