Πλωτά Νησιά: Ένα αυτοβιογραφικό ταξίδι

Μια παρέα φίλων ταξιδεύει στο Ιόνιο, και παράλληλα στο παρελθόν, προσπαθώντας να ανακαλύψει τα ίχνη του εξαφανισθέντος μέλους της. Ο Δημήτρης Μίγγας μπλέκει αυτοβιογραφικά στοιχεία με μυθοπλασία, σε ένα μυθιστόρημα που εκπλήσσει μόνο από τη μέση και μετά.
Πλωτά Νησιά: Ένα αυτοβιογραφικό ταξίδι
Η ζωή ως ταξίδι, ως πορεία από το παρελθόν στο παρόν και στο μέλλον, ως πλους κατά τον οποίο τα προηγούμενα λιμάνια είναι ευχάριστες ή δυσάρεστες αναμνήσεις, γεμάτες με μπαχαρικά και ηδονικά καλέσματα, που ο Καβάφης τα έκανε αυτοσκοπό, πιο σημαντικό από την Ιθάκη και τον προορισμό.

Το 2005 ο Μίγγας έγραψε ένα μυθιστόρημα που, πέρα από τη μορφική καινοτομία να κινεί την αφήγηση προς τα πίσω, αναφερόταν σε μια παρέα ανδρών και την πορεία της ζωής τους, όπως εξελίχθηκε στον χρόνο. Μέσα στο 2011 ο Ισίδωρος Ζουργός γράφει για μια παρέα ανδρών που αποπλέουν με μία θαλαμηγό για να διατρέξουν το Αιγαίο στα χνάρια των Αχαιών της Οδύσσειας κι έτσι δίνεται η ευκαιρία να φανεί το παρελθόν και τα κοινά βιώματά-τους σε συνεχή και επιτυχή διακειμενικότητα με τα ομηρικά έπη.

Σε ανάρτησή μου στις 7/11/2011 είχα εντοπίσει τον κοινό τόπο της ανδροπαρέας ανάμεσα στους δυο συγγραφείς (“Στα ψέμματα παίζαμε!” του 2005 και “Ανεμώλια” του 2011), αλλά πού να φανταστώ ότι ο Μίγγας θα επανέλθει με μια ανδροπαρέα και άθελά του, απ’ ό,τι δηλώνει, θα ακολουθήσει τα ίχνη του Ζουργού, αφού οι τρεις χαρακτήρες του θα σαλπάρουν από την Πύλο διασχίζοντας αυτή τη φορά το Ιόνιο! Μια ιδιότυπη σκυταλοδρομία συνδέει, όπως φαίνεται, τους δύο συγγραφείς, καθώς εφάπτεται ο ένας του άλλου πάνω στην ανδρική συντροφιά η οποία ξανακοιτάζει τη ζωή της και τα λάθη της.

Ένα από τα βασικά χρονικά αλλά και ιστορικά πλαίσια του παρελθόντος των τριών φίλων στα “Πλωτά νησιά” είναι η περίοδος κάπου μέσα στη δικτατορία, οι αρχές της οποίας είχαν αυξημένη εποπτεία. Κι εκεί κάπου εξαφανίζεται ο τέταρτος της παρέας, ο Στρατής Θαλασσινός (σεφερικός απόηχος), με αποτέλεσμα η αφήγηση να αποκτά σ’ ένα μικρό βαθμό ενδιαφέρον, γιατί κατά τ’ άλλα όλα κινούνται σε ένα ναρκωμένο ρυθμό.

Εντωμεταξύ, επειδή ο ένας από τους ήρωες είναι συγγραφέας (κάτι σαν το alter ego του Μίγγα), παρεισφρέουν αναμνήσεις και ιδέες που έγιναν ή θα μπορούσαν να γίνουν λογοτεχνική ύλη κι έτσι συνεχίζεται αυτό το πινγκ-πονγκ ανάμεσα στο παρόν (πάνω στο σκάφος) και στο παρελθόν (στα πρόσωπα και στις καταστάσεις που έζησαν οι τρεις συνομιλητές).

Η ανδροπαρέα λειτουργεί στο πλαίσιο αυτού που οι Αγγλοσάξονες ονομάζουν “ομοκοινωνικότητα” (homosociality). Οι σχέσεις που αναπτύσσονται, η κοινή ζωή μέσα στο ιστιοφόρο, οι κοινές αναμνήσεις, ο ανδρικός τρόπος σκέψης οικοδομούν ένα κοινό πεδίο στοχασμού, έναν κοινό παρονομαστή που φέρνει κοντά –καμιά φορά ανταγωνιστικά, καμιά φορά αλληλέγγυα- τις οπτικές γωνίες των προσώπων.

Αφηγηματικά μέχρι τη μέση δεν κατάλαβα καθόλου τι ήθελε να πετύχει ο Μίγγας. Είδα ένα συνονθύλευμα sic αυτοβιογραφικών αναμνήσεων πασπαλισμένων με σκέψεις που αλωνίζουν το παρελθόν και το σχολιάζουν, μικρές σκηνές από το ταξίδι που τίθενται μόνο και μόνο ως φόντο των θραυσμάτων από τα βιώματα των ηρώων. Κι έχω ξαναγράψει ότι όσο οι συγγραφείς δεν μπορούν να μεταπλάσουν την αυτοβιογραφική ύλη σε κάτι ευρύτερο, σε κάτι γενικότερο, σε κάτι δι-ανθρώπινο, τόσο τα κείμενά τους θα είναι περιορισμένης εμβέλειας και αντοχής.

Ο αναγνώστης δεν μπορεί να συγκινηθεί με κάτι που ενδοκειμενικά δεν τον συναρπάζει και δεν μπορεί να χαρεί (διανοητικά ή συναισθηματικά) ένα έργο που θα έπρεπε στην αναγκαία αυτοτέλειά του να δημιουργεί έναν ολοκληρωμένο κόσμο αλλά δεν το κατορθώνει. Με άλλα λόγια, όσο το κείμενο παίρνει αίμα από τη ζωή του συγγραφέα και εξαρτάται από αυτήν σε ομφάλια σύνδεση, τόσο το ίδιο δεν έχει ζωή και δεν μπορεί να τη μεταγγίσει επαρκώς στον αναγνώστη.

Και τότε ο Μίγγας αποκλίνει από το βιωματικό πλαίσιο και βάζει στο μυθιστόρημα το παιχνίδι του εγκιβωτισμού, αφού ο Τάσος, ο συγγραφέας της παρέας, έχει γράψει ένα λογοτέχνημα, στο οποίο προσπάθησε να εξηγήσει τι έγινε εκείνη τη νύχτα, κατά την οποία εξαφανίστηκε ο Στρατής. Κι εκεί που το διαβάζουν πάνω στο σκάφος, ξεχνιούνται, ξεπερνάνε τα ναυτικά τους όρια, βρίσκονται πίσω από τα Στροφάδια και μετά από ώρες αμηχανίας ξαναβρίσκουν το στίγμα τους και προσαράζουν κοντά στο μοναστήρι του νησιού, όπου φιλοξενούνται από τον μοναχό. Η απομάκρυνση από την πραγματικότητα είναι το κατώφλι που μεταφέρει την αφήγηση από το σταθερό παρελθόν σε ένα μυθοπλαστικό πεδίο, όπου οι εξηγήσεις περνάνε, ακούγονται, θυμώνουν τους ακροατές, ακούγονται υποθετικές ερμηνείες κ.ο.κ. Ο Μίγγας επιχειρεί να περάσει τον κάβο της ρεαλιστικότητας ανάγοντας τα γεγονότα σε λογοτεχνικά δεδομένα άλλου επιπέδου.

Τελικά, η γραφή ανασταίνει τους νεκρούς; Μάλλον, στέλνει τους ζωντανούς να τους βρουν. Το ζήτημα είναι αν ο αναγνώστης μπορεί να παρακολουθήσει αυτή την πορεία και να συμπάσχει με τους ήρωες που αναζητούν τον χαμένο τους φίλο.

Ο blogger Πατριάρχης Φώτιος

Δημήτρης Μίγγας, “Πλωτά νησιά”, εκδόσεις Μεταίχμιο, 2012, σελ.: 243, τιμή: 13,30€

Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v