Grand Budapest Hotel: Προβλέψιμα γοητευτικός Άντερσον

Η επιστροφή στο γοητευτικό κινηματογραφικό σύμπαν του Γουές Άντερσον, μέσα από τη νέα του ταινία, είναι απολαυστική μεν, χωρίς ιδιαίτερες εκπλήξεις δε.
Grand Budapest Hotel: Προβλέψιμα γοητευτικός Άντερσον
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Μετά από μια απολαυστική εφηβική ιστορία αγάπης (Moonrise Kingdom), δοσμένη με τον δικό του μοναδικό τρόπο, ο Γουές Άντερσον επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη με μια ταινία “εποχής”, το μεγαλεπήβολο “The Grand Budapest Hotel”. Με όλα του τα μεγάλα όπλα παρόντα κι έναν Ρέιφ Φάινς απόλυτα συγχρονισμένο με το όραμά του, ο αγαπητός δημιουργός καταφέρνει, παρά την απλοϊκότητα του περιεχομένου και την προβλεψιμότητα της φόρμας του, να μας διασκεδάσει και πάλι. Αναρωτιέμαι μόνο, αν ενδιαφέρεται κανείς άλλος εκτός από εκείνους που τον αγαπούν έτσι κι αλλιώς.

Η υπόθεση

Σε μια μικρή χώρα που δεν υπάρχει πια, σε μια απομονωμένη, απόκρυμνη βουνοκορφή, στέκεται το άλλοτε ένδοξο ξενοδοχείο “Grand Budapest”, μνημείο μιας εποχής που πέρασε ανεπιστρεπτί, που ίσως να μην υπήρξε και ποτέ. Είμαστε στα σίξτιζ και ο τωρινός ιδιοκτήτης του, Ζίρο Μουστάφα, μας αφηγείται το πώς βρέθηκε εκεί, πρόσφυγας κατά τον μεσοπόλεμο, για να δουλέψει ως βοηθός του Κυρίου Γκουστάβ Χ., του ανθρώπου που φρόντιζε το πολυσύχναστο μέγαρο να λειτουργεί σαν καλοκουρδισμένο ρολόι με μια πρωτοφανή αφοσίωση στη δουλειά του και απόλυτη προσήλωση στη λεπτομέρεια και τους τύπους. Δίπλα του, ο Ζίρο δεν έμαθε μόνο πώς να διοικεί ένα ξενοδοχείο, αλλά έζησε και την μεγαλύτερη περιπέτεια της ζωής του...



Η κριτική

Δε μου είναι εύκολο πια να δω μια ταινία του Γουές Άντερσον χωρίς την εκ προοιμίου παραδοχή ότι “είναι μια ταινία του Γουές Άντερσον”. Έχοντας απολαύσει τις περισσότερες κινηματογραφικές εμπνεύσεις του είτε ως έκπληκτος παρατηρητής των καλοστημένων, οριακά απόκοσμων κόσμων του είτε ως θεατής που έχει απορροφηθεί από τα τεκταινόμενα επί της οθόνης κι έχει οικειοποιηθεί μέρος του συνόλου των χαρακτήρων του, δυσκολεύομαι να μην αφεθώ στη δεδομένη απόλαυση και να μπω στη θέση κάποιου που, απλώς, βλέπει μια ταινία στο σινεμά...

Το “The Grand Budapest Hotel” λοιπόν, είναι μια ταινία του Γουές Άντερσον και σαν τέτοια, δε μπορεί να δυσαρεστήσει όποιον θα ήθελε, απλώς, να δει μια ταινία του Γουές Άντερσον. Είναι μια ιστορία που μοιάζει μπερδεμένη, αλλά σύντομα ξεδιπλώνεται μπροστά μας ξεκάθαρη, ένα συνονθύλευμα πολύχρωμων χαρακτήρων που μοιάζουν παράταιροι, αλλά γρήγορα κολλάνε μεταξύ τους σαν τα αποξενωμένα μέλη μιας μεγάλης οικογένειας που έχει σκορπίσει και μια εικονογράφηση που μοιάζει να βγήκε εξ 'ολοκλήρου από τη φαντασία του δημιουργού της, αλλά σταδιακά αποκαλύπτονται όλες οι αναφορές της στην γνωστή μας πραγματικότητα, όπως επίσης, το κεντρικό της μήνυμα και το λεπτό δράμα του κεντρικού χαρακτήρα. Κι όλα αυτά με το γνωστό του χιούμορ, εκφρασμένο από ανθρώπους που δε μοιάζουν να διαθέτουν τέτοιο.

Μετά από μια ελαφρώς φλύαρη εισαγωγή στον αφηγητή και στον άνθρωπο που έγινε η αφορμή να ακούσουμε την ιστορία του πρώτου, ο ιδιαίτερος δημιουργός μας συστήνει σε έναν χαρακτήρα που, εντός του ελαφρώς σουρεαλιστικού χάους που επικρατεί γύρω του, καταφέρνει να ξεχωρίζει επειδή γνωρίζει ακριβώς τι θέλει, έχει ένα σκοπό, μάταιο ή εφικτό δεν έχει σημασία, και δεν παραδίδεται στα αντικρουόμενα ρεύματα. Μαζί του παίρνει και τον παραμυθά μας, έναν τυχοδιώκτη λόγω συγκυριών, ο οποίος έχει την οξυδέρκεια να δει ότι, στο νέο του περιβάλλον, ο νέος του μέντορας είναι εκείνος που πρέπει να ακολουθήσει, όσο ρίσκο κι αν αποδειχθεί ότι διαθέτει αυτή η επιλογή. Ο Ζίρο λοιπόν, μπαίνει στον κόσμο του Γκούσταβ και γίνεται ο μάρτυρας για την ύπαρξη μιας ιδιαίτερης ουτοπίας καθώς και για τη σταδιακή συντριβή της στα βράχια της πραγματικότητας.

Όλα αυτά είναι πολύ ωραία και, παρ' ότι εκτυλίσσονται όλο και πιο βιαστικά, αρκούν για ένα ευχάριστο τουρ στο μυαλό του Γουές Άντερσον που, κακά τα ψέματα, είναι και το περισσότερο που μπορεί να ζητήσει κάποιος που τον θαυμάζει από μακριά. Εντός όμως της τόσο καλοστημένης φόρμας του και της κατά γράμμα εκτελεσμένης συνταγής του —μιας συνταγής, δικής του έμπνευσης φυσικά— μπορεί κανείς να ξεχωρίσει πλέον μια αυτοαναφορικότητα και μια ευκολία που δεν αφήνουν την προδιαγεγραμμένη απόλαυση να μετουσιωθεί σε μια ξεχωριστή κινηματογραφική εμπειρία. Όχι, τουλάχιστον, για όποιον ξέρει τι πρόκειται να δει μπαίνοντας στην αίθουσα.

Όσο για τον πρωτάρη στο σινεμά του Άντερσον, για τον θεατή που διάβασε τους διθύραμβους και αποφάσισε να δοκιμάσει απ' αυτό το περιέργο, αλλά απολαυστικό κινηματογραφικό φρούτο, αναρωτιέμαι αν το “The Grand Budapest Hotel” αποτελεί μια καλή εισαγωγή ή θα μπορούσε να τον απομακρύνει οριστικά από τη δουλειά του δημιουργού. Ρυθμικό και χωρίς περιττές υποπλοκές, μπαίνει στο ψητό αμέσως μετά την εισαγωγή και σπάνια αποκλίνει απ' τη δράση, διαθέτει έναν χαρακτήρα διακριτό δίπλα στους συχνά διακοσμητικούς δευτερεύοντες κι έναν αφηγητή —ή μαλλον δύο αφηγητές, εν τέλει— που ξεκαθαρίζει κάθε θολό σημείο ανάμεσα στις γραμμές της αφήγησης, ενώ το ζουμί του φιλμ αποκαλύπτεται ρητά στο τέλος για όποιον δεν το είχε μυριστεί ή, έστω, δεν είχε αποδόσει αυτό που υποπτευόταν με μια φράση.

Το “The Grand Budapest Hotel” είναι, νομίζω, μια ταινία του Γουές Άντερσον που μοιάζει φτιαγμένη για το ευρύ κοινό κι αυτή ίσως να είναι και η πιο μεγάλη αδυναμία της. Τείνοντας το χέρι της με τόση προθυμία, μπορεί να προκαλέσει τελικά την αδιαφορία. Σίγουρα πάντως, ο νεοφώτιστος θεατής θα βρει πολλούς λόγους να εκπλαγεί. Ελπίζω την επόμενη φορά να εκπλαγούμε και οι υπόλοιποι.

Βγαίνουν ακόμη:
Η αναμενόμενα αιματηρή και πομπώδης επική ταινία δράσης “300: Rise of an Empire”, το γαλλικό δράμα “A Perdre La Raison” και η νέα ταινία του Κάρλος Ρεϊγάδας “Post Tenebras Lux”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v