Εθνικό Θέατρο: Ο Έμπορος μετακομίζει στο σημερινό Λας Βέγκας

Ένα "δύσκολο" σαιξπηρικό έργο, μια τολμηρή μεταφορά του στη σύγχρονη εποχή, μια πρωτοποριακή παράσταση και μερικοί σπουδαίοι ηθοποιοί που άλλοτε δικαιώνουν τη φήμη τους και άλλοτε όχι είναι τα βασικά στοιχεία μιας από τις πλέον αμφιλεγόμενες παραγωγές της φετινής σαιζόν.
Εθνικό Θέατρο: Ο Έμπορος μετακομίζει στο σημερινό Λας Βέγκας
της Κατερίνας Σφοντούρη

Δυο λόγια για την υπόθεση: Ο έμπορος της Βενετίας του 16ου αιώνα μεταφέρεται στην μητρόπολη του χρήματος και του τζόγου, στο Λας Βέγκας. Πρόκειται για μια διασκευή του σαιξπηρικού θεατρικού έργου από τον Μαρκ Φον Χέννινγκ, από το οποίο όμως διαφοροποιείται αρκετά. Ο Αντόνιο, γνωστός έμπορος επιχειρηματίας και ο στενός του φίλος, Μπασσάνιο, θα μπλέξουν σε ένα άσχημο παιχνίδι τζόγου για χάρη μια όμορφης γυναίκας, της Πόρσια. Ο Σάυλοκ, Εβραίος σύγχρονος τοκογλύφος τραπεζίτης και εχθρός του Αντόνιο, θα τους δανείσει χρήματα, με το αζημίωτο βέβαια. Εάν δεν καταφέρει ο Αντόνιο να τηρήσει τη συμφωνία-συμβόλαιο τότε ένα κομμάτι αληθινής σάρκας θα αφαιρεθεί από τον Αντόνιο, προς ηθική ικανοποίηση του Σάυλοκ. Ο κύριος Καζίνο-πατέρας της Πόρσια, η Τζέσσικα-κόρη του Σάυλοκ- ο Λορέντζο-αγαπημένος της Τζέσσικα- η Μαίρη και ο Τζίμμυ Γκόμπο ζουν δίπλα στους δύο αντιπάλους και μεταφέρουν την σαπίλα που υπάρχει κάτω από τα φωτεινά λαμπιόνια του Λας Βέγκας.

Η παράσταση: Γνωστός ήδη σε μια μεγάλη μερίδα του ελληνικού θεατρόφιλου κοινού από την παράσταση «Η κουζίνα του Κυανοπώγωνα» στο θέατρο Αμόρε, ο γερμανικής καταγωγής, Μαρκ Φον Χέννινγκ, επανέρχεται, αυτή τη φορά στο Εθνικό Θέατρο, για να προκαλέσει το κοινό, με την σύγχρονη εκδοχή του σαιξπηρικού έργου.

Το κοινό της πρώτης σκηνής της χώρας μας δεν είναι συνηθισμένο σε παραστάσεις πρωτοποριακές σαν αυτές του θεάτρου Αμόρε, του οποίου ο πρώην διευθυντής Γιάννης Χουβαρδάς, πλέον διευθύνει το Εθνικό Θέατρο. Γι’αυτόν τον λόγο, μπορεί να παραξενευτεί και να αντιδράσει αρνητικά στο ανέβασμα μιας ιδιαίτερης παράστασης-διασκευής του «Εμπόρου της Βενετίας». Ίσως σε κάποια σημεία να μην έχει άδικο βέβαια.

Η σκηνή του θεάτρου Κοτοπούλη είναι μινιμαλιστική. Κόκκινο χαλί, πόρτες λευκές δεξιά και αριστερά που συνεχώς ανοιγοκλείνουν και ένα τεράστιο videowall. Το σκηνικό του Χέρμπερτ Μουράουερ συμπληρώνουν οι λευκοί -με λάμπες φθορίου- φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου, που ανάλογα μεταβάλλονται σε κόκκινους ή πράσινους. Η ατμόσφαιρα που δημιουργείται είναι ψυχρή και οι ήρωες μοιάζουν να χάνονται, να μην αισθάνονται την έννοια του χρόνου. Αυτό είναι το σημερινό Λας Βέγκας. Μια πόλη χτισμένη πάνω στην άμμο, που την κυβερνά ο τζόγος.

Ο Μαρκ Φον Χέννινγκ παίρνει το κείμενο του Σαίξπηρ, κρατά την βασική ιστορία και εισάγει πλήθος νέων στοιχείων. Η χρήση της κάμερας, η ιαπωνική και γερμανική αμφίεση των μνηστήρων αλλά και το φινάλε όπου ο Σάυλοκ, ως Ες-Ες δεν αφήνει κανέναν όρθιο, «χτίζουν» μια παράσταση όπου άλλοτε αρέσει και άλλοτε προβληματίζει. Ο συγγραφέας και σκηνοθέτης θέλει να δείξει την τρομερή ομοιότητα ζωής και τζόγου. Όλα είναι ένα παιχνίδι τύχης, κι οι ήρωες καλούνται να ρισκάρουν. Θα χάσουν ή θα κερδίσουν; Κι αν κερδίσουν, θα είναι ευτυχισμένοι;

Έχοντας στην διάθεσή του ένα σύνολο εξαιρετικά ταλαντούχων ηθοποιών, διαφόρων γενεών, ο Φον Χέννινγκ τους βάζει να σηκώσουν στους ώμους τους το βάρος ενός κειμένου ιδιότροπου. Το αποτέλεσμα σε καμία περίπτωση δεν είναι άρτιο. Μπορεί ο κάθε ηθοποιός να καταθέτει τη δική του άποψη πάνω στον «Έμπορο του Λας Βέγκας», όμως υπάρχουν στιγμές που δε δένουν καλά μεταξύ τους. Ο Δημήτρης Λιγνάδης, στον ρόλο του φιλοχρήματου Αντόνιο -με λευκό κοστούμι και γυαλιά πορτοκαλί, ιδέα του Χέρμπερτ Μουράουερ- παραπαίει λέγοντας «Ποτέ δεν άκουσα την καρδιά μου, όργανο υπεύθυνο για την αξιοπρέπεια». Εγκλωβισμένος στα χρήματά του και στη θρησκεία του, που τον κάνει να διαφέρει από τον εχθρό Σάυλοκ, υποστηρίζει τον ρόλο του Αντόνιο με αξιοπρέπεια.

Στον αντίποδα, ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, ηθοποιός κλάσης, δίνει την αίσθηση ότι βρίσκεται «έξω από τα νερά του». Ως Σάυλοκ, προκαλεί ακόμη και το γέλιο του κοινού όταν στο φινάλε εμφανίζεται με περιβολή Ες-Ες. Αλλά και όταν ο Αντόνιο τον πνίγει αργά και βασανιστικά, εκείνος αναφωνεί «αυτό μοιάζει με σεξ». Ο ρόλος δεν φαίνεται να ταιριάζει στον ώριμο Α. Μυλωνά κι έτσι δεν αποδίδεται καλά.

Στον ρόλο του νεαρού τζογαδόρου Μπασσιάνο, βρίσκεται ο βραβευμένος Γιάννος Περλέγκας. Η ερμηνεία του είναι δυνατή και η εκφορά του σωστή. Η Μαρία Σκουλά, εξίσου σημαντική ηθοποιός μας, ως Πόρσια που κυλιέται στο χρήμα, δηλώνει την δυναμικότητά της. Μοιάζει, όμως, υπερβολική όταν μεταμφιέζεται σε άνδρα για να σώσει τον Μπασσιάνο και τον Αντόνιο.

Αποκάλυψη αποτελεί ο ρόλος του κυρίου Καζίνο από τον Γεννάδιο Πάτση. Κατέχοντας το στυλ του Αμερικάνου επιχειρηματία, δηλώνει την άνεσή του απέναντι σε οποιαδήποτε πρόκληση ή πρόσκληση. Το χρήμα «ανεβάζει» τον κύριο Καζίνο ακόμη υψηλότερα ενώ γνωρίζει ότι όλοι παγιδεύονται σε αυτό.

Το δίδυμο πόρνης μάνας και του τρελλού γιου της (Φωτεινή Μπαξεβάνη και Βαγγέλης Χατζηνικολάου) προσφέρει σε ορισμένες στιγμές περισσότερες λεπτομέρειες για τις δραστηριότητες των ανθρώπων του Λας Βέγκας, εισάγοντάς μας καλύτερα στη θεωρία του τζόγου.

Ο εγγαστρίμυθος Κύριος Ναι και Κύριος Όχι, υποστηρίζεται από τον Γιώργο Οικονόμου εξαιρετικά, όμως δείχνει αταίριαστος, ορισμένες φορές, με την πλοκή. Αντίθετα, η μουσική που συνέθεσε και παίζει ζωντανά, μπροστά από τη σκηνή, ο Νίκος Πλάτανος, προσθέτει περισσότερη ατμόσφαιρα στην παράσταση.

Τελικά: Μία μοντέρνα σύλληψη, με αφορμή τον «Έμπορο της Βενετίας» του Σαίξπηρ. Αν και δυσνόητο -σε ορισμένα σημεία- έργο, υποστηρίχτηκε, όσο καλύτερα γινόταν, από τους εξαιρετικούς και δοκιμασμένους ηθοποιούς.

INFO: Ο Έμπορος του Λας Βέγκας του Μαρκ Φον Χέννιγνκ
Εθνικό Θέατρο-Σκηνή Κοτοπούλη, Πανεπιστημίου 48, Αθήνα, τηλ.: 210 3305074
Παραστάσεις: Κυριακή 19:00, Τετάρτη, Πέμπτη, Παρασκευή, Σάββατο 21:00
Τιμές εισιτηρίων: 22 € (Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή), 18 € (Τρίτη και Τετάρτη), 15 € (Πέμπτη), 14 € (εξώστης), 12 € (φοιτητικό, νεανικό κάτω των 23 ετών)
Διάρκεια: 120΄

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v