The Place Beyond The Pines: Ένα μέτριο λυρικό δράμα

Η νέα ταινία του Σιανφράνς ("Blue Valentine"), παρά τα επιμέρους θετικά της στοιχεία, είναι στο σύνολό της αναληθοφανής και δεν ξεφεύγει από τον χαρακτηρισμό της "εντυπωσιακής μετριότητας".
The Place Beyond The Pines: Ένα μέτριο λυρικό δράμα
του Λουκά Τσουκνίδα
 
Μετά το πολύ καλοφτιαγμένο “Blue Valentine” που τον καθιέρωσε ως δημιουργό, ο Ντέρεκ Σιανφράνς επιστρέφει, παίρνοντας μαζί του και τον Ράιαν Γκόσλινγκ, με ένα ακόμη λυρικό δράμα, το οποίο έχει να κάνει με τις ανθρώπινες σχέσεις και τη δυναμική των επιλογών μας στο πέρασμα του χρόνου. Δυστυχώς, το “The Place Beyond The Pines”, παρ' ότι διαθέτει όλα τα καλά του προκατόχου του, είναι μακράν πιο υπερφίαλο, μια εξόφθαλμη κατασκευή που λίγο πριν μας απορροφήσει μας υπενθυμίζει ότι στο αυτοαναφορικό της σύμπαν, όλα είναι στη θέση που τα θέλει ο σκηνοθέτης. Κι έτσι, το αληθοφανές γίνεται πλέον ψεύτικο κι αρχίζουν τα χασμουρητά.

Η υπόθεση

Ο Λουκ είναι ένας περιθωριακός νεαρός που βιοπορίζεται επιχειρώντας επικίνδυνα κόλπα με μηχανές σε περιπλανώμενα πανηγύρια. Σε μια στάση του γνωρίζει τη Ρομίνα, φεύγει πάλι, κι όταν επιστρέφει, έχει πλέον ένα γιο που μεγαλώνει με κάποιον άλλον. Σε μια προσπάθεια να μην επαναλάβει ότι κι ο πατέρας του μ' εκείνον, μένει στην πόλη για να είναι κοντά στο παιδί του. Τα λάθη μοιάζουν αναπόφευκτα και η ρήξη με τη μητέρα προδιεγραμμένη, όμως ποιος θα μπορούσε να φανταστεί πόσες ζωές θα επηρρεάσει η αλόγιστη κατηφόρα του Λουκ προς την αυτοκαταστροφή...



Η κριτική

Ο Σιανφράνς ξεκινά με τη μυθοποίηση του Λουκ —στην οποία βοηθά φυσικά και η φιγούρα του Ράιαν Γκόσλινγκ— μέσω της εικονογράφησής του στο απώγειο της αυτοπεποίθησης και του κομπασμού του, ως μηχανόβιου θεού που αψηφά το θάνατο και μπαινοβγαίνει στα εγκόσμια με τους όρους του και μόνο. Η συνειδητοποίηση ότι έχει έναν γιο όμως, τον σοκάρει και ίσως βλέπει τη μοναδική ευκαιρία του να ενηλικιωθεί και να πάψει να τρέχει με την ίδια τρελή ταχύτητα προς το όποιο τέλος, αντί καποιου προορισμού. Κάτι φυσικά που αποδεικνύεται πολύ πιο δύσκολο απ' ότι νόμιζε ο άνετος στάντμαν, που μετατρέπεται σε νευρικό ληστή, ψάχνοντας εκ νέου έναν τρόπο να βιοπορίζεται και να εκτονώνει συνάμα την καταπιεσμένη οργή του, κληροδότημα δίχως άλλο του ανίκανου πατέρα του. Το αναπάντεχο τέλος του χαρακτήρα, σοκάρει κι εμάς, αλλά η ταινία έχει πολύ δρόμο ακόμη.

Μέχρι εδώ πάντως, έχουμε πάρει γεύση απ' το πλήρες ρεπερτόριο του Σιανφράνς, την κίνηση της κάμερας, τη φωτογραφία και τη χρήση της μουσικής, ακόμη και το πως ακολουθεί τον εκάστοτε χαρακτήρα έκφραση προς έκφραση, δίνοντας παρ' όλ' αυτά στους ηθοποιούς τη δυνατότητα να επιμείνουν μέχρι να μοιάζουν απολύτως φυσικοί. Και αυτό, με πολύ διαφορετικού είδους ερμηνευτές, όπως ο Γκόσλινγκ, ο Μπεν Μέντελσον και ο Μπράντλεϊ Κούπερ, χωρίς να αφήνει κανέναν να φανεί παράταιρος μέσα στο γενικότερο ύφος της ταινίας ή σε σύγκριση με τον άλλον. Δεν είναι δύσκολο λοιπόν, ν' αντιληφθούμε ότι έχουμε να κάνουμε με έναν δημιουργό που διατηρεί τον απόλυτο έλεγχο του δημιουργήματός του.

Και όμως, ο απόλυτος έλεγχος δεν είναι πάντα ο καλύτερος οδηγός, ειδικά όταν, όσο περνά η ώρα, ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι δε βλέπει μια εξιστόρηση, αλλά μια παραβολή. Τη στιγμή αυτής της συνειδητοποίησης, πέρα απ' το ότι ξαφνικά η πολυθρόνα του σινεμά αρχίζει να μοιάζει σα σχολικό θρανίο, είναι που το ενδιαφέρον για το τι θα συμβεί αρχίζει να φθίνει. Αφού ο σκοπός είναι το μήνυμα, οι χαρακτήρες μοιάζουν όλο και πιο πολύ με μαριονέττες που χοροπηδούν με τα σχοινιά που κουνά ο σκηνοθέτης, κάτι που δεν απέχει απ' την αλήθεια, αλλά ποιος θέλει να βλέπει έναν ταχυδακτυλουργό να βγάζει τον λαγό απ' την καταπακτή πριν τον βγάλει απ' το καπέλο;

Έστω κι έτσι, ο χαρακτήρας που παίρνει τη σκυτάλη απ' τον Λουκ είναι κι αυτός σχετικά καλογραμμένος πάνω στα στερεότυπα που συγκεντρώνει, δείγμα του πόσο καλά δουλεύει ο Σιανφράνς, αλλά η εξέλιξή του προς το επιθυμητό σημείο πρέπει να γίνει ακόμη πιο γρήγορα κι ο αφηγητής-δημιουργός μοιάζει να τρέχει με την ταχύτητα του μηχανόβιου Λουκ, η οποία τον οδηγούσε στη σίγουρη καταστροφή.

Η τρίτη πράξη, σ' αυτήν την αποκαλούμενη από κάποιους και ως “ελληνική τραγωδία”, είναι ακόμη πιο βιαστική, κατασκευασμένη και αναληθοφανής απ' τις προηγούμενες. Οι συμπτώσεις είναι πια σαπουνοπερίστικες (να και η επιφανειακή συσχέτιση με την τραγωδία), το μήνυμα έχει συρρικνωθεί σε κάτι αυτονόητο και παιδαριώδες, ενώ οι ηθοποιοί μοιάζουν να μην ξέρουν τι ακριβώς κάνουν και τι πρέπει να νιώθουν μέσα στο αδέξιο κουκλοθέατρο που δήθεν κλείνει τον κύκλο της αλληλεπίδρασης των σκιαγραφούμενων σχέσεων. Κλείνει, τρόπος του λέγειν, δηλαδή, αφού η αισθητική της ροκ μπαλάντας και της μηχανόβιας ελευθερίας επιστρέφει δριμύτερη θολώνοντας χειρότερα τον επίλογο.

Το “The Place Beyond The Pines” είναι μια ωραία κατασκευή, αλλά ως κινηματογραφική ταινία, δεν είναι παρά μια εντυπωσιακή μετριότητα.

Βγαίνουν ακόμη:
H συμπαθητική κομεντί “Quartet” του Ντάστιν Χόφμαν, η ταινία επιστημονικής φαντασίας “The Host”, η “Ματζουράνα” της Όλγας Μαλέα, το “Scary Movie 5” και τα ντοκιμαντέρ “Ένα Βήμα Μπροστά” του Δημήτρη Αθυρίδη και “Μεταξά: Ακούγοντας το Χρόνο” του Σταύρου Ψυλλάκη.
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v