The Wolf of Wall Street: Η επιστροφή του Σκορσέζε

Ο Σκορσέζε επιστρέφει με την εξιστόρηση της επεισοδιακής οικονομικής ανόδου και πτώσης ένός χρηματιστή και μας εκπλήσσει δυσάρεστα με την επιφανειακή του προσέγγιση.
The Wolf of Wall Street: Η επιστροφή του Σκορσέζε
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Φαίνεται ότι το να παρουσιάζεις τους χρηματιστές της Γουόλ Στριτ και των περιχώρων της σαν σκανταλιάρηδες καλικάντζαρους που, μαζί με τον στρατό των πιστών τρωκτικών τους, κατέτρωγαν τις κολώνες του καπιταλισμού και τις ελπίδες των υπολοίπων για ένα κεραμίδι πάνω από την κασίδα μας είναι πλέον η νόρμα στο Χόλιγουντ. Δε βαριέσαι, Χριστούγεννα έρχονται κι οι καλικάντζαροι είναι και πάλι ιν! Χαλάλι λοιπόν κύριε Σκορτσέζε το πιο άσκοπο τρίωρο φεστιβάλ βαρεμάρας στην ιστορία του σινεμά. “The Wolf of Wall Street” λέγεται και δεν είναι ούτε αποκαλυπτικό ούτε αστείο ούτε καν ενδιαφέρον.

Η υπόθεση

Ο Τζόρνταν Μπέλφορτ μας αφηγείται την προσωπική του ιστορία ανέλιξης και πτώσης: το πώς ένας ικανός νέος φτάνει στις παρυφές της Γουόλ Στριτ για να βγει πριν το καταλάβει και πώς, αμέσως μετά, στήνει μια κομπίνα με μικροσυναλλαγές στη σκιά των υπέρτατων λαμόγιων, ζώντας την πιο έκλυτη και άσωτη ζωή που μπορεί να φανταστεί ο πιο ονειροπόλος από εμάς τους απλούς, καθημερινούς ανθρώπους. Μέχρι, βέβαια, που όλα αυτά προσελκύουν το ενδιαφέρον του νόμου...



Η κριτική

Τρεις ολόκληρες ώρες χρειάστηκε ο Μάρτιν Σκορτσέζε για να αποτυπώσει στην οθόνη ένα επιφανειακό σενάριο βασισμένο στην, εξίσου επιφανειακή και αυτάρεσκη φαντάζομαι, αυτοβιογραφία ενός ανθρώπου που, αφού εξαπάτησε μερικές χιλιάδες χαμηλόμισθους απλώς και μόνο για να πληρώνει τα βίτσια του ίδιου και των καθυστερημένων συνεργατών του, τώρα βγάζει το ψωμί του ως ομιλητής-σύμβουλος επιτυχίας. Τρεις ολόκληρες ώρες, από τις οποίες η μία τουλάχιστον αποτελείται από άσκοπες σκηνές ανούσιας κραιπάλης και προεφηβικού χιούμορ που αρχικά γοητεύει αλλά ξεθυμαίνει πολύ γρήγορα, αφήνοντάς μας με την ακούσια αγιογραφία ενός καραγκιόζη.

Όχι ότι δε θα ήταν ιδιαίτερα ενδιαφέρον αν οι δημιουργοί επέλεγαν να αγιογραφήσουν έναν χαρακτήρα, τον οποίο ο μέσος καθημερινός άνθρωπος στο μέσο καθημερινό καφενείο θα θεωρούσε στα σίγουρα “μάγκα” χωρίς να ντρέπεται να το φωνάξει και θα απάλασσε με φράσεις του τύπου “βρήκε και τα ‘κανε” ή “αφού έτσι λειτουργεί το σύστημα, μπράβο του κιόλας” —όλα αυτά βέβαια, υπό την προϋπόθεση ότι αυτός ο απλός καθημερινός άνθρωπος δε συμπεριλαμβάνεται στα “κορόιδα” που τάιζαν τον “ήρωά” του. Θα ήταν υπέροχο αν η ταινία του Σκορτσέζε είχε σκοπό να υπενθυμίσει και στον τελευταίο απλό πολίτη ποιο είναι το πραγματικό του πρότυπο, ο κανόνας με τον οποίο μετράει τα αφεντικά και τους πολιτικούς του όταν τους ανεβοκατεβάζει από το προσωπικό του βάθρο.

Δυστυχώς δε λειτουργεί έτσι. Για κάποιο λόγο, οι δημιουργοί θεωρούν ότι η ιστορία του Τζόρνταν Μπέλφορτ —υπενθυμίζω, αφηγημένη απ’ τον ίδιο τον Μπέλφορτ ο οποίος ζει πλέον πουλώντας τον εαυτό του ως “ειδήμονα της επιτυχίας”— είναι ενδιαφέρουσα από μόνη της, απλώς και μόνο, επειδή έβγαλε πολύ πολύ γρήγορα, πολλά πολλά λεφτά τα οποία αντί να τα συσσωρεύει σε τεράστιους λογαριασμούς τα ξόδευε σε πάρτι, ναρκωτικά και γυναίκες μέχρι που πιάστηκε στη φάκα κι ανακάλυψε ότι κι από τη φάκα μπορείς να βγάλεις πολλά λεφτά, αν έχεις μια καλή ιστορία να πουλήσεις. Εντάξει, καταλάβαμε ότι όπως λέει κι ο λαός “είναι κακό με κόκα να χτίζεις παλάτια”, αλλά και τι μας κόφτει εμάς;

Το “The Wolf of Wall Street” δεν είναι βιογραφία, αφού είναι τόσο κραυγαλέα ψεύτικο και στρογγυλεμένο που βγάζει μάτι.

Θα ήταν ίσως ηθογραφία αν ο ήρωάς του μπορούσε να είναι οποιοσδήποτε από εμάς, μέσα στο επιλεκτικά αμοραλιστικό πλαίσιο του καπιταλιστικού μας κόσμου... Ένας οικογενειάρχης μεσοαστός, χαριτωμένος γλεντζές, σαγηνευμένος απ’ τη λάμψη μιας καπιταλιστικής Εδέμ και την αδρεναλίνη που εμπεριέχει το ταξίδι προς αυτήν, ξεπέφτει με τρόπο ένδοξο και υπερήφανο από το υποκριτικό ηθικοπλαστικό βάθρο που οι πιο έχοντες έχουν φτιάξει για να μας κρατούν έξω από τη μαρμίτα. Κι όταν πέφτει κι από το καινούργιο του, εξίσου επίπλαστο βάθρο, στέκεται στα πόδια του και πάλι επειδή... το μαντέψε κανείς; “Όλα είναι ένα ψέμα, μια ανάσα, μια μυτιά...” Όμως δεν είναι ένας από εμάς. Οι κολαούζοι του ναι, εκείνος όμως όχι. Είναι χαρισματικός, όμορφος και καταφερτζής και εμφανώς ανώτερος από τους υπόλοιπους, την πλέμπα που έχει ευεργετήσει με την καθοδήγησή του.

Δεν είναι ούτε δράμα γιατί δεν εμπεριέχει κανένα αληθινό διακύβευμα για κανέναν από τους τσιγαροχάρτινους χαρακτήρες του ούτε τραγωδία γιατί δεν υπάρχει καμία τραγική ειρωνεία, καμία πραγματική ύβρις και καμία τιμωρία. Δεν είναι ούτε καν μια κακογραμμένη παραβολή γιατί δεν υπάρχουν υπονοούμενα ή συμβολισμοί παρά μόνο μια πεζή κυριολεξία και χιλιοειπωμένες φανφάρες.

Είναι μάλλον μια άκακη κωμωδία —περνάει έως και για Ντι Κάπριο πορν—, ένα τεράστιο φοιτητικό πάρτι που δε μοιάζει να τελειώνει ποτέ και κουράζει αφόρητα τον αμέτοχο θεατή, παρά το γεγονός ότι τρεις ώρες είναι πολύ λίγες για ένα καλό φοιτητικό πάρτι. Είναι μια εφηβική καφρίλα, που όμως το μονοεπίπεδο χιούμορ της είναι παλιομοδίτικο και παρωχημένο —για όλους ίσως, εκτός από τους δημιουργούς της κι εκείνους που γενικά δε βλέπουν κωμωδίες αν δεν έχουν υπογραφή Σκορτσέζε και άνω— κι η ανύπαρκτη πλοκή της αδυνατεί να κρατήσει το ενδιαφέρον μας ανάμεσα στις βινιέτες που υπογραμμίζουν ξανά και ξανά την νοητική καθυστέρηση και την ανεύθυνη, γλεντζέδικη φύση των καλικάντζαρων-πρωταγωνιστών της.

Τελικά, το “The Wolf of Wall Street” ίσως είναι μια αληθινά Χριστουγεννιάτικη ταινία, αφού η ζωή του Μπέλφορτ μοιάζει να περνά σα μια γιορτινή νύχτα κραιπάλης, με χαριτωμένες ακρότητες και ασήμαντες συγκρούσεις, πίκρες που φεύγουν με το τελευταίο πρωινό ξερατό και μοναδική συνέπεια ένα σύντομο, αλλά καθαρτικό χανγκ-όβερ.

Βγαίνουν ακόμη:

Η συμπαθητική κομεντί του Μπεν Στίλερ “The Secret Life of Walter Mitty”, η επική ταινία φαντασίας “47 Ronin” και το μουσικό ντοκιμαντέρ “Justin Bieber’s Believe”.


Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v