Η ζωή μετά την σύνταξη

Έχοντας πλέον ολοκληρώσει την επαγγελματική τους «θητεία», τρεις νέοι συνταξιούχοι μιλούν στο In2life για την ζωή τους μετά την δουλειά. Πώς περνούν τον χρόνο τους, πόσο ικανοποιημένοι είναι από την ζωή τους και ποια είναι τα όνειρά τους για το μέλλον;
Η ζωή μετά την σύνταξη
των Έλενας Μπούλια, Νικόλα Γεωργιακώδη
φωτογραφίες: Μαιρηλία Καλαϊτζίδου


Για τους σημερινούς νέους εργαζόμενους η συνταξιοδότηση μοιάζει με όνειρο μακρινό. Για τους μέλλοντες συνταξιούχους, όμως, η επόμενη μέρα μπορεί να φοβίζει. Μιλήσαμε, με τρεις κυρίους που διανύουν τώρα την έβδομη δεκαετία της ζωής τους και που πριν λίγο καιρό σταμάτησαν να εργάζονται. Τους ρωτήσαμε αν ανυπομονούσαν να συνταξιοδοτηθούν, πώς περνούν τον άπειρο ελεύθερο χρόνο τους και τι όνειρα κάνουν για το μέλλον. Στις απαντήσεις τους διακρίναμε γκρίνιες, παράπονα αλλά και ισχυρές δόσεις αισιοδοξίας που μας έκαναν να αναρωτηθούμε κατά πόσο, τελικά, είναι δυσάρεστο να είναι κανείς συνταξιούχος σήμερα;

Νίκος Μπράβος, 64 ετών
Παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών
Πρώην ιδιοκτήτης βιβλιοπωλείου – νυν συνταξιούχος ΙΚΑ και… συγγραφέας
«Περνάω την πιο ευχάριστη περίοδο στην ζωή μου»

Βρεθήκαμε στο σπίτι του κ. Μπράβου ένα ηλιόλουστο πρωινό και εξίσου ηλιόλουστη ήταν η διάθεσή του. Η γυναίκα του έσπευσε να μας ετοιμάσει καφέ, ενώ ο ίδιος μας οδηγούσε στο «γραφείο» του: Ένα μικρό παιδικό δωμάτιο με τον υπολογιστή σε περίοπτη θέση και με ό,τι αγαπά να τον περιβάλλει: φωτογραφίες των παιδιών του, αναμνηστικά σουβενίρ από τα ταξίδια του και κάποιες σπάνιες, αντίκες οι περισσότερες, φωτογραφικές μηχανές, οι οποίες αποτελούν ένα βασικό του χόμπι. Μεγάλη του αγάπη, ωστόσο, είναι το γράψιμο –ο κ. Μπράβος έχει ήδη εκδώσει το βιβλίο Didi, από τις εκδόσεις Καστανιώτη

Χαμογελαστός και ήρεμος μας λέει ότι βγήκε σε -αναπηρική, λόγω προβλημάτων καρδιάς- σύνταξη πριν από τέσσερα χρόνια. Ήθελε πολύ να έρθει εκείνη η μέρα, καθώς είχε κουραστεί από το άγχος και τα ωράρια της δουλειάς, και το μόνο που τον απασχολούσε ήταν το πότε -καθώς οι συντάξεις μπορεί να κάνουν και έναν χρόνο για να βγουν- και το πόσο –καθώς δεν ήταν σίγουρος για το κατά πόσο θα εγκρινόταν το ποσό της αναπηρικής και σε πόσα χρήματα θα αντιστοιχούσε αυτό.

«Μόλις βγήκα στην σύνταξη συνέχισα πιο εντατικά να γράφω. Παράλληλα ασχολήθηκα και με άλλα πράγματα, όπως φωτογραφία και λίγο κιθάρα.» Επιμένω στο γράψιμο ρωτώντας τον αν ετοιμάζει κάποιο ακόμα βιβλίο και τι θέμα θα έχει αυτό. «Ετοιμάζω τώρα ένα σχετικά με τους συμμαθητές μου, δηλαδή την τάξη του ’64, όταν βγήκαμε από το 5ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών.» Στο σημείο αυτό μας εξηγεί ότι διατηρεί ακόμα πολύ στενές επαφές με τους συμμαθητές του από εκείνα τα χρόνια, κάτι που του δημιουργεί τις απαραίτητες συγγραφικές εικόνες και μνήμες.

Πώς είναι, άραγε, η ζωή στο σπίτι για έναν άνθρωπο που είχε συνηθίσει να δουλεύει όλη την ημέρα; «Κάνουμε πάρα πολλά πράγματα παρέα με την γυναίκα μου. Ασχολούμαστε πολύ με το μαγείρεμα, ταξιδεύουμε και κάνουμε εκδρομές όσο πιο συχνά μπορούμε. Όσο για τις δικές μου ασχολίες, πραγματικά δεν τις προλαβαίνω: φωτογραφία, γράψιμο… Φέτος θα ξεκινήσω και κάποια μαθήματα φωτογραφίας στον Δήμο Μελισσίων. Βλέπω πολύ συχνά τους φίλους μου, τα παιδιά μου που έρχονται συχνά από εδώ –κάθε Κυριακή τρώμε μαζί…» Μία ιδιαίτερα ευχάριστη περίοδος στην ζωή του, λοιπόν. Και κυρίως με μία σύντροφο που ταιριάζει, επικοινωνεί και διασκεδάζει όσο λίγα ζευγάρια σήμερα.

Οικονομικά, όμως, τα καταφέρνει; «Η σύνταξη η δική μου δεν είναι μεγάλη, γιατί είχα μόνο είκοσι τέσσερα εργάσιμα χρόνια, αλλά όταν ζουν μαζί δύο άτομα με σχετικά καλές συντάξεις [η γυναίκα του εργαζόταν στην Τράπεζα της Ελλάδος] και έχουν δικό τους σπίτι, δεν πρέπει να έχουν πρόβλημα. Είμαστε καλά.» Δράττομαι της ευκαιρίας να τον ρωτήσω πώς πιστεύει ότι θα είναι τα παιδιά του στην ηλικία του. Συζητούν για την δική τους συνταξιοδότηση; Αγχώνονται με όλα αυτά που ακούγονται για αύξηση των ορίων και μείωση των συντάξεων; «Αυτό δεν το συζητάμε καθόλου. Ανέκαθεν στην οικογένειά μας αφήναμε τέτοια πράγματα. Διατηρούμε μία αισιοδοξία ότι όλα θα πάνε καλά, αλλά δεν συζητάμε τα δυσάρεστα. Μένουμε σε αυτά που συμβαίνουν τώρα. Αν είναι ευχαριστημένα τα παιδιά με την δουλειά τους κ.λ.π.».

Δεν θα άλλαζε, λοιπόν, κάτι στα κοινωνικο-πολιτικά πράγματα όσον αφορά τους συνταξιούχους σήμερα; «Το πιο βασικό είναι να υπάρχει η εξασφάλιση μιας βασικής, minimum σύνταξης, για να μπορεί κανείς να επιβιώσει. Δηλαδή, τα 600 ευρώ δεν είναι σε καμία περίπτωση μία σύνταξη με την οποία μπορεί να επιβιώσει κανείς, ειδικά αν είναι μόνος του, αν έχει νοίκι κ.λ.π. Και φυσικά το θέμα της υγείας, να έχουν οι συνταξιούχοι κάποια περίθαλψη. Πρέπει να βελτιωθούν αυτά τα πράγματα. Εγώ είμαι στο ΙΚΑ και βλέπω τι γίνεται εκεί, με τις καθυστερήσεις κ.λ.π.»

Παρ’όλα αυτά, με την αισιοδοξία και το χαμόγελο να τον κατακλύζει, ο κ. Μπράβος δεν θα μπορούσε να μην κάνει πλάνα για το μέλλον. «Θέλουμε να κάνουμε κάποια ταξίδια ακόμα, θέλουμε να πάμε στο Παρίσι, για παράδειγμα. Και φυσικά θέλω να συνεχίσω να γράφω και να ασχολούμαι με την φωτογραφία.»

Γιώργος Αντωνακόπουλος, 67 ετών
Παντρεμένος και πατέρας δύο παιδιών
Πρώην Αρχηγός ΓΕΕΘΑ – νυν συνταξιούχος δημοσίου και… κηπουρός
«Δεν άνηκα στην κατηγορία αυτών που ανυπομονούσαν να βγουν σε σύνταξη»

Επισκεφθήκαμε τον κύριο Αντωνακόπουλο στο σπίτι του στην Διώνη Πικερμίου. Φιλικός, καλοδιάθετος και προσιτός, δεν θύμιζε σε τίποτα το στερεότυπο του αυστηρού Αρχηγού ΓΕΕΘΑ. Καθίσαμε στο σαλόνι και αρχίσαμε την κουβέντα μας για την ζωή του τέσσερα χρόνια μετά την συνταξιοδότηση.

«Δεν ανήκα στην κατηγορία αυτών που ανυπομονούσαν να βγουν σε σύνταξη» μας λέει, «ο τρόπος και οι συνθήκες κάτω από τις οποίες εργαζόμουν αποτέλεσαν μια συνήθεια σαράντα δύο χρόνων και, κατέχοντας το ανώτατο αξίωμα, ήθελα να παραμείνω όσο το δυνατόν περισσότερο» και συμπληρώνει «Πιστεύω ότι είχα την δυνατότητα με την εμπειρία που είχα αποκομίσει να προσφέρω πολλά ακόμα στους επιγενόμενους. Νομικά βέβαια, αυτό δεν μπορούσε να γίνει και δεν το διεκδίκησα κιόλας».

Σχετικά με την προσαρμογή του, έπειτα από τέσσερις δεκαετίες συνεχούς δουλειάς, στην ζωή ενός συνταξιούχου, παραδέχεται ότι υπήρχαν δυσκολίες. «Η προσαρμογή μου ήταν λιγάκι δύσκολη, μετά από σαράντα περίπου χρόνια δραστηριότητας, όπου καθημερινά ξυπνούσα το πρωί, πήγαινα στο γραφείο και γυρνούσα σπίτι το βράδυ. Τώρα θα σηκωθώ, θα διαβάσω την εφημερίδα μου, θα βγω με την παρέα μου, θα πάμε όπου θέλουμε χωρίς κάποιο συγκεκριμένο πρόγραμμα. Θέατρο, κινηματογράφο, σε καμιά ταβέρνα. Και έτσι γεμίζει πλέον ο χρόνος».

Επίσης, δεν είναι λίγες οι φορές που το επάγγελμά του «εμφανίζεται» στην καθημερινότητα. «Με καλούν αρκετές φορές σε διαλέξεις, έτσι ώστε να μεταφέρω την εμπειρία μου και στους νεώτερους», μας λέει. «Υπάρχουν όμως και κάποιες μέρες που δεν έχεις κάτι να κάνεις, οπότε ευτυχώς έχω τον κήπο και ασχολούμαι με αυτόν». Πράγματι, στον πλούσιο κήπο του κ. Αντωνακόπουλου υπάρχουν κουνουπίδια, μπρόκολα, μαρούλια και κάθε λογής... ζαρζαβατικά, προσεκτικά τοποθετημένα σε σειρές.

Ρωτήσαμε τον κ. Αντωνακόπουλο για τυχόν «κακές» συνήθειες που του έχουν μείνει από την θέση του Αρχηγού ΓΕΕΘΑ, αλλά και τις νέες που έχει αποκτήσει. «Προσπαθώ να αποβάλλω την συνήθεια του αυστηρού προγράμματος στην ζωή μου, την οριοθέτηση και τον προγραμματισμό όλων των δραστηριοτήτων μου και να αποκτήσω άλλες συνήθειες, κάποια χόμπι που είχα ενδόμυχα, όπως το περπάτημα, οι εκδρομές και το διάβασμα», μας λέει. Η σύζυγός του είναι και αυτή συνταξιούχος, οπότε περνούν αρκετές ώρες μαζί στο σπίτι, ενώ οι δύο του κόρες εργάζονται και γυρνούν αργά το βράδυ.

Η αγάπη του για την θέση που υπηρέτησε γίνεται εμφανής και στην συνέχεια, όταν τον ρωτάμε αν έχει μετανιώσει για την επαγγελματική του επιλογή. «Δεν θα άλλαζα κάτι στην επαγγελματική μου δραστηριότητα. Μου άρεσε, ήταν δική μου επιλογή και μπορεί να πέρασα δύσκολες στιγμές, αλλά υπήρχαν και πολύ ευχάριστες στιγμές και αυτό είναι που μένει. Αυτό σηματοδοτεί σήμερα την ζωή μου και αυτές τις αναμνήσεις θυμάμαι» και συνεχίζει: «Δυσκολίες υπήρχαν αρκετές και ηθικές και σωματικές, όμως απόλαυσα ορισμένες καλές περιόδους τις οποίες δύσκολα μπορείς να απαρνηθείς. Η ηθική προσφορά του επαγγέλματός μου ήταν κάτι το ξεχωριστό και για αυτό δεν θα άλλαζα τίποτα».

Από την άλλη η οικονομική ενίσχυση από το κράτος δεν τον ικανοποιεί. «Δεν μένω ευχαριστημένος από την σύνταξή μου. Πιστεύω ότι το αξίωμά μου είναι ένας θεσμός που αν και αναγνωρίζεται από την ελληνική κοινωνία, παρόλα αυτά δεν έχει την οικονομική διάκριση που του αρμόζει. Δυστυχώς.»

Οι συμβουλές του προς τους νέους είναι, ωστόσο, αισιόδοξες: «Να εργάζονται χωρίς να προσκολλούνται στο θέμα της σύνταξης, να προσπαθούν να αποκτούν προσόντα και εφόδια, ώστε να καταξιωθούν στον χώρο που εργάζονται. Αν το καταφέρουν αυτό, τότε η καριέρα τους θα έχει ανοδική πορεία. Η σύνταξη θα έρθει ούτως ή άλλως και θα είναι ικανοποιητική, αρκεί να δραστηριοποιηθούν με βάση τα προσόντα, την εργατικότητα, το ήθος και τον χαρακτήρα τους» και καταλήγει ελπίζοντας ότι τα πράγματα όσον αφορά τον συνταξιοδοτικό τομέα θα καλυτερεύσουν στο μέλλον.

Άγγελος Σκούρτης, ετών… απροσδιορίστων
Εργένης
Εικαστικός, πρώην καθηγητής καλλιτεχνικών – νυν συνταξιούχος δημοσίου και… καλλιτέχνης
«Θα ήταν τραγικό εγώ να συνεχίσω να δουλεύω, ενώ υπάρχουν άνεργα παιδιά»

Η καλλιτεχνική φύση του κ. Σκούρτη ήταν αυτή που μας ώθησε στο να βρεθούμε για καφέ στο Θησείο, στην αγαπημένη του γειτονιά. Ζωγράφος είναι το πραγματικό «επάγγελμά» του, αλλά η -λιτή κατά τα άλλα ζωή του- απαιτούσε και μία περισσότερο βιοποριστική εργασία, οπότε η διδασκαλία καλλιτεχνικών σε δημόσιο σχολείο της Καισαριανής τον «βόλεψε» ιδανικά, προσφέροντάς του όχι μόνο χρόνο και χρήμα αλλά και πολύτιμη -ως έμπνευση στην δημιουργικότητά του- επαφή με τα παιδιά. Από αυτά που μας είπε, μάλιστα, συμπεράναμε ότι κάθε μαθητής θα ήθελε να έχει δάσκαλο τον κ. Σκούρτη.

Μόλις τέσσερις μήνες σε σύνταξη, ο κ. Σκούρτης μας εξηγεί ότι προτίμησε να εργαστεί σε δημόσιο σχολείο, λόγω των κακών συνθηκών εργασίας που επικρατούσαν, όταν ξεκίνησε, στα ιδιωτικά. «Πέρασα πάρα πολύ καλά ως καθηγητής, αν και το να δουλεύεις τόσα χρόνια με τους εφήβους είναι από μια μεριά εφιαλτικό, καθώς η εφηβεία είναι η πιο δύσκολη εποχή από την οποία περνά ένας άνθρωπος. Ερχόμουν, δηλαδή, σε επαφή με παιδιά, τα οποία είχαν τεράστια ψυχολογικά προβλήματα που τους φόρτωναν οι γονείς τους.» Απολογιστικά, ωστόσο, διευκρινίζει ο κ. Σκούρτης, η επαγγελματική του καριέρα ήταν ακριβώς όπως ήθελε να είναι: «Ήταν από τα καλύτερα πράγματα που μου συνέβησαν. Σε αυτό ήμουν τυχερός.»

Ήθελε, λοιπόν, να βγει σε σύνταξη ή όχι; Πώς ένιωθε όταν πλησίαζε ο καιρός; «Άκου τι συμβαίνει με τους ανθρώπους: Όταν ακόμα δουλεύουν ανυπομονούν να πάρουν σύνταξη. Όμως όταν αυτή η στιγμή πλησιάζει παθαίνουν έναν πανικό, νιώθουν ότι η ίδια η ζωή τους αποβάλλει. Και τότε κοιτούν πώς θα καθυστερήσουν την σύνταξη, πώς θα μείνουν λίγο καιρό ακόμα στην δουλειά, μήπως πάρουν 20 ευρώ παραπάνω στην σύνταξη κ.λ.π. Εγώ πιστεύω πως όλα αυτά είναι μία δικαιολογία για να μη νιώσουν οι άνθρωποι ότι φεύγουν από την λεγόμενη -άθλια λέξη- παραγωγή. Λες και είμαστε μηχανήματα που πρέπει να παράγουμε ασταμάτητα. Εγώ αποφάσισα ότι δε μπορώ να κάνω στην ζωή μου αυτό το πράγμα.» Ανυπομονούσε, δηλαδή, να συνταξιοδοτηθεί; «Εγώ βολεύομαι να ζω με παραμύθια» απαντά και εξηγεί «Μπορούσα, αν ήθελα, να συνεχίσω να εργάζομαι για άλλα τέσσερα χρόνια. Είπα όμως μέσα μου: Άγγελε, εσύ ό,τι είχες να δώσεις το έδωσες. Το να περιμένεις ακόμα 300 ή 400 ευρώ είναι αθλιότητα. Από την άλλη μεριά, την θέση την δικιά σου θα την πάρει ένα νέο παιδί. Ήταν τραγικό, λοιπόν, εγώ να κάθομαι για να πάρω λίγο μεγαλύτερη σύνταξη, ενώ υπάρχουν παιδιά που δεν έχουν δουλειά.»

Ενθυμούμενος την εποχή που ακόμα εργαζόταν, ο κ. Σκούρτης μας λέει ότι πάντα ένιωθε ότι έχει πολύ χρόνο μέσα στην ημέρα. Επιστρέφοντας, λοιπόν, στο σπίτι μετά την δουλειά πάντα ζωγράφιζε ή οργάνωνε projects και εκθέσεις, «παρόλο που το όνειρό μου από παιδί ήταν στην ζωή μου να μην κάνω τίποτα!», λέει γελώντας. Τώρα που ο χρόνος του είναι απεριόριστος; «Χαρακτηριστική είναι η πρώτη μέρα που σταμάτησα να δουλεύω. Πήγα στην θάλασσα, λοιπόν, στην Βουλιαγμένη και εκεί ήταν κάποιες κυρίες, συνταξιούχες, οπότε, από συνήθεια, γυρνάω και λέω στην φίλη μου που ήταν μαζί: Κοίταξε όλες αυτές που μασάνε, ξεκοκαλίζουνε, το δημόσιο. Και μου απαντά: Μην μιλάς γιατί και εσύ συνταξιούχος είσαι τώρα!». Τις πρώτες ημέρες αποφάσισε ότι δεν θα κάνει τίποτα. Βρέθηκε σε μία κατάσταση τέλειας καταστολής, η οποία του φάνηκε ευχάριστη. Μετά άρχισε πάλι να ζωγραφίζει. Δεν τον ενδιέφερε, ωστόσο, να βρει μια άλλη δουλειά.

Συζητάμε για την οικονομική του κατάσταση σήμερα και μας λέει «νομίζω ότι με τα λεφτά που παίρνει ένας μέσος συνταξιούχος σήμερα -δεν αναφέρομαι φυσικά σε ανθρώπους που φυτοζωούν, θα ήταν ύβρις να μιλάω γι’αυτούς τους ανθρώπους-, αλλά με μία μεσαία σύνταξη, μπορεί κανείς να ζήσει άνετα.» Μου μοιάζει πρωτόγνωρη η ολιγάρκειά του, οπότε μου διευκρινίζει «κάπου έχουμε χάσει το μέτρο με τα χρήματα –και σαν κοινωνία, και σαν οικογένεια και σαν άνθρωποι. Άνθρωποι φτωχοί συμπεριφέρονται σα να είναι πλούσιοι. Αναρωτιέμαι, για παράδειγμα, σε ποιους απευθύνονται όλα αυτά τα περιοδικά της μόδας, με τις πανάκριβες διαφημίσεις. Είναι τόσο δύσκολο να ξέρει κανείς τι χρειάζεται και τι όχι;»

Τι σκέφτεται για το μέλλον; Τι θα ήθελε να κάνει; «Τίποτα!» μου απαντά με σιγουριά. Ούτε κάποια έκθεση, κάποιο project; «Ε, αυτά γίνονται. Κάνω κάθε δύο χρόνια κάποια ατομική έκθεση, συγχρόνως παίρνω μέρος σε κάποιες ομαδικές. Παράλληλα τώρα μπορώ να κάνω ταξίδια, πήγα πρόσφατα στην Αίγυπτο, στην Συρία…» και επιστρέφει στα χρήματα λέγοντας ότι δεν χρειάζονται πια τόσα πολλά. «Γιατί το λέω αυτό; Πολλοί όταν βγαίνουν σε σύνταξη τους πιάνει μια μιζέρια. Είναι ο φόβος του θανάτου, η έλλειψη ενδιαφερόντων τόσα χρόνια; Όλα αυτά σε κάνουν να νιώθεις μικροαστός και τότε είναι που έρχεται το -αντίστοιχο των νιάτων 'ξοδεύω άρα υπάρχω'- 'μαζεύω άρα υπάρχω'».

Χειμαρρώδης, συχνά προκλητικός αλλά με σκέψεις και ιδέες να πλημμυρίζουν ακατάπαυστα το μυαλό και τον λόγο του, ο κ. Σκούρτης, αφού μας μιλά για την τέχνη και τα έργα του, καταλήγει τονίζοντας, όχι τι πρέπει να κάνουν οι κυβερνήσεις για τους συνταξιούχους σήμερα, αλλά τι πρέπει να κάνουν για τα παιδιά: «Το κράτος πρέπει να δώσει λεφτά στα νέα παιδιά. Οι συνταξιούχοι, με ένα μέσο εισόδημα επαναλαμβάνω, τι να τα κάνουν τα λεφτά; Να κάνουν επίδειξη χρημάτων στους συγγενείς και στους φίλους; Τα παιδιά χρειάζονται έναν αξιοπρεπή μισθό, να μπορούν να κάνουν την ζωή τους.»
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v