Oldboy: Ο Spike Lee... παίζει και χάνει

Ο Spike Lee επιχειρεί να μεταφέρει το γνωστό κορεατικό δράμα εκδίκησης στην αμερικανική πραγματικότητα και χάνει το στοίχημα, υπερτιμώντας τις δυνατότητές του.
Oldboy: Ο Spike Lee... παίζει και χάνει
του Λουκά Τσουκνίδα 

Πριν από μια δεκαετία και κάτι ψιλά, είχαμε μάθει για τα καλά τι εστί σύγχρονο κορεάτικο σινεμά χάρη σε μια ταινία που, αν και ακροβατούσε μεταξύ αιματοβαμμένης καρικατούρας και ηθικολογικής παραβολής, κατάφερε να μας καθηλώσει και να μας κάνει να νοιαστούμε για έναν ήρωα καταδικασμένο, όσο και αμφιλεγόμενο. Το “Oldboy” του Παρκ Τσαν-γουκ επανέρχεται στις οθόνες μας, διασκευασμένο και ελαφρώς διαφορετικό, αυτή τη φορά με την υπογραφή του Σπάικ Λι και τον Τζος Μπρόλιν στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Δυστυχώς, κάτι ενδιαφέρον μοιάζει να χάθηκε στη μετάφραση κι η νέα αυτή, αμερικάνικη εκδοχή δεν αποδίδει τα αναμενόμενα.

Η υπόθεση

Βρισκόμαστε μια εικοσαετία πριν, κι ο διαφημιστής Τζο Ντουσέτ έχει κατρακυλήσει σε ένα βίο γεμάτο από αλκοόλ, κραιπάλες και αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές που του κοστίζουν τη δουλειά και την οικογένειά του. Ένα βράδυ λιποθυμά στο δρόμο για να ξυπνήσει μέσα σε ένα δωμάτιο στο οποίο σύντομα ανακαλύπτει ότι έχει φυλακιστεί χωρίς να ξέρει από ποιον ή το γιατί. Αποφασίζει να επιβιώσει και να εκδικηθεί. Όταν μια μέρα βρεθεί ξανά στον έξω κόσμο, η αναζήτηση των υπαίτιων για την περιπέτειά του αρχίζει…



Η κριτική

Για κάποιο λόγο που αδυνατώ να αντιληφθώ, ταινίες σαν το ορίτζιναλ “Oldboy” καταλήγουν συχνά σε κάποιο συρτάρι του Χόλιγουντ μέχρι τη στιγμή που θα επανεμφανιστούν ως αγγλόφωνα ριμέικ, απογυμνωμένες από όλα εκείνα τα αμφιλεγόμενα συστατικά που τις χαρακτηρίζουν, υπέρ άλλων, πιο εύπεπτων και ικανών να προσελκύσουν το μαζικό ενδιαφέρον. Ο Σπάικ Λι, απελευθερωμένος ίσως από τέτοιου είδους ταμπού, αναλαμβάνει να γυρίσει ένα σενάριο “βασισμένο στο κόμικ” που ενέπνευσε και την κορεάτικη ταινία, στο οποίο βασικά στοιχεία έχουν αλλάξει την ώρα που τα κομβικά σημεία έχουν μείνει πάνω-κάτω τα ίδια. Το τελικό αποτέλεσμα κάθε άλλο παρά τον δικαιώνει.

Ο κεντρικός χαρακτήρας του αμερικάνικου “Oldboy” μας συστήνεται ως διαφημιστής, σε μία εποχή που οι “διαφημιστές” -γενικώς- αποτελούσαν κάτι σαν σύμβολο του υπερκαταναλωτικού μοντέλου και είχαμε βαρεθεί να τους βλέπουμε σε ταινίες και σειρές ως επιτυχημένους, δημιουργικούς και “προοδευτικού τύπου” επαγγελματίες. Ο Τζο Ντουσέτ είναι μια άσχημη καρικατούρα αυτού του προτύπου, ένας αναισθητοποιημένος μέθυσος χωρίς κανένα προσανατολισμό, κορεσμένος από την υλική ευμάρεια και ανίκανος να κρατήσει κοντά του τη γυναίκα και την κόρη του την ώρα που ακροβατεί πλέον και επαγγελματικά. Ο ανεξήγητος εγκλεισμός του λειτουργεί ως ευκαιρία αποτοξίνωσης για εκείνον και το παιχνίδι που παίζεται εις βάρος του αποτελεί μια ευκαιρία και για εμάς να δούμε με συμπάθεια έναν φύσει αντιπαθητικό χαρακτήρα.

Εδώ ο Σπάικ Λι -όπως και ο σεναριογράφος Μαρκ Προτόσεβιτς φυσικά- ποντάρει και χάνει, αφού, όσο κι αν προσπαθεί ο Τζος Μπρόλιν να “γυρίσει το ματς”, δε μπορούμε παρά να κουβαλάμε διαρκώς την αίσθηση ότι ο Τζο Ντουσέτ, αυτός ο αποκρουστικός νεόπλουτος νεοϋορκέζος που μισεί τον κόσμο άνευ λόγου και αιτίας, παθαίνει ό,τι παθαίνει για κάποιον πολύ σοβαρό λόγο. Εντωμεταξύ, από την τηλεόραση του δωματίου μαθαίνουμε διάφορα για την τύχη της οικογένειάς του και τον βλέπουμε να πλημμυρίζει με ενοχές. Παίρνουμε έτσι το μήνυμα ότι κάτι πάει να αλλάξει μέσα του, να αναγεννηθεί κάπως, αλλά η δίψα του για εκδίκηση και η συμπιεσμένη οργή την ώρα που η κόρη του δηλώνει έτοιμη να τον συγχωρήσει και να τον ξαναδεχτεί στη ζωή της κάθε άλλο παρά συνάδει με οποιαδήποτε εξέλιξη στον χαρακτήρα που γνωρίσαμε.

Έτσι, πέφτει ουσιαστικά στην παγίδα του “κακού”, ενός χαρακτήρα που διαλύει κάθε ψήγμα αληθοφάνειας με τους θεατρινισμούς του πριν οδηγήσει το νήμα της υπόθεσης ακόμη πιο πίσω, σε μια εποχή κατά την οποία ο Τζο, κολλεγιόπαιδο ακόμη, ταλαιπωρούσε τους αδύνατους ως μέλος της παρέας των “αθλητών”, των “δημοφιλών”, των “γαμάτων” ή όποιο άλλο αμερικάνικο κλισέ έχουμε εμπεδώσει από την ποπ κουλτούρα και μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως σύμβολο της αμερικάνικης “παρακμής”. Οι δημιουργοί εδώ, πάνω στην ανάγκη τους να δείξουν ότι δεν υπάρχει ουσιαστική λύτρωση και αναγέννηση για το τέρας το οποίο εξέθρεψε η αμερικάνικη μυθολογία της επιτυχίας, παρά μόνο η αποπομπή, παίρνουν το πρωτογενές υλικό και το μετατρέπουν σε βιβλική τιμωρία για τον χαρακτήρα που υποθέτουν ότι έχουμε συμπαθήσει. Θέλουν να μας σοκάρουν ίσως ή είναι απλώς εγλωβισμένοι σε μια αναπαραγωγή του επιτυχημένου παλιού φιλμ, μασκαρεμένη ως κάτι διαφορετικό, αλλά και πιο βαθύ ως προς το σχόλιό του;

Παρά τις τίμιες προσπάθειές του, ο Σπάικ Λι δεν έχει καταφέρει τελικά να γίνει ο δημιουργός-σχολιαστής που θα ήθελε, εκείνος που αφουγκράζεται τα μεγάλα θέματα της κοινωνίας στην οποία έχει μεγαλώσει και εντός της οποίας έχει δημιουργήσει τα καλύτερα έργα του και δίνει στο κοινό του το ζουμί, μας ανοίγει ένα παράθυρο μέσα στην ουσία των γεγονότων. Το πρώτο “Oldboy” είναι μια ιαπωνική νουβέλα μάνγκα και το δεύτερο ένα ακραίο κορεάτικο νουάρ. Πολλά απ’ όσα διαδραματίζονται στις αφηγήσεις που μας έρχονται από εκείνα τα μέρη είναι ακόμη ξένα για εμάς και μπολιασμένα με πολιτισμικά στοιχεία τα οποία δεν μπορούμε να αντιληφθούμε πλήρως ώστε να φτιάξουμε το ψυχολογικό παζλ πίσω από όσα βλέπουμε. Μένουμε λοιπόν στον εντυπωσιασμό του εξωτικού και στην απόλαυση της κινηματογραφικής μαεστρίας του εκάστοτε αφηγητή.

Το τρίτο “Oldboy” είναι μια αμερικάνικη ταινία που προσπαθεί να μιλήσει για “δυτικά” θέματα με μια δανεική γλώσσα, στην προκειμένη περίπτωση απ’ την “ανατολή”. Κι αν στο οπτικό μέρος η αποτυχία να ξεπεράσει το ορίτζιναλ ήταν αναμενόμενη, στο κομμάτι του περιεχομένου, η αποτυχία αυτή είναι ξεκάθαρα έργο των δημιουργών που υπερτίμησαν τις δυνατότητες του υλικού τους.

Βγαίνουν ακόμη:

Το δράμα επιστημονικής φαντασίας “Transcendence”, οι κωμωδίες “Dom Hemingway” και “That Awkward Moment”, η ταινία φαντασίας “La Belle & la Bete” και η ταινία κινουμένων σχεδίων “The Pirate Fairy”.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v