Μεγάλωσες με μικρότερα αδέρφια; Θα καταλάβεις…

Το δράμα και τα βάσανα του να είσαι πάντα «ο μεγάλος», ο λιγότερο χαριτωμένος, αυτός που πάντα φταίει για όλα σε μια οικογένεια.
Μεγάλωσες με μικρότερα αδέρφια; Θα καταλάβεις…
Μια φορά κι έναν καιρό, ήσουν ένα μικρό, τρισχαριτωμένο πλασματάκι που οι γονείς του το κοιτούσαν έτσι:



Μετά, η ζωή άλλαξε. Μια νεότερη, μικρότερη, πιο χαριτωμένη εκδοχή της ύπαρξής σου ήρθε και εγκαταστάθηκε στο σπίτι σας. Και τίποτα δεν θα ήταν πια το ίδιο από εκείνη τη στιγμή και πέρα. Αυτό ήταν το δράμα σου, συνοψισμένο σε λίγες λέξεις και άλλες τόσες φωτογραφίες:

Έπαψες ξαφνικά να είσαι γλυκούλι και χαριτωμένο σε οτιδήποτε έκανες.



Γλυκούλι και χαριτωμένο ήταν το αδερφάκι σου. Εσύ ήσουν «μεγάλος/η», «υπεύθυνος/η», και άλλα τέτοια επίθετα που δεν ταίριαζαν καθόλου ούτε με την ηλικία σου ούτε με την ψυχοσύνθεσή σου.

Ακριβώς γι’ αυτό, στα μάτια των γονιών σου, για ό,τι πήγαινε στραβά μεταξύ σας έφταιγες εσύ. Ο άλλος/ η άλλη ήταν «μικροί», εσύ τι δικαιολογία είχες;

Το αδερφάκι σου μπορούσε να την γλιτώσει ακόμα και αν είχε διαπράξει φόνο –μερικές φορές σκεφτόσουν ότι, και σε αυτή την περίπτωση, οι γονείς σου θα έριχναν το φταίξιμο για τον φόνο σ’ εσένα.

Αν είχες ένα ευρώ για κάθε φορά που ξεστόμισες την φράση «είναι άδικο!» μεγαλώνοντας, αυτή τη στιγμή θα ήσουν εκατομμυριούχος.

Μιλώντας για αδικίες: Να έχεις περάσει πέντε χρόνια να κλαις και να παρακαλάς για να σου πάρουν κάτι που θέλεις πάρα πολύ, και όταν επιτέλους το αποφασίζουν, να παίρνουν ακριβώς το ίδιο πράγμα και για το μικρό σου αδερφάκι. Που δεν το ζήτησε ποτέ. Που δεν κέρδισε αυτή τη μάχη. Που δεν το αξίζει.

Η μεγαλύτερη χαρά της ζωής σου ήταν εκείνες οι σπάνιες στιγμές που κατάφερνες να βάλεις το αδερφάκι σου σε μπελάδες.

Όλα σου τα πράγματα ήταν και δικά του/της. Αν τολμούσες όμως να αγγίξεις κάτι δικό του/ της, θα πήγαινε κλαίγοντας κι ουρλιάζοντας στη μαμά να πει ότι το «έκλεψες». Κι εκείνη φυσικά θα έπαιρνε το μέρος του μικρού και θα σου έλεγε να το δώσεις πίσω, γιατί «μικρό παιδί είναι, δεν καταλαβαίνει».

Δεν έχει σημασία αν η διαφορά σας άγγιζε με το ζόρι τους δεκαπέντε μήνες. Όλη η σοφία του κόσμου είχε συσσωρευτεί στο άτομό σου τους μήνες αυτούς πριν έρθει το αδερφάκι σου στη ζωή, και τώρα –και για πάντα– έπρεπε να επιδεικνύεις την υπομονή του Ιώβ, την σοφία του Μάστερ Γιόντα και τις καθοδηγητικές τάσεις του Όσιρι, γιατί, είπαμε, εσύ «είσαι μεγάλος/η».

Αυτό το «είσαι μεγάλος/η» έπεισε κάποια στιγμή κι εσένα, σε σημείο που δεν θυμάσαι ποτέ να θεωρείς τον εαυτό σου μικρό για οτιδήποτε.

Όταν μπήκες επιτέλους στην εφηβεία, και μπορούσες να βγαίνεις μόνος/η, σε υποχρέωναν να σέρνεις και το μικρό μαζί. Το μικρό που βαριόταν/ «μισούσε»/ κορόιδευε/ περιέγραφε μετά στη μαμά και στον μπαμπά όλες σου τις παρέες και όλα τα βλέμματα που αντάλλασσες με άτομα του άλλου φύλου.

Για πιο κατακριτέα πράγματα –αλκοόλ ας πούμε– δεχόταν δωροδοκίες για να μην ανοίξει το στόμα του. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κράταγε πάντα τον λόγο του –μερικές φορές άφηνε πράγματα να του «ξεφύγουν», δημιουργώντας σου την έντονη παρόρμηση να τον σκοτώσεις.

Όταν τελικά όλα αυτά πέρασαν, και οι δυο σας ενηλικιωθήκατε, το είχες πάρει πια απόφαση ότι δεν είναι και τόσο άσχημο να έχεις κάποιον να σε θεωρεί κουλ/ σπουδαίο/ πρότυπο/ πρωτοπόρο σε ό,τι κάνει. Και, ακόμα κι αν είστε από τα αδέρφια εκείνα που δεν το παραδέχονται ποτέ μεγαλοφώνως, το ξέρετε κι οι δύο ότι στο βάθος αγαπιέστε.

Πηγή: Buzzfeed

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v