Λαμπερή μέρα: «Φωτεινές» ιστορίες αγάπης και απώλειας

Η τελευταία συλλογή διηγημάτων της Αμάντας Μιχαλοπούλου είναι μια σειρά από ιστορίες αγάπης με έντονα αυτοβιογραφική διάθεση οι οποίες δίνουν «φωτεινές» απαντήσεις στα καθημερινά μας αδιέξοδα.
Λαμπερή μέρα: «Φωτεινές» ιστορίες αγάπης και απώλειας
Παράξενη συλλογή. Μόλις διάβαζα ένα διήγημα της, έμπαινα στο κλίμα του και απολάμβανα τις μικρές χαρές που η ανάγνωση μιας ιστορίας προκαλεί. Όταν όμως έκλεινα το βιβλίο και προσπαθούσα λίγο αργότερα να στραγγίσω τα αισθήματα που μου είχε αφήσει, ένιωθα άδειος και συγκεχυμένος. Τα διηγήματα χωρίζονται σε τρεις κατηγορίες: σε όσα διαδραματίζονται εκτός Ελλάδας, σε όσα αναφέρονται σε ένα παρελθόν μνημών και σε όσα αναφέρονται στο σήμερα:

"Κοσμοπολίτικες" ιστορίες

Ένα βασικό χαρακτηριστικό που βλέπει κανείς διατρέχοντας τις μικρές ιστορίες της Μιχαλοπούλου είναι ο κοσμοπολιτισμός, που ραντίζει με ελληνικές σταγόνες τη Γερμανία, την Αγγλία, την Κίνα… Για τη Μιχαλοπούλου, είμαστε πολίτες του κόσμου, γνωρίζουμε αλλοεθνείς, μπαίνουμε προσαρμοζόμενοι ή απροσάρμοστοι στις εμπειρίες τους, καλούμαστε να εγκλιματιστούμε στις νοοτροπίες τους, κοινωνικοποιούμαστε με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία στις ξένες κοινωνίες. Αυτή η ώσμωση δεν είναι πάντα ρόδινη (βλ. τη σουηδική εμπειρία της Λίας στο “Σπίτι καταρρέει” ή την κινέζικη νοοτροπία που φαίνεται ξένη στην ελληνική πραγματικότητα στη “Λαμπερή μέρα”), αλλά αποτελεί καταστατική συνθήκη του σημερινού κόσμου.

Ένα δεύτερο σχόλιο που μπορεί κανείς να κάνει είναι η αίσθηση της διάψευσης, βγαλμένης από την αδυναμία να ζήσουμε όσα θέλουμε ή όσα σε άλλες περιπτώσεις θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν. Το χαμένο παρελθόν και οι προσδοκίες που δεν πραγματοποιήθηκαν, ο κόσμος γύρω μας που δεν μπορεί να υλοποιήσει τους μύχιους πόθους μας και να καλύψει τις εσώτερες ανάγκες μας, η πραγματικότητα που εν τέλει εξελίσσεται σε δυνάστη των ονείρων μας κυκλοφορούν μεταξύ των γραμμών κι αφήνουν την απαλή ή και οξεία μερικές φορές μελαγχολία να σκεπάσει σαν ομίχλη τα κείμενα και τον αναγνώστη. Πρόκειται για το ασυμβίβαστο μεταξύ του αναμενόμενου αύριο (που στα κινεζικά αποδίδεται με την περίφραση «λαμπερή μέρα») και του πραγματικού αύριο που δεν είναι καθόλου αγλαές.



Συχνά η διηγηματογράφος καταφεύγει σε μια κοριτσίστικη, εφηβικής ηλικίας και νοοτροπίας, αίσθηση του κόσμου. Τα χρόνια της πρώτης νιότης κουβαλάνε χαμένους έρωτες, εφηβικές σκανδαλιές, δοκιμές και σχέσεις, επιτυχίες και αποτυχίες της προσπάθειας να αμφισβητηθεί η κοινωνική τάξη, να τεσταριστεί ο εαυτός και να βρεθούν οι γραμμές στις οποίες εφάπτονται ο προσωπικός και ο κοινωνικός χώρος. Η κοριτσίστικη φάση έχει αφήσει, απ’ όσο φαίνεται έντονα τα ίχνη της στον ψυχισμό της Μιχαλοπούλου, η οποία επιχειρεί στα διηγήματά της να ανασύρει μνήμες και εμπειρίες και έτσι να ανακατανείμει το σημερινό είναι της σε μικρά στιγμιότυπα μιας άλλης ανέμελης και διερευνητικής ηλικίας.

Οικογενειακές ιστορίες

Στο ίδιο πλαίσιο ανήκουν και οι αναφορές σε ηλικιωμένες (κυρίως γιαγιάδες στο “Βρες τον”) που αποτελούν τον ενήλικο, ανυπεράσπιστο μαζί και προστάτη, ιδιαίτερης ψυχοσύνθεσης όπως και τα κορίτσια αλλά και ισχυρής βούλησης. Γενικότερα, οι οικογενειακές ιστορίες από τη μία δείχνουν τον στενό κύκλο, μέσα στον οποίο η πεζογράφος κινεί τα νήματα των χαρακτήρων, κι από την άλλη συγκινούν με την αναγωγή του καθημερινού σε ένα απώτατο τραύμα (“Μια μητέρα ξέρει”). Τελικά οι γυναίκες βλέπουν την οικογένεια σαν πεδίο διαπροσωπικών επαφών και προβληματίζονται γι’ αυτήν πιο πολύ από τους άνδρες που έχουν συνηθίσει να κοιτάζουν πιο πολύ έξω από αυτήν;

Όσο διαβάζει κανείς τα πρώτα κυρίως διηγήματα, βλέπει μια εμμονή της διηγηματογράφου, από την οποία δεν μπορεί να ξεφύγει. Οι πρωταγωνιστές της έχουν σχέση με την τέχνη, είναι ηθοποιοί, κριτικοί, ζωγράφοι κ.ο.κ., με αποτέλεσμα μερικά διηγήματα να είναι πλάγια αυτοαναφορικά, να αποτελούν ένα αφηγηματικό σχόλιο στην τέχνη και στη λειτουργία της. Το πρόβλημα δεν είναι αυτό καθεαυτό. Είναι η συγκρότηση ενός κόσμου καλλιτεχνών και sic πνευματικών ανθρώπων που αποτελούν την πεμπτουσία της κοινωνίας, όχι ως το καλύτερό της μέρος, αλλά ως το μάτι πρίσμα με το οποίο αποδίδεται η πραγματικότητα. Αυτό το εγωτικό εσωστρεφές είδος γραφής κάνει τη ματιά μονόπλευρη και στενή, καθώς βάζει την τέχνη στο κέντρο του κόσμου, ένα είδος παρατηρητή, με μια ελιτίστικη νοοτροπία μονομερούς θέασής των πραγμάτων.

Αυτοβιογραφικές τάσεις

Κι από την άλλη, η τάση των διηγηματογράφων και ειδικά της Μιχαλοπούλου να γίνονται αυτοβιογραφικοί είναι άλλο ένα δείγμα αυτής της εγωκεντρικής νοοτροπίας. Αυτή είναι βέβαια σύμφυτη με τη διηγηματογραφία, αλλά η συγκεκριμένη συγγραφέας κόβει κομματάκια τη ζωή της, μεγεθύνει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, δραματοποιεί τις οχληρές ή χαρούμενες πτυχές της και έτσι δίνει γενικευτικές διαστάσεις στο ατομικό. Μα αυτό δεν είναι το διήγημα, θα πει κάποιος; Αυτό είναι το 50% από όσους εμπνέονται από τη ζωή τους και μιλάνε μόνο γι’ αυτήν. Μα το άλλο 50% αποτυπώνουν στιγμιότυπα μιας ευρύτερης πραγματικότητας, αφού στο κέντρο των μικρών ιστοριών τους δεν είναι ένα συμβάν, αλλά ένας προβληματισμός ή ένα συναίσθημα, και συνάμα θέτουν το ατομικό μέσα στο κοινωνικό, μέσα στο πολιτικό, μέσα στο ιστορικό... Ενώ τα διηγήματα ξεκινάνε, έτσι όπως είναι παρατεθειμένα, με συμπυκνωμένες αλληγορίες ή συγκινήσεις, από ένα σημείο και μετά βλέπουμε απλώς βιώματα ή ενδείξεις βιωμάτων να γίνονται ελαφρές ιστορίες χαλαρής ανάγνωσης.

Τα κειμενάκια της, μικρά τις περισσότερες φορές, αποτυπώνουν μια συγκεκριμένη φάση της ζωής των γυναικείων κατά κύριο λόγο ηρωίδων της, η οποία όμως συνοψίζει παλαιότερα στρώματα της ζωής τους, στρώματα που διαμορφώνουν σε μάκρος χρόνου το παρόν. Η πραγματικότητα εναλλάσσεται με ένα ονειρικό στοιχείο, το οποίο δεν αλλοιώνει σε βάθος τη ρεαλιστική της βάση, έστω κι αν σε μερικά διηγήματα, όπως στο “Τετρακόσιες πιέτες”, ο αέρας του ονειρικού ταξιδιού πνέει δριμύς. Αν προσέξει κανείς την τεχνική της, θα δει ότι προσπαθεί να συνδυάσει δύο άσχετα μεταξύ τους στιγμιότυπα, το ένα εκ των οποίων ανακαλεί ή συνδέεται αλληγορικά ή θυμίζει ή… το άλλο. Τις περισσότερες φορές δεν είναι εμφανής η σύνδεση αλλά έτσι όπως μπλέκονται μεταξύ τους ίσως και να μην έχει πάντα σημασία.

Κλείνω με μια φράση που αποδίδει την αξία της λογοτεχνίας τόσο για τον συγγραφέα όσο και για τον αναγνώστη: “ένιωθα την άγρια χαρά που προσφέρει η μυθοπλασία στους συγγραφείς που ξέρουν να ζουν μέσα της, κι ύστερα επιστρέφουν στην πραγματικότητα διατηρώντας τα σκιρτήματα αυτής της παράξενης ευτυχίας” (σελ. 227 228).

Ο blogger Πατριάρχης Φώτιος

Αμάντα Μιχαλοπούλου
“Λαμπερή μέρα”
εκδόσεις Καστανιώτη
2012
σελ. 328
τιμή: 15,98€
Μπείτε στη συζήτηση

σχόλια

v