Three: Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν...

Ο πάλαι πότε επιτυχημένος δημιουργός του "Τρέξε Λόλα, Τρέξε", πολύ μακριά από τον καλό του εαυτό, σκηνοθετεί μια πομπώδη, βαρετή και ασόβαρη ταινία που προσπαθεί να πει πολλά, αλλά εν τέλει δεν λέει... τίποτα.
Three: Τρεις λαλούν και δυο χορεύουν...
του Λουκά Τσουκνίδα

Η αλήθεια είναι ότι είμαι από 'κείνους που δεν έχουν δει ακόμη το “Τρέξε Λόλα Τρέξε” του Τομ Τίκβερ. Εδώ και χρόνια όμως, η όποια επιθυμία μου να το δω, έστω και ετεροχρονισμένα, φθίνει δραματικά κάθε φορά που βλέπω μια καινούργια δουλειά του γερμανού δημιουργού. Αναμενόμενα, λοιπόν, το ίδιο συνέβη και με το “Three”, μια εξαιρετικά στιλιζαρισμένη ρομαντική κομεντί που προσπαθεί να πει πολλά, αλλά στο τέλος δε λέει τίποτε. Απλώς, κραυγάζει απελπισμένα για να την πάρουμε στα σοβαρά, μπλέκοντας άτσαλα μεγάλες ιδέες περί επιστήμης, τέχνης, έρωτα, θανάτου, ζωής κλπ με το ιδιόρρυθμο και αναληθοφανές ερωτικό τρίγωνο που υποδηλώνει ο τίτλος, μέσα απ' τις οπτικές ακροβασίες του δήθεν καινοτόμου σκηνοθέτη της.

Η υπόθεση

Η Χάνα είναι μια επιστήμονας, τηλεπαρουσιάστρια και λάτρης της τέχνης. Ο Σιμόν είναι ένας μηχανικός που φτιάχνει ογκώδη αντικείμενα για κάθε είδους καλλιτεχνική χρήση. Οι δυο τους τα 'χουν εδώ και 20 χρόνια αλλά η σχέση τους δε λέει να προχωρήσει. Η μητέρα του Σιμόν πεθαίνει ξαφνικά κι ο ίδιος μαθαίνει ότι είναι άρρωστος και πρέπει να εγχειριστεί άμεσα για να τη γλιτώσει. Η Χάνα γνωρίζει τον Άνταμ, έναν βιοεπιστήμονα με μια πρώην οικογένεια και μια νυν εξαιρετικά απελευθερωμένη και γεμάτη δραστηριότητες καθημερινότητα. Η Χάνα μπλέκει μαζί του την ώρα που ο Σιμόν αφήνει τα δύσκολα πίσω του. Από ένα γύρισμα της τύχης, ο Σιμόν γνωρίζει τον Άνταμ. Τον ερωτεύεται και ένα ιδιαίτερο τρίγωνο γεννιέται...

 

Η κριτική


Η ταινία του Τίκβερ είναι κατά βάση μια ρομαντική κομεντί, αν και το χιούμορ της είναι πιο υπόγειο απ' ότι θα περίμενε κανείς από ένα φιλμ του είδους. Οι τρεις χαρακτήρες, στην αυγή της μέσης ηλικίας όλοι τους, αντιμετωπίζουν πραγματικά ή επουσιώδη προβλήματα με μια επιφανειακή ανησυχία που μετατρέπεται πολύ εύκολα σε ανεμελιά και επιπολαιότητα πυροδοτώντας τις σχετικά απίθανες καταστάσεις που αποτελούν τη συνολική πλοκή. Ο Τίκβερ μας εισάγει στους ήρωές του αφιερώνοντας αρκετό φιλμικό χρόνο στον καθέναν απ' αυτούς, τις σκέψεις, τις ανησυχίες και τις καθημερινές δραστηριότητές του. Έτσι αποκτούμε μια ιδέα για το ποια είναι η Χάνα, ποιος ο Σιμόν και ποιος ο Άνταμ που πρόκειται να τους αναστατώσει. Δυστυχώς, είναι τόσο υπερφορτωμένοι που μοιάζουν εντελώς ψεύτικοι, άψυχα εργαλεία στα χέρια του σκηνοθέτη-σεναριογράφου.

Ο Σιμόν έχει προβλήματα οικειότητας, υγείας, βιοπορισμού και σεξουαλικής ταυτότητας. Η Χάνα έχει θέματα με την προοπτική της οικογένειας με τον Σιμόν, την τέχνη και τη βιοηθική γενικότερα αλλά και μια διαφαινόμενη πρόωρη κλιμακτήριο. Ο Άνταμ βιοπορίζεται ως βιολόγος, ζει σα φοιτητής, έχει πρώην σύζυγο κι ένα γιο που βλέπει κάθε δεκαπέντε, παίζει ποδόσφαιρο, κάνει καράτε, μαθαίνει χορωδιακό τραγούδι και ψωνίζει άντρες στο κολυμβητήριο. Οι τρεις τους πέφτουν συνεχώς ο ένας πάνω στον άλλον λες και το Βερολίνο είναι τα Καμμένα Βούρλα. Η νευρωτική Χάνα κι ο θλιμμένος Σιμόν ερωτεύονται ακαριαία έναν χλιαρό Άνταμ που σχεδόν δεν κάνει τίποτα παρά, απλώς, να τους κοιτά με λαγνεία. Κι έτσι, η πορεία του Τίκβερ προς μια εικονογράφηση της σεξουαλικής απελευθέρωσης καλά κρατεί.

Η αφήγησή του συντελείται με το αναμενόμενο στιλιζάρισμα που χαρακτηρίζει πια τον Τίκβερ, το οποίο απογειώνεται στα οπτικά του παιχνίδια με πολλαπλά καρέ δράσης να ξεχειλίζουν στην οθόνη συνοδεύοντας την περιγραφή αυτού που βλέπουμε απ' τον αντίστοιχο χαρακτήρα ή αντιπαραβάλλοντας πράγματα που συμβαίνουν παράλληλα για να υπογραμμίσει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Ενδιαφέρον, αλλά στο τέλος δε μένει τίποτε περισσότερο από το στιλ και την αίσθηση ότι αφαιρώντας όλ' αυτά δεν αλλάζει τίποτε κι ότι, απλώς, επιμήκυναν τη διάρκεια του φιλμ. Το ίδιο μετέωρα και ανεκμετάλλευτα μένουν στο τέλος όλα τα δήθεν σημαντικά που θίγονται στην πορεία από τους χαρακτήρες, δίνοντας την εντύπωση ότι το ερωτικό τρίγωνο κι ένα παιδί αποτελούν την έξοδο από τον λαβύρινθο της σημερινής, υπερφορτωμένης με αγωνίες και άλυτα ζητήματα, καθημερινότητας.

Όσο για τις ερμηνείες, αν και καταλήγουν μαριονέτες, νομίζω ότι οι τρεις πρωταγωνιστές θα μπορούσαν να είναι πολύ καλύτεροι και να σώσουν κάπως τους κακογραμμένους χαρακτήρες τους. Δυστυχώς, μοιάζουν όλοι τους να μην καταλαβαίνουν τι ακριβώς υποτίθεται ότι κάνουν, πότε παίζουν σε κομεντί και πότε σε δράμα κι αυτό, φυσικά, δεν είναι δικό τους λάθος, αλλά του μαριονετίστα.

Το “Three” είναι μια πομπώδης, βαρετή κι ασόβαρη ταινία, μια εκκεντρική ρομαντική κομεντί χωρίς χιούμορ αλλά και χωρίς ίχνος πραγματικού ρομάντσου.

Βγαίνουν ακόμη:

Η ευχάριστη κωμωδία εποχής “ Anonymous ” και το πολυαναμενόμενο απ' τους φανς της σειράς “ The Twilight Saga: Breaking Dawn - Part 1 ”.

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v