Με εφόδια το δυνατό κείμενο της Έλλης Παπαδημητρίου και τις εξαιρετικές ερμηνείες των πρωταγωνιστριών του, ο Θεοδωρόπουλος σκηνοθετεί μια ενδιαφέρουσα παράσταση.
Παλαιότερο των 360 ημερών
της Ιωάννας Κλεφτόγιαννη
Την πρώτη παράσταση του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου πάνω στον «Κοινό Λόγο» δεν την έχω δει. Συγκρίσεις, ως εκ τούτου, με την μετά από 16 χρόνια συνάντησή του με το συγκλονιστικό κείμενο-ντοκουμέντο της Έλλης Παπαδημητρίου δεν μπορώ να κάνω. Η πρώτη παράσταση έζησε σε ένα φυσικό εξωτερικό χώρο με πηγάδι, που θύμιζε τις αυλές των χαμόσπιτων στις συνοικίες των προσφύγων, εκεί όπου οι Μικρασιάτισσες μαζεύονταν, και μακριά από τα μάτια των ανδρών αλληλοπειράζονταν, χόρευαν, τραγουδούσαν κι εξομολογούνταν.
Μια σύμβαση που επέλεξε ο σκηνοθέτης στην πρώτη θεατροποίηση του τρίτομου έργου και επανέλαβε φέτος (αρχικά για το φεστιβάλ Αθηνών), ξανά αποκλείοντας τις ανδρικές αφηγήσεις, με μια τεράστια μετακίνηση. Το ρεαλιστικό κέλυφος του 1997 σήμερα έγινε ένα μινιμαλιστικό μνημείο από φωτογραφίες προσφύγων. Ασπρόμαυρες, φθαρμένες στέκουν σαν τις εικόνες των αγίων βουβές και παρακολουθούν τις αφηγήσεις ανθρώπινων δραμάτων και τραγωδιών από το ‘22 –και νωρίτερα– έως τη δεκαετία του 50. Εκεί οι ηρωίδες, γυναίκες που συνέθλιψε η Ιστορία, ανάβουν καντήλια. Τέσσερις λευκοί πάγκοι συνθέτουν όλο κι όλο το υπόλοιπο σκηνικό –αλλάζουν οι συνθέσεις τους μόνο (η σκηνογραφία του Αντώνη Δαγκλίδη).
Η παράσταση διαθέτει το τεράστιο, ανίκητο αβαντάζ του συνταρακτικού ως αυθεντική ιστορική μαρτυρία και πυκνού σε συναίσθημα κειμένου της Παπαδημητρίου, με μια γλώσσα γεμάτη χυμούς και παλμό, την οποία υπηρετούν σαν βιρτουόζοι σολίστες, πολύχορδες πέντε ηθοποιοί. Η Έλλη Κοκκίδου συνεχίζει την επιτυχία της Γυναίκας της Πάτρας του Χρονά. Πραγματοποιεί ένα ρεσιτάλ ερμηνείας, αυτοελεγχόμενα πληθωρική. Η Λυδία Κονιόρδου, στο δρόμο που ακολουθεί τελευταία, μακριά από το πεδίο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας, τραγουδά (καταπληκτικά), χορεύει και θρηνεί χωρίς αλαλαγμούς, με μέτρο, τη δύστηνη μοίρα της. Ερμηνεία με εσωτερικό βάθος κάνει η καρατερίστα Ελένη Ουζουνίδου. Καίρια, με σκηνικό τσαγανό και η Μαρία Κατσανδρή –η μοναδική από τη διανομή του 1997. Τραχιά, λιγότερο επεξεργασμένη από τις υπόλοιπες, η νεαρότερη Τάνια Παλαιολόγου.
Από την εκκίνηση της παράστασης, με το τραγούδι «Σου ’φερα σκουλαρίκι, το μονό, θέλει κοπάνισμα το κουμπάκι. Ώσπου να πιάσει, καλέ, και το δικό μου με παίδεψε», απ’ τους ειρηνικούς, ανυποψίαστους ακόμη για τον επερχόμενο διωγμό, καιρούς μέχρι το «Αχ, γιόκα μου, εσύ ‘σαι: ο λιόντας, ο πεύκος μου, και σε βαστώ σ’ ένα δεματάκι, οχ, στην αμασκάλη», περνώντας ξεριζωμούς, πολέμους και εμφυλίους, οι θεατές μαζί με τις πέντε ερμηνεύτριες θρηνούν πολλές φορές τα θύματα της Ιστορίας μας.
Θα μπορούσε η σκηνοθεσία να έχει δουλέψει περισσότερο την κίνηση, τα συμπλέγματα μεταξύ των γυναικών, τη χορογραφία μέσα στο χώρο –κουτί. Υιοθετήθηκε μια κατά βάση μετωπική στάση, με ιντερμέτζα μουσικά, που σπάνε την γενικότερη στατικότητα. Το κέρδος του «Κοινού Λόγου» παραμένει το κείμενο –μακάρι να «χωρούσε » κι άλλο από το χειμαρρώδες, λαγαρό, προφορικό ντοκουμέντο– και οι ερμηνείες των ηθοποιών. Η σύμπραξή τους παράγει αληθινό θέατρο.