Ημέρα Ανεξαρτησίας: Το αμερικάνικο όνειρο… σε 700 σελίδες
Ο Ρίτσαρντ Φορντ γράφει ένα ογκώδες βιβλίο για ένα και μόνο Σαββατοκύριακο κάπου στις ΗΠΑ, και καταφέρνει να αποδώσει με ιδιαίτερο τρόπο τον αμερικάνικο τρόπο ζωής.
Παλαιότερο των 360 ημερών
Πριν το διαβάσω: Γιατί το διάλεξα; Επειδή ο Ρίτσαρντ Φορντ έμεινε στον νου μου ως σημαντικός συγγραφέας, τόσο λόγω της φήμης που τον συνοδεύει όσο και χάρη στον “Καναδά”, μυθιστόρημα στο οποίο είδα δείγματα μεγάλης μυθιστορηματικής ωριμότητας, αν και η δομή του έργου με προβλημάτισε.
Καθώς το διάβαζα: Πιάνω τώρα την “Ημέρα Ανεξαρτησίας” με την αίσθηση ότι έχω να κάνω με ένα Magnum Opus.
Τόπος η μικρή πόλη Χάνταμ, που, αν και βρίσκεται κοντά στη Νέα Υόρκη, αναδίδει έντονη την επαρχιώτικη μυρωδιά και ταυτόχρονα “φαντάζει εύπορο και ανυποχώρητα σίγουρο ως προς τις αστικές προσδοκίες του”. Εκεί ζει ο Φρανκ Μπάσκομπ, κτηματομεσίτης που έχει χωρίσει με τη γυναίκα του Άνν, με έναν γιο και μια κόρη, με τη δουλειά του να είναι μισή μπελάς και μισή ανάγκη, άλλοτε ζήλος κι άλλοτε βάλτος. Η αναζήτηση κατοικίας για ένα νεαρό ζευγάρι, τον Τζο και τη Φύλλις Μάρκαμ, καταλαμβάνει μεγάλο μέρος των πρώτων σελίδων, δείγμα ίσως της αμερικάνικης φιλοδοξίας να βρεθεί το cozy απάγκιο, που να συνδυάζει ανέσεις αλλά και εγγύτητα στις μεγάλες πόλεις (Ερώτηση 1: συμπεριλαμβάνεται στο αμερικάνικο όνειρο η κατάλληλη κατοικία ή αυτή θεωρείται κάτι συμβατικό;). Κι όμως, μαζί προκύπτουν και αμφιβολίες για το αν ένα σπίτι οδηγήσει σε μια διαρκή δέσμευση που θα αναιρέσει την όποια ελευθερία. Κι ενώ η κατοχή ακίνητης περιουσίας είναι μια επιβεβαίωση, αυτή είναι ταυτόχρονα κι ένα πεδίο ανησυχιών και μικρών φοβιών.
Μετά το αργό αυτό ξετύλιγμα των αμφιβολιών του ζευγαριού, η αφήγηση αποκτά ενδιαφέρον. Κι αυτό συμβαίνει γιατί από τη μια ο συγγραφέας επιταχύνει και διατρέχει τα γεγονότα με λιγότερη σχολαστικότητα κι από την άλλη εξιστορεί τη ζωή του πρωταγωνιστή από τη στιγμή που χώρισε με τη γυναίκα του και αγόρασε το σπίτι της έως τη στιγμή που μπήκε στο μεσιτικό γραφείο και έγινε πλέον από αθλητικογράφος, κτηματομεσίτης (Ερώτηση 2: είναι η ζωή του πρωταγωνιστή αντιπροσωπευτική του μέσου όρου των aμερικανών πολιτών;). Κι έπειτα παραμονές της επετείου της Ανεξαρτησίας, παίρνει τον γιο του, ο οποίος ζει με τη μητέρα του, για ένα διήμερο ταξίδι (προσωπικής και εθνικής) αυτοσυνειδησίας.
Και καθώς βυθιζόμαστε στη ζωή του Μπάσκομπ, αναζητούμε τι είναι αυτό που τον κάνει εξέχοντα μυθιστορηματικό ήρωα. Είναι η ζωή του αντιπροσωπευτικό δείγμα του Αμερικανού που μπορεί και τα καταφέρνει; Είναι όλο το άπλωμα κάτοπτρο μιας αμερικάνικης κουλτούρας που δείχνει πως ο άνθρωπος πρέπει να βάλει στόχο την ανύψωση, την αξιοποίηση των ευκαιριών, την πρόοδο, την κίνηση, τη συνεχή μεταπήδηση σε ό,τι τον εξυπηρετεί, παρά τις όποιες αβαρίες και λάθη; Είναι ένας άνθρωπος που ζει τη χαοτικότητα της εποχής;
Από εκεί και πέρα συνάντησα πάλι μια “αμερικάνικη” τεχνική ξεδιπλώματος της πλοκής: πάνω σε έναν βασικό άνθρωπο - χαρακτήρα συμπλέκονται άπειροι άλλοι, με τις μικρές ιστορίες τους και τις παρενθέσεις που ανοίγονται στη δομή: Tο ζεύγος Μάρκαμ με την ανασφάλειά του, η πρώην συνεργάτις του γραφείου Κλαιρ Ντιβέιν που βρέθηκε παλιότερα δολοφονημένη, η πρώην σύζυγός του Ανν και ο γιος του Πολ, η νυν φίλη του Σάλλυ, ένας νταλικέρης ονόματι Τανκς, ο καινούργιος σύζυγος της Άνν Τσάρλυ… Όλοι αυτοί μοιάζουν με τους ορόφους σε μια πολυκατοικία και ο Φρανκ είναι το ασανσέρ, που πηγαινοέρχεται, κυριολεκτικά (μέσω των άπειρων αμερικάνικων αυτοκινητοδρόμων και λεωφόρων) ή νοητά (μέσω τηλεφώνου ή σκέψης), από τον έναν στον άλλο.
Αφού το διάβασα: Ομολογώ ότι το βρήκα αμερικάνικα παραφουσκωμένο. Ο διάλογος λ.χ. με τον φρουρό στην πύλη της οικίας του Τσάρλυ (όπως και άλλοι διάλογοι ή επιμέρους επεισόδια), παρόλο που είχε μια κάποια σκοπιμότητα, δείχνει πώς αντιμετωπίζει ο Φορντ και η σύγχρονη πεζογραφική τάση τις σκηνές του: Ως εκτενείς αφηγήσεις ή διαλόγους που πλατειάζουν, μάλλον σκόπιμα, για να αναδείξουν τον τρόπο σκέψης προσώπων και κοινωνιών.
Ο Φορντ ξέρει να γράφει, το είχα διαπιστώσει και στον “Καναδά”, αφού μπορεί να κρατά την μπαγκέτα της γραφής του με δεξιοτεχνία και, σε μια πολυσέλιδη σύνθεση, συνδυάζει την ατομική πορεία με τους συμβολισμούς περί ανεξαρτησίας του έθνους (ερώτηση 3: είναι όντως αυτή η παραλληλία υπαρκτή ή υποβάλλεται απλώς από τον τίτλο;).Θέματα όπως η ιδιοκτησία, η αυτογνωσία, το διαζύγιο, η πατρική ιδιότητα, η επαγγελματική δεοντολογία συμπαρατίθενται σε μια αλυσίδα μικρών εκρήξεων. Κάθε επεισόδιο έχει μια μικρή αξία, που, αν εστιάσει κανείς σ’ αυτήν, βρίσκει νόημα. Αν όμως θελήσει να τα συνδέσει, ψάχνει ένα νήμα που να διαπερνά όλο το κείμενο αλλά δεν ξέρω αν το βρίσκει.
Εντέλει αναρωτιέμαι τι κέρδισα ως αναγνώστης σε ένα 700σέλιδο ανάγνωσμα που αφορά “ένα Σαββατοκύριακο, όπου δεν συμβαίνει τίποτα στην ουσία”, όπως γράφει η Barbara Ehrenreich στο “New Republic” (από το αυτί του βιβλίου). Πολλά και λίγα.