The Judge: Robert Downey Jr. εναντίον Robert Duvall

Ο Ντέιβιντ Ντόμπκιν του "Wedding Crashers" σκηνοθετεί τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ και τον Ρόμπερτ Ντιβάλ σε ένα μάλλον άνευρο οικογενειακό-δικαστικό δράμα.
The Judge: Robert Downey Jr. εναντίον Robert Duvall
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Είναι δυνατόν ένα οικογενειακό-δικαστικό δράμα με τον Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ απέναντι στον Ρόμπερτ Ντιβάλ και τους δυο τους απέναντι στον Μπίλι Μπομπ Θόρντον να πάει τόσο, μα τόσο λάθος; Προφανώς είναι, όπως αποδεικνύεται περίτρανα απ' το “The Judge” του Ντέιβιντ Ντόμπκιν, του ανθρώπου που “έκανε όνομα” με το πετυχημένο, μα εντελώς διαφορετικών απαιτήσεων, “Wedding Crashers”. Το ελαφρυντικό του; Δε νομίζω ότι υπάρχει σκηνοθέτης, ζωντανός ή νεκρός, που θα μπορούσε να σώσει ένα τόσο κακό σενάριο.

Η υπόθεση

Ο Χανκ Πάλμερ είναι ένας δικηγόρος με υψηλό κασέ και έφεση στην αθώωση ενόχων. Την ώρα που ο γάμος του διαλύεται, έρχονται τα νέα για το θάνατο της μητέρας του κι αναγκάζεται να επιστρέψει στο χωριό του, στα βάθη της Ιντιάνα. Εκεί, συναντά μετά από πολύ καιρό τον δικαστή πατέρα του με τον οποίο διατηρούν σχέση μίσους, τα δύο αδέλφια του και τον σχολικό του έρωτα. Το βράδυ της κηδείας ένα ατύχημα οδηγεί την αστυνομία στον δικαστή, ο οποίος βρίσκεται ξάφνου κατηγορούμενος για φόνο. Αυτή τη φορά, ο Χανκ δεν μπορεί να εξαφανιστεί κάνοντας πως δε συμβαίνει τίποτα...



Η κριτική

Υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα στο Χόλιγουντ, το οποίο είναι πρωτίστως ζήτημα ταυτότητας. Οι εποχές που ένα καλογυρισμένο, τυποποιημένο δράμα με καλούς ηθοποιούς και δακρύβρεχτες κορυφώσεις αρκούσε για να συγκινήσει τα πλήθη και να φέρει “το κασέρι” έχουν περάσει ανεπιστρεπτί. Το διεθνές σινεμά και το εντόπιο ανεξάρτητο δεν υστερούν πλέον, ούτε τεχνικά ούτε αισθητικά, ενώ διαθέτουν τις προϋποθέσεις να μιλήσουν για τα θέματά τους πιο ειλικρινά κι από πιο αληθοφανείς και οικείες οπτικές γωνίες. Οι νέοι σκηνοθέτες απ' όλον τον κόσμο, οπλισμένοι με παραστάσεις, γνώσεις και ιδέες, έχουν πια πληθώρα διαθέσιμων τεχνικών μέσων και μεθόδων προώθησης, ενώ τα απανταχού Φεστιβάλ έχουν γίνει μέρη όπου μπορεί κανείς να φτιάξει όνομα εν μία νυκτί και να κάνει άμεσα το πολυπόθητο επαγγελματικό άλμα στο “εμπορικό” σινεμά.

Αυτό που δεν έχουν, σε σχέση με το Χόλιγουντ, είναι το ρευστό το οποίο εκτός από μεγάλα στούντιο και υπερσύγχρονα οπτικά εφέ αγοράζει και σταρ με απλησίαστα κασέ. Κάπως έτσι, υποθέτω, το μπάτζετ του “The Judge” ξοδεύτηκε στους πρωταγωνιστές του οι οποίοι κλήθηκαν και να σηκώσουν το βάρος της ταινίας στους καλοταϊσμένους ώμους τους. Εντάξει, παραδέχομαι ότι κάτι τέτοιο είναι απολύτως εφικτό, ειδικά με το συγκεκριμένο καστ. Δύο “καυτοί” μεσήλικες κι ένας πολύ αγαπητός βετεράνος διασταυρώνουν τα ξίφη τους σ' ένα δράμα προσωπικοτήτων που κραυγάζει ότι φτιάχτηκε για να καθηλώσει το κοινό και να σαρώσει τη βραδιά των Όσκαρ. Πώς, όμως, να γίνει αυτό με έναν άπειρο, απ' το είδος, σκηνοθέτη και δυο εξίσου άπειρους σεναριογράφους (έστω κι αν ο ένας έχει γράψει το “Gran Torino”);

Το αποτέλεσμα, ένα οικογενειακό-δικαστικό δράμα που περιστρέφεται γύρω απ' την ταραγμένη σχέση ενός γιου με τον πατέρα του, δεν είναι η εκτέλεση κατά γράμμα κάποιας πετυχημένης συνταγής, παρά ένα συνονθύλευμα μελοδραματικών στοιχείων και δραματουργικών κλισέ που καπελώνουν το ένα το άλλο και καθιστούν τους χαρακτήρες άμοιρες φιγούρες σε μια κωμικοτραγική συμφορά. Οι σεναριογράφοι (μα καλά, δεν το διάβασε κανείς πριν βάλει υπογραφή;) τσεκάρουν κουτάκια σε μια μακριά λίστα με “κακά” που έχουν βρει ή βρίσκουν τώρα τους πρωταγωνιστές κι απ' τα οποία θα βγουν όλοι “πιο δεμένοι και καλύτεροι άνθρωποι”: Αποτυχημένος γάμος και επικείμενη μάχη για την κηδεμονία, θάνατος μητέρας και ασθένεια πατέρα, αδελφός με νοητική στέρηση που γυρίζει οικογενειακά βίντεο σε βίντατζ κάμερα, ατύχημα με υπεύθυνο τον ένα αδελφό που κατέστρεψε τη ζωή του άλλου αδελφού, κακή σχέση γιου με πατέρα που οδήγησε τον γιο να γίνει αλάνι πριν καταλήξει μεγαλοδικηγόρος και τον πατέρα να αφήσει ελεύθερο έναν δολοφόνο για να του δώσει δεύτερη ευκαιρία, παρά τρίχα αιμομιξία χωρίς λόγο κι αιτία, δημόσιος κατήγορος που έχει προηγούμενα με τον γιο και θέλει να βγάλει το άχτι του στον πατέρα και πάει λέγοντας...

Όσο “γαμάτος” κι αν είναι ο Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ και όσο συγκροτημένος κι αν είναι ο Ρόμπερτ Ντιβάλ, τι μπορεί να κάνει κανείς μ' αυτόν τον συρφετό τραγωδιών που θα γέμιζαν άνετα μια ολόκληρη σεζόν “Τόλμης και Γοητείας”; Οι μεταξύ τους διάλογοι, άνευροι, προβλέψιμοι και τυποποιημένοι, υπερτονίζουν το πρόβλημα αντί να το καλύπτουν και η επιλογή, απ' τους δημιουργούς, της σκηνής στο μπάνιο για να μας δείξουν ότι κατά βάθος ο ένας αποζητά την “εξάρτηση” απ' τον άλλο, κάθε άλλο παρά πετυχημένη μπορεί να χαρακτηριστεί, αφού στοιχειώνει για ώρα τη μνήμη μας και για τους λάθος λόγους. Στον αντίποδα, ο Μπίλι Μπομπ Θόρντον βγάζει τα πιο εύκολα χρήματα της ζωής του, παίζοντας έναν χαρακτήρα που μετά βίας τον θυμάται κανείς για κάτι άλλο απ' το αλουμινένιο, πτυσσόμενο κυπελάκι του.

Το “The Judge” είναι μια παταγώδης αποτυχία.

Βγαίνουν ακόμη:
Το κακό αστυνομικό θρίλερ “Good People” με τον Τζέιμς Φράνκο και την Κέιτ Χάντσον, το βρετανικό θρίλερ “The Riot Club”, η ταινία φαντασίας “Teenage Mutant Ninja Turtles”, η ταινία κινουμένων σχεδίων “The House of Magic” και το “Στα Καλά Καθούμενα” του Νίκου Ζαπατίνα.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v