Πειρατή, οι σκοτεινές αίθουσες αργοπεθαίνουν

Η πειρατεία σκοτώνει (και) τις σκοτεινές αίθουσες που αγαπήσαμε. Μήπως να το ξανασκεφτείς με το παράνομο κατέβασμα;
Πειρατή, οι σκοτεινές αίθουσες αργοπεθαίνουν

του Νικόλα Γεωργιακώδη

Λένε πως ότι δε σε σκοτώνει σε κάνει πιο δυνατό, όμως μακάρι να ίσχυε το ίδιο και για τα σινεμά. Οι σκοτεινές αίθουσες αργοπεθαίνουν και ανάμεσα σε εκείνους που ρίχνουν την χαριστική βολή είναι η γνωστή και «αγαπημένη» πειρατεία.

Γνωστή, γιατί δεκαετίες τώρα απασχολεί νομοθέτες και δημιουργούς παγκοσμίως, και «αγαπημένη» γιατί για κάποιον παράξενο λόγο ακόμα κι εκείνοι που δηλώνουν λάτρεις της έβδομης τέχνης επιμένουν να κατεβάζουν ταινίες, αντί να τις απολαύσουν εκεί που οφείλει να προβάλλεται ένα έργο τέχνης – στο σινεμά.

Ο αγαπημένος κινηματογράφος Oscar Digital που λειτουργούσε από το 1970 στην Αχαρνών έριξε τίτλους τέλους τον προηγούμενο μήνα, και όπως όλα δείχνουν δεν θα είναι ο μοναδικός. Φήμες αναφέρουν πώς και άλλες σκοτεινές αίθουσες θα κλείσουν, ενώ χαρακτηριστικό είναι και το παράδειγμα του Σινέ Παράδεισος στον Κορυδαλλό, ο οποίος έκανε αρνητικό ρεκόρ την Πέμπτη 20 Ιανουαρίου με μηδέν, ναι καλά διάβασες, μηδέν εισιτήρια σε δύο ταινίες Α’ Προβολής.



Covid και πειρατεία, ένας καταστροφικός συνδυασμός

«Η πειρατεία πλήττει τόσο τις αίθουσες όσο και τους διανομείς. Αναφορικά με τις αίθουσες όμως, η πειρατεία πλήττει το box office. Όταν το ‘’δυναμικό’’ κοινό –έφηβοι κυρίως- μπορεί με λίγα χρήματα να κατεβάζει ταινίες γιατί να πάει σε μία αίθουσα; Θα κρατήσει τα χρήματα για κάτι άλλο. Ίσως μία συνδρομή στο Netflix. Οι αίθουσες και λόγω covid έχασαν αυτό το κοινό με αποτέλεσμα τα εισιτήρια να βαίνουν συνεχώς μειούμενα και πολλές αίθουσες να υποφέρουν για να μείνουν ανοικτές και μαζί ο κόσμος που ζει από αυτό», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Δημήτρης Λυμπερόπουλος, υπεύθυνος του κινηματογράφου Oscar Digital.

Στην οικονομική δυσχέρεια του κοινού στέκεται από την πλευρά του ο κ. Ηλίας Γεωργιόπουλος, υπεύθυνος του Δαναού στους Αμπελόκηπους:

«Ο κόσμος ξεκίνησε να κατεβάζει ταινίες με το πρόσχημα ότι δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει το εισιτήριο του κινηματογράφου. Εν συνεχεία με τις συνεχόμενες καραντίνες έγινε δυστυχώς μία συνήθεια. Το γεγονός όμως είναι ότι το σύνολο των ανθρώπων του σινεμά (καλλιτέχνες και συντελεστές) έχουν πολύ μεγάλη ζημιά, ουσιαστικά συνεχίζουν να παράγουν ένα προϊόν το οποίο πολύς κόσμος το προμηθεύεται πειρατικά».

«Πολύ πριν έρθει η πανδημία, η πειρατεία έπληττε ήδη τον χώρο», επισημαίνει ο κ. Τάσος Μελεμενίδης, Head of Curation & Acquisitions της ελληνικής πλατφόρμας και εταιρείας διανομής Cinobo.

Όπως αναφέρει, στο μεταβατικό διάστημα ως την ανάπτυξη των πλατφορμών, η πειρατεία έδωσε τη χαριστική βολή στο DVD και μείωσε κατά πολύ την εισιτηριακή ισχύ πολλών ταινιών στο σινεμά - ειρωνικά όχι των ακριβότερων που με τα global releases μπορούν και την προλαβαίνουν.

«Το ότι δεν είναι κάτι καινούργιο και πως οι διανομείς στον χώρο έμαθαν να επιβιώνουν θεωρώντας την δεδομένη, δε λύνει το πρόβλημα. Υπάρχει ένα προϊόν που προσφέρεται σε μεγάλο αριθμό καταναλωτών με δύο τρόπους, έναν δωρεάν και έναν με αντίτιμο. Σε οποιονδήποτε κλάδο κι αν συμβεί αυτό, όσο αθώες προθέσεις κι αν υπάρχουν, η πλειοψηφία θα πάει με το δωρεάν από τη στιγμή μάλιστα που πρακτικά δεν τιμωρείται», προσθέτει.

Από τη δική του οπτική, ο κ. Γιώργος Καζιάνης, υπεύθυνος του Σινέ Παράδεισος, θεωρεί ότι τα συνοικιακά σινεμά δεν πλήττονται τόσο από την πειρατεία και αυτό έχει να κάνει με την κουλτούρα των θεατών που τα τιμούν.

Όπως χαρακτηριστικά μας λέει, ένα συνοικιακό σινεμά όπως είναι ο Παράδεισος δεν πλήττεται τόσο πολύ από την Πειρατεία, γιατί οι ταινίες που προβάλλει και το κοινό που τις επιλέγει δεν είναι το κοινό που έχει κάνει κουλτουρα να βλέπει πειρατικές ταινίες:

«Ο μεγάλος εχθρός είναι οι πλατφόρμες. Δηλαδή, όταν οι ταινίες βγαίνουν στα σινεμά και μετά από μία εβδομάδα βρίσκονται σε πλατφόρμα, ο κόσμος συνήθως δεν θα μπει καν στην διαδικασία σκέψης να κάνει αυτήν την έξοδο».

Κατά τον κ. Μελεμενίδη, ο κινηματογράφος ζούσε παράλληλα με το home entertainment από τη δεκαετία του ‘50 στις ΗΠΑ και τις πρώτες τηλεοράσεις που μπήκαν τότε στα νοικοκυριά. Στη συνέχεια ήρθε το video, η συνδρομητική TV, τα DVD, και τώρα οι πλατφόρμες.

«Όλες οι προηγούμενες μορφές χτύπησαν στο ξεκίνημά τους την κινηματογραφική αίθουσα, όμως στην πορεία επέρχεται η ισορροπία. Η απαξίωση της κινηματογραφικής αίθουσας ή ακόμη χειρότερα η κατάργησή της είναι κάτι που δεν θα ωφελήσει κανέναν και θα υποβαθμίσει μελλοντικά ακόμη και την ιδέα της θέασης μιας ταινίας στο σπίτι. Το σινεμά πρέπει να κοιτάξει για εχθρούς όχι μέσα στην ίδια τη βιομηχανία, αλλά έξω από αυτήν», αναφέρει χαρακτηριστικά.

«Πολλοί σήμερα προτιμούν να σκρολάρουν στο κινητό τους για 2 ώρες αντί να δουν μια ταινία στο σινεμά ή στο σπίτι τους, άλλοι παίζουν online για ώρες ή χάνονται σε ψηφιακούς κόσμους με τα VR γυαλιά τους. Για μένα αυτός είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος, να μη γίνει η θέαση μιας ταινίας μια συνήθεια του παρελθόντος, και όχι το πόσα εισιτήρια μπορεί να κόβουν οι πλατφόρμες από τα σινεμά», προσθέτει.


«Δάνειο» ή κλοπή;

Μα δεν την κλέβω την ταινία, είναι σαν να τη δανείζομαι, θα πει κάποιος. Όμως, η πειρατεία είναι ένα φαινόμενο που δεν μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί ως «δανεισμός». Και αν κάτι τέτοιο γίνει, λειτουργεί περισσότερο ως πρόσκαιρο και χωρίς υπόσταση ελαφρυντικό για τον «πειρατή» που θέλει να έχει τη συνείδησή του ήσυχη.

Το παράνομο κατέβασμα τσακίζει πέρα από τις αίθουσες και όλους τους καλλιτέχνες/δημιουργούς αλλά και crew, που συμβάλλουν στη δημιουργία ενός έργου, τσακίζοντας ακόμα περισσότερο τις ανεξάρτητες παραγωγές. 

«Πίσω από κάθε ταινία, έχει εργαστεί σκληρά ένα σύνολο ανθρώπων το οποίο θα πρέπει σίγουρα με κάποιο τρόπο να λάβει τον ανάλογο μισθό του, γεγονός που ουσιαστικά αποδυναμώνεται λόγω της πειρατείας. Δεν μπορώ να συμφωνήσω με την άποψη ότι κάποιος «δανείζεται» μια ταινία χωρίς την συγκατάθεσή του δημιουργού της», λέει χαρακτηριστικά ο κ. Γεωργιόπουλος.

«Την κλέβει. Κλέβει τον πνευματικό ‘’ιδρώτα’’ των δημιουργών της αλλά και όλων όσων επένδυσαν σε αυτή. Μην ξεχνάμε ότι ωραία η τέχνη, αλλά χρειάζεται και το χρήμα. Άνθρωποι ζουν από τη δημιουργία μίας ταινίας», επισημαίνει από την πλευρά του ο κ. Λυμπερόπουλος. Μάλιστα αναφέρεται στο γεγονός ότι πολλοί πιστεύουν αφελώς ότι τα στούντιο δεν μπορούν να πληγωθούν πολύ, γιατί βγάζουν εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια.

Η πραγματικότητα όμως για πολλούς σκηνοθέτες-καλλιτέχνες είναι εντελώς διαφορετική. Συχνά ζουν στα άκρα, αναζητώντας χρηματοδότηση για την παραγωγή ποιοτικού περιεχομένου και υπομένοντας υψηλή αβεβαιότητα σχετικά με το αν θα μπορέσουν να ξεπληρώσουν το χρέος τους και αν θα έχουν κέρδος.

«Αν η πειρατεία συνεχίσει να είναι αχαλίνωτη, τότε σε τέσσερα με πέντε χρόνια θα είναι το τέλος της ανεξάρτητης κινηματογραφικής επιχείρησης όπως την ξέρουμε. Τα προβλήματα που δημιουργεί τσακίζουν νέους και ανεξάρτητους κινηματογραφιστές, οι οποίοι δεν έχουν την οικονομική υποστήριξη μεγάλων στούντιο», καταλήγει.

Σε καιρό πανδημίας, πόσο σημαντικό είναι τελικά να πηγαίνουμε σινεμά;

Πολύ. Όσο ήταν και πριν δηλαδή. Σε ό,τι αφορά τους υγειονομικούς κανόνες, οι περισσότερες αίθουσες έκαναν και κάνουν ό,τι καλύτερο μπορούν με μέτρα προστασίας, απολυμάνσεις κ.α., όμως αρκετός κόσμος φαίνεται να φοβάται να τις επισκεφτεί.

«Δυστυχώς, όπως συνέβη και σε άλλους τομείς, από το ξεκίνημα της πανδημίας δεν έγινε κάποιο σχέδιο σε συνεργασία με το κράτος που θα προέβλεπε πρωτοβουλίες βασισμένες σε αρνητικά σενάρια - ότι πανδημία μπορεί να κρατήσει δηλαδή περισσότερο από όσο πιστεύαμε. Ακόμη και τώρα την αντιμετωπίζουμε σαν κάτι που θα τελειώσει σε 2-3 μήνες (μακάρι να συμβεί βέβαια!), μπερδεύοντας την πρόληψη με το ευχολόγιο», αναφέρει σχετικά ο κ. Μελεμενίδης, ενώ ο κ. Γεωργιόπουλος τονίζει το πόσο σημαντικό είναι να στηρίξουμε τις αίθουσες την συγκεκριμένη περίοδο.

«Το σινεμά είναι ουσιαστικά ο φυσικός χώρος προβολής μιας ταινίας γιατί για αυτό το λόγο έχει δημιουργηθεί και γιατί εκεί προβάλλεται με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Αυτήν την στιγμή θα πρέπει να συμβούν πολλά για την στήριξη του σινεμά και των αιθουσών. Ο κόσμος δεν θα πρέπει να φοβάται να μπει σε μία αίθουσα, στην οποία φοράει μάσκα και έχει αρκετό χώρο αποστάσεων», αναφέρει.

Για «δύσκολες και σκοτεινές ημέρες» κάνει λόγο ο κ. Καζιάνης. «Χωρίς προϊόν, χωρίς θεατές, χωρίς υποστήριξη. Αν δεν δοθούν οι κρατικές επιδοτήσεις που έχουν αναγγελθεί, δυστυχώς το 2022 τον Οκτώβρη θα μετρήσουμε μεγάλες απώλειες…», λέει χαρακτηριστικά.

Κατά τον κ. Λυμπερόπουλο, σημαντικό είναι να μην ξεχάσουμε τι σημαίνει σκοτεινή αίθουσα, γιατί όπως λέει και ο λαός, μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούτναι. Όταν όλοι μας μάθαμε να «διασκεδάζουμε» βλέποντας ταινίες από τον καναπέ μας, γιατί να πάμε σε μία αίθουσα;

Παράλληλα, τονίζει πως πρέπει να γίνουν πράγματα για να αναπτυχθεί η κουλτούρα του πάμε σινεμά. Ο μέσος όρος εισιτηρίων έχει πέσει και πρέπει όλοι να ενεργοποιηθούν: διανομείς, κράτος, πολιτισμικοί φορείς…

Υπάρχει φως στην άκρη της σκοτεινής αίθουσας;

Δες τη φωτεινή πλευρά της ζωής, τραγουδούν οι Monty Python, όμως η κατάσταση για τα σινεμά κάθε άλλο παρά τέτοια είναι.

«Λυπάμαι που το λέω αλλά δεν βλέπω φως. Όσο το δυναμικό κοινό χάνεται, τόσο και το μέλλον δείχνει ολοένα και πιο ζοφερό. Δεν μπορούν τα εισιτήρια των θερινών να κρατήσουν ανοικτές τις χειμερινές αίθουσες», λέει ο κ. Λυμπερόπουλος, ενώ ο κ. Γεωργιόπουλος διατηρεί μια συγκρατημένη αισιοδοξία:

«Αυτήν την στιγμή το μέλλον είναι λίγο θολό, παρόλα αυτά επιλέγω να παραμείνω αισιόδοξος. Εμείς με την σειρά μας προσπαθούμε να κάνουμε ότι είναι δυνατόν για να φέρουμε τον κόσμο στο σινεμά. Προσπαθώντας να διατηρήσουμε χαμηλές τις τιμές των εισιτηρίων και κρατώντας με το παραπάνω όλα τα μέτρα προστασίας ώστε ο κόσμος να μπορεί να απολαμβάνει τις ταινίες με ασφάλεια».

Κατά τον κ. Καζιάνη, για τις θερινές αίθουσες τα πράγματα θα είναι εύκολα, όμως οι χειμερινές αίθουσες για να επιβιώσουν πρέπει να ανακαλύψουν και άλλες δυνατότητες, γιατί τα πράγματα είναι δύσκολα.

Στις δυνατότητες αυτές στέκεται από την πλευρά του και ο κ Μελεμενίδης.

«Τα τελευταία χρόνια όλοι μας είχαμε παρατηρήσει μια διαρκή πρόοδο και ανάπτυξη όλο και περισσότερων θερινών σινεμά, μια στροφή τους προς το μέλλον, αφήνοντας στην άκρη την παρελθοντολαγνεία με τη δημιουργία χώρων ιδανικών για εναλλακτική ψυχαγωγία που ειδικά στο κέντρο της Αθήνας αποτελούν πόλο έλξης και των τουριστών», αναφέρει.

«Νομίζω πως και οι χειμερινές αίθουσες θα πρέπει να αναζητήσουν τους λόγους για τους οποίους ένας νέος θεατής θα τις προτιμήσει αντί κάποιας άλλης μορφής ψυχαγωγία. Η ταύτισή τους με κάτι σπουδαίο που γίνονταν τα παλιά ένδοξα χρόνια θυμίζει περισσότερο ρέκβιεμ παρά αντιμετώπιση του προβλήματος».

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v