Nymphomaniac Vol. 2: Ο Τρίερ… δεν φτάνει σε οργασμό

Το τετράωρο έπος του Lars von Trier ολοκληρώνεται με πολύ σεξ και διδακτική διάθεση, αλλά οι φιλοσοφίες του δανού σκηνοθέτη… δεν μας πείθουν.
Nymphomaniac Vol. 2: Ο Τρίερ… δεν φτάνει σε οργασμό
του Λουκά Τσουκνίδα 

Για όποιον έδωσε την ζητούμενη από τους διαφημιστές του σημασία στο νέο “προκλητικό” δημιούργημα του Λαρς Φον Τρίερ, είδε το πρώτο μέρος του τετράωρου έπους του και θέλει να δει και πώς αυτό καταλήγει, το “Nymphomaniac Vol. 2” βγαίνει στις αίθουσες κι ακόμη μια κινηματογραφική αγγαρεία λαβαίνει τέλος. Λιγότερο φλύαρο, αλλά και πιο αμετροεπές από το πρώτο, το δεύτερο μέρος καταφέρνει να απομυθοποιήσει πλήρως τους χαρακτήρες του, θυσιάζοντάς τους στο βωμό ενός κηρύγματος που μασκαρεύεται (μέρες που είναι) σαν αποκάλυψη της ανθρώπινης υποκρισίας με μια περούκα σάτιρας και λίγα στρας μισανθρωπίας. Χαρτοπόλεμος στον άνεμο, με λίγα λόγια.

Η υπόθεση

Γυρνώντας στο σπίτι του ένα βράδυ, ο μεσήλικας εργένης Σέλιγκμαν βρίσκει μια κοπέλα να κείτεται χτυπημένη στο πεζοδρόμιο. Αφού προσφέρεται να καλέσει το ασθενοφόρο ή την αστυνομία κι εκείνη αρνείται, την περιμαζεύει στο σπίτι του για λίγο τσάι και ξεκούραση. Στη διάρκεια της νύχτας, η Τζο θα του εξιστορήσει το πώς έφτασε μέχρι το σπίτι του, τα χρονικά δηλαδή μιας αυτοδιαγνωσμένης νυμφομανούς...



Η κριτική

Αν στο πρώτο μέρος του αντισεξουαλικού έπους του Λαρς Φον Τρίερ (κατ' αναλογία με τη χρήση του χαρακτηρισμού “αντιπολεμικός”) αναρωτιόμασταν πότε αν ο Σέλιγκμαν είμαστε εμείς και πότε αν είναι ο δημιουργός του, στο δεύτερο —κι υποτίθεται πιο σκοτεινό— μέρος δεν υπάρχει καμία αμφιβολία: Ο Σέλιγκμαν είμαστε εμείς ή, καλύτερα, αυτό που νομίζουμε ότι είμαστε, αθώοι και αντικειμενικοί, απαλλαγμένοι από τα δεσμά της ηθικολογίας και ανεπιτήδευτα προοδευτικοί. Προοδευτικοί κατά φαντασίαν σύμφωνα με τον Φον Τρίερ, υποκριτές κυρίως και ανήμποροι για οποιαδήποτε υπέρβαση της συγκαλυμμένης πίσω από θεωρίες ποταπότητάς μας.

Όπως και στην προηγούμενη λοιπόν, έτσι και σε αυτήν την ταινία, η παρουσία του δημιουργού της είναι συχνά εξόφθαλμη στους διαλόγους με αποκορύφωμα το σημείο όπου η νυμφομανής γκάνγκστερ επιπλήττει το τσιράκι της για τη χρήση περιστρόφου στη δουλειά κι εκείνη της απαντά, εντελώς απρόκλητα για ανθρώπους που εγκληματούν συνειδητά, ότι “τα όπλα δεν είναι επικίνδυνα” και πως “σημασία έχει το πώς τα χρησιμοποιείς.” Τί;

Θα μπορούσε κανείς να μπει σε μια ψευδοψυχαναλυτική διάθεση ανάλογη του Φον Τρίερ και να αναρωτηθεί εδώ αν ο σκηνοθέτης αποτελεί μια ζωντανή παρώδηση της προοδευτικής βιτρίνας της πολυπαινεμένης δανέζικης κοινωνίας που κρύβει από πίσω της, εύλογα νομίζω, έναν διαστρεβλωμένο από φιλελεύθερες ιδεοληψίες συντηρητισμό κι έναν καταπιεσμένο μισανθρωπισμό ο οποίος, σαν τη σεξουαλικότητα της Τζο, φυλακίζει τον φορέα του αντί να τον απελευθερώνει. Χμμμ! Τραβηγμένο ίσως από τα μαλιά, αλλά η σύντομη διαφωνία της νυμφομανούς με τον εβραίο (δηλαδή του Φον Τρίερ με εμάς τους ψευτοπροοδευτικούς) για τη χρησιμότητα της πολιτικής ορθότητας δείχνουν επίμονα προς μια τέτοια κατεύθυνση.

Εντάξει, το “Nymphomaniac Vol. 2” δεν είναι μια αυτόνομη ταινία και δε θα έπρεπε να κρίνεται ως τέτοια. Μόνο που, αν και διαφημίστηκε ως πιο δυνατή, σκοτεινή, προκλητική και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο από την πρώτη, δεν είναι παρά απλώς πιο γυμνή ως προς τις προθέσεις της και απρόκλητα, ανερυθρίαστα ηθικολογική στην οπτική της. Είναι επίσης εντελώς ομοιογενής από άποψη ύφους και αισθητικής, το (δανέζικο;) χιούμορ της δε βελτιώνεται καθόλου, η υποψία ότι η νυμφομανής είναι και μυθομανής θυσιάζεται στο βωμό μιας εξυπνακίστικης κι εντελώς προβλέψιμης —αυτό ήταν το καλύτερο τέλος που σκεφτήκατε κύριε Λαρς;— “γροθιάς στο στομάχι”, ενώ οι ηθοποιοί είναι ακόμη πιο αναλώσιμοι, με την Σαρλότ Γκεϊνσμπούργκ να μη σώζει την παρτίδα, ούτε αυτή ούτε οι εντυπωσιακές θηλές της.

Θέλω εδώ να αποκλίνω λίγο από το κινηματογραφικό κομμάτι για να υπενθυμίσω σε όσους το ξεχνούν ότι όσοι παράγουν πολιτιστικά έργα δεν είναι απαραιτήτως και διανοούμενοι, ακόμη πιο σπάνιο δε είναι να μπορούν να περάσουν και για κάτι σαν φιλόσοφοι. Ο Φον Τρίερ δείχνει να διαθέτει αυτή τη φιλοδοξία και οι απανταχού κριτικοί —αμετροεπείς ούτως ή άλλως οι περισσότεροι— είναι περισσότερο από πρόθυμοι να του αποδώσουν τον τίτλο του σκεπτόμενου και του έξυπνου που με τις ταινίες του ψάχνει απαντήσεις σε ερωτήματα που βασανίζουν τους ανθρώπους, την ψυχή και το μυαλό τους. Και που ίσως να βασανίζουν και τον ίδιο.

Αν υποθέσουμε ότι είναι έτσι, τότε το “Nymphomaniac Vol. 1 & 2” αποτελεί μια παταγώδη αποτυχία που υπογραμμίζεται με στόμφο από το φτηνιάρικο, καρτουνίστικο τέλος του, ένα κήρυγμα διαρκείας που καμία σχέση δεν έχει με την ανοιχτή φύση μιας φιλοσοφικής συζήτησης γύρω από την ηθική και τις επικρατούσες αντιλήψεις περί αυτής. Είναι η απόπειρα ενός “τιμωρού” να μας μαστιγώσει με την “αλήθεια” του, υποθέτωντας ότι κι εμείς ερχόμαστε “στο χώρο του” αβάδιστα, αβασάνιστα και οικειοθελώς γι' αυτόν ακριβώς το λόγο. Με παρωχημένα αφηγηματικά κόλπα και κλισέ εντυπώσεις για το τι συνιστά μικροαστική ταυτότητα —λες και είναι κάτι παγιωμένο που δεν έχει μεταλλαχθεί από την εποχή που πρωτοπαρατηρήθηκε ή, ακόμη χειρότερα, από την εποχή που ο Φον Τρίερ ήταν νέος κι επαναστάτης— “τη λέει” στην κοινωνία που καταπιέζει το άτομο και στη θεωρία που αδυνατεί να χαλιναγωγήσει την πράξη. Και φυσικά υποθέτει ότι όσο περισσότερα πέη δούμε τόσο πιο υποκριτές θα νιώσουμε.

Αν υπάρχει κάτι χειρότερο από ένα δίωρο διδακτικό βίντεο, αυτό είναι ένα τετράωρο διδακτικό βίντεο, η νέα επική μπαρούφα δηλαδή του δαντελένιου προβοκάτορα Λαρς Φον Τρίερ.

Βγαίνουν ακόμη:

Το συμπαθητικό ισλανδικό θρίλερ “The Deep”, μια μαεστρική αναπαράσταση ουσιαστικά των αληθινών γεγονότων τα οποία εξιστορεί, η ιστορική ταινία δράσης “Pompeii”, η κωμωδία “The Spectacular Now”, το ντοκιμαντέρ του Στέλιου Χαραλαμπόπουλου “Μαραθώνιος μιας Ημιτελούς Ανοιξης: Γρηγόρης Λαμπράκης”, το “Lustlands” των αδερφών Ιωνά και η ταινία κινουμένων σχεδίων “Barbie: The Pearl Princess”.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v